Γενόσημα: Τι μέτρα πρέπει να ληφθούν, αν θέλουμε ανάπτυξη. Άρθρο του Γιάννη Τούντα, καθηγητή Ε.Κ.Π.Α.

27-01-2017

Από τις πολλές στρεβλώσεις του ταλάνιζαν το χώρο του φαρμάκου πριν την κρίση, η μόνη που αντιμετωπίστηκε επαρκώς ήταν η μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Από τα δυσθεόρατα  ύψη των 5,08 δις ευρώ που είχε ανέλθει το 2009 μειώθηκε στα 2,0 δις ευρώ το 2015, αν και νομίζω ότι απαιτούνται τουλάχιστον 2,2 δισ. ευρώ. Η αναγκαία αυτή μείωση επήλθε όμως με έναν τρόπο που δημιούργησε νέα επιπλέον προβλήματα στο πολύπαθο χώρο του φαρμάκου, ενώ δεν μπόρεσαν να αντιμετωπιστούν πολλές από τις χρόνιες στρεβλώσεις, όπως η  μικρή διείσδυση των γενόσημων φαρμάκων.

Γιάννης Τούντας. Καθηγητής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και ΙΚΠΙ

Τα γενόσημα παραμένουν καθηλωμένα στα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα της τάξης του 22-24%, όταν στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. κυμαίνονται από 50-80%. Ο στόχος να καταλάβουν τα γενόσημα φάρμακα το 2016 το 60% του μεριδίου της αγοράς δεν επιτεύχθηκε. Η αδυναμία επίτευξης του στόχου αυτού επιβαρύνει τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη και πλήττει την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία.

Οι λόγοι της αποτυχίας είναι πολλοί. Ο πιο σημαντικός λόγος είναι ότι δεν υφίσταται ισχυρό οικονομικό  κίνητρο για την αγορά γενοσήμων επειδή στη χώρα μας οι τιμές των φαρμάκων είναι εξαιρετικά χαμηλές και η διαφορά στις τιμές μεταξύ πρωτότυπων φαρμάκων που έχουν χάσει την πατέντα τους (off-patent) και γενοσήμων είναι ιδιαίτερα μικρές. Με περαιτέρω, όμως, μείωση της τιμής των γενοσήμων, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, τα περισσότερα ελληνικά γενόσημα δεν θα μπορούν να ανταπεξέλθουν πλέον κοστολογικά, με αποτέλεσμα να αποσυρθούν και να υποκατασταθούν από νέα ακριβά φάρμακα. Μόνο μια σταδιακή αύξηση του μεριδίου αγοράς που κατέχουν θα επέτρεπε σταδιακή μείωση των τιμών τους, παράλληλα με τη λήψη μέτρων για τη μείωση του κόστους παραγωγής τους. Στην Ελλάδα της γραφειοκρατίας, των καθυστερήσεων, των στρεβλώσεων, ξεπερνά το 50%, χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποσβέσεις, ο επιμερισμός των γενικών εξόδων και τα πάσης φύσεως rebates και clawbacks.

Εκτός όμως από τη σταδιακή μείωση της τιμής τους, θα χρειαστεί εκτεταμένη προσπάθεια ενημέρωσης του κοινού για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα τους, αλλά και για τα οικονομικά οφέλη από τη χρήση τους. Μόνο που η προσπάθεια αυτή, για να είναι πειστική, δεν πρέπει να γίνει από κρατικούς φορείς ή από τη φαρμακοβιομηχανία, αλλά από επιστημονικούς φορείς και ενώσεις ασθενών. Θα πρέπει, επίσης, να εξεταστεί η μείωση της ιδίας συμμετοχής στα γενόσημα φάρμακα.

Για τους γιατρούς, χρειάζεται να ολοκληρωθεί και να βελτιωθεί η ηλεκτρονική συνταγογράφηση προκειμένου να ενσωματωθούν τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και να θεσπιστούν ειδικές συνταγογραφικές οδηγίες που να αποτρέπουν την υποκατάσταση φθηνών από ακριβότερα φάρμακα. Θα μπορούσε, επίσης, να θεσπιστεί πλαφόν υποχρεωτικής συνταγογράφησης 50% (σε αξία) γενοσήμων στις θεραπευτικές κατηγορίες που υπάρχουν, υποχρεωτική συνταγογράφηση γενοσήμων για ορισμένες παθήσεις (π,χ υπερλιπιδαιμία, υπέρταση, κ.α.) και να υπάρξει επιβράβευση των γιατρών που συνταγογραφούν γενόσημα, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Όμως, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να αποδώσουν εάν δεν αναθεωρηθεί η μνημονιακή υποχρέωση για συνταγογράφηση δραστικής ουσίας ή έστω ο τρόπος εφαρμογής της, καθώς αυτή δεν οδήγησε στην επιδιωκόμενη αύξηση των γενοσήμων και στην προσδοκώμενη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης.

Στα φαρμακεία, έχει διαπιστωθεί ότι παρά το γεγονός ότι οι γιατροί συνταγογραφούν προτείνοντας γενόσημα σε ποσοστό 54%, το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 25% κατά την εκτέλεση της συνταγής από το φαρμακοποιό, είτε λόγω επιλογής των ασθενών είτε λόγω αυξημένου κέρδους από την πώληση ακριβότερων πρωτότυπων φαρμάκων. Μόνο εάν αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού της κερδοφορίας των φαρμακείων χωρίς αυτή να μειωθεί, θα αντιμετωπιστεί το φαινόμενο αυτό. Η ενίσχυση της κερδοφορίας των φαρμακείων θα μπορούσε να προέλθει εάν τα φαρμακεία μπορούσαν να προσφέρουν αμειβόμενες υπηρεσίες «φαρμακευτικής φροντίδας», όπως συμβουλευτικά προγράμματα Αγωγής Υγείας, συμμόρφωσης στη φαρμακευτική αγωγή, κ.α., καλύπτοντας έτσι εν μέρει και τα μεγάλα κενά της παρεχόμενης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στη χώρα μας. Θα μπορούσε, επίσης, να θεσπιστεί μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους από τη πώληση των γενοσήμων ή/και να μειωθεί αναλογικά το rebate των φαρμακείων σε σχέση με την αύξηση των πωλήσεων γενόσημων φαρμάκων.

Σε ότι αφορά την Πολιτεία, ο ΕΟΠΥΥ οφείλει να ενεργοποιήσει άμεσα την Επιτροπή διαπραγμάτευσης και να εφαρμόσει ένα σύστημα εκπτώσεων και συμφωνιών τιμής αποζημίωσης-όγκου. Σημαντική βοήθεια θα προσφέρει ο ΕΟΦ εάν επιταχύνει τις αδειοδοτήσεις μέσω εθνικής διαδικασίας και καταστήσει την Ελλάδα χώρα αναφοράς, ώστε να μπορεί να πραγματοποιείται αμοιβαία αναγνώριση ελληνικών γενοσήμων. Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η καλύτερη εκπαίδευση των γιατρών και των φαρμακοποιών στην κλινική φαρμακολογία.

Μόνο με τη λήψη πολύπλευρων μέτρων σε ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο, και χαράσσοντας εθνική πολιτική για το φάρμακο, θα μπορέσει να αυξηθεί η διείσδυση των γενοσήμων, έτσι ώστε να μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη και να ενισχυθεί η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία.

Γιάννης Τούντας

Καθηγητής Ιατρικής ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής