Στρεβλώσεις στην αγορά και προβλήματα στους Έλληνες ασθενείς από τη μη ορθολογική φαρμακευτική δαπάνη

20-02-2017

Στο 19-43% του τζίρου τους, είναι σύμφωνα με στοιχεία του ΕΟΠΥΥ η μέση επιβάρυνση για μία φαρμακευτική εταιρεία, των επιστροφών και εκπτώσεων προς τον Οργανισμό. Οι νέες πολιτικές που ετοιμάζεται να εφαρμόσει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, προδιαγράφουν ένα ακόμη πιο ασφυκτικό πλαίσιο  για τη φαρμακοβιομηχανία η οποία κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για στρεβλώσεις στην αγορά και συνέπειες στους Έλληνες ασθενείς.

Για πάνω από 40 εταιρείες,  (εκ των 67 συνολικά), η συνολική επιβάρυνση ξεπερνά το 31% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους στον ΕΟΠΥΥ και καθώς αυτή η επιβάρυνση υπολογίζεται σε λιανικές τιμές, η πραγματική επιβάρυνση είναι  μεγαλύτερη. Σύμφωνα με το ισχύον σύστημα τιμολόγησης η φαρμακευτική βιομηχανία εισπράττει τελικά το 52-63% της τιμής παραγωγού (που είναι ο μέσος όρος των τριών χαμηλότερων τιμών στην Ευρώπη)  που το κράτος το ίδιο ορίζει για κάθε φαρμακευτικό προϊόν. Σημειώνεται ότι φαρμακευτικές εταιρείες επέστρεψαν επίσης το 2016, το 32% του κύκλου εργασιών τους στα δημόσια νοσοκομεία μέσω clawback και rebate.

Εκτός από τις εταιρείες όμως αλώβητοι δεν βγήκαν ούτε οι ασφαλισμένοι από τις πολιτικές υγείας όλων των τελευταίων χρόνων της κρίσης. Μεγάλο μέρος της φαρμακευτικής δαπάνης μεταφέρθηκε και στους χρόνια πάσχοντες με την ιδιωτική συνδρομή στην φαρμακευτική περίθαλψη να φτάνει ξεπερνά και αυτή το 1 δις για το 2016 (περίπου 750μ εκ ευρώ η συμμετοχή των ασθενών στην αποζημιούμενη περίθαλψη συν 250 εκ τα φάρμακα που αγοράζονται ιδιωτικά από τα φαρμακεία).

 Οι φαρμακευτικές εταιρείες επιμένουν να υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση προκειμένου να κάνει απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις είναι έτοιμη να λάβει νέα μέτρα τα οποία οδηγούν σε αδυναμία εισαγωγής νέων φαρμάκων με συνέπεια την υγειονομική υποβάθμιση, την αδυναμία κάλυψης κλινικών αναγκών και την αρνητική επίπτωση στις επενδύσεις και την απασχόληση. Τα δημοσιονομικά τους οφέλη δε είναι αβέβαια λένε  άνθρωποι της αγοράς.

 Συγκεκριμένα σύμφωνα με τις προθέσεις της κυβέρνησης πρόκειται να ισχύσουν τα εξής: 

  • Για να αποζημιωθεί ένα καινούργιο φαρμακευτικό σκεύασμα θα πρέπει να προϋπάρχει αξιολόγηση και αποζημίωση ταυτόχρονα σε έξι ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Πορτογαλία και Γαλλία) με διαδικασίες που διαρκούν τουλάχιστον από 18 έως 24 μήνες.  Συνεπώς για να αποζημιωθεί ένα νέο προϊόν  στην χώρα μας  θα μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον 2,5-3 ετών από την έγκρισή του από τον   Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων.
  • Επιπλέον υποχρεωτική έκπτωση 25% (rebate) ως τέλος εισόδου στη Θετική Λίστα για τρία χρόνια, σε προσαύξηση των ήδη υπαρχόντων υποχρεωτικών εκπτώσεων και επιστροφών (για την πλειονότητα των εταιρειών η  σημερινή επιβάρυνση ξεπερνά το 40%).

 

Τα μέτρα αυτά θα επιφέρουν καθυστέρηση της εισαγωγής των νέων σκευασμάτων για τουλάχιστον 2,5 χρόνια μετά την έγκριση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και μαζί με τις αυξήσεις στις υποχρεωτικές εκπτώσεις όπως υποστηρίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες, θα στερήσουν από τους Έλληνες ασθενείς ζωτικές θεραπείες που αυξάνουν το προσδόκιμο ζωής και μειώνουν το κόστος νοσηλείας. Χαρακτηριστικά αναφέρουν δημοσιευμένες μελέτες που έδειξαν ότι τα νέα φάρμακα μεταξύ 1995 και 2010, πρόσθεσαν 11 μήνες ζωής σε κάθε Έλληνα ενώ μείωσαν τις ημέρες νοσηλείας κατά 2,2% ετησίως. 

Οι προτάσεις της φαρμακοβιομηχανίας 

  • Να διατηρήσει τα υπάρχοντα rebate προς αποφυγή λαθών μέχρι την λήψη δομικών μεταρρυθμίσεων.
  • Εξεύρεση λύσεων εντός του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου.
  • Καλύτερος έλεγχος χρήσης φαρμάκων εκτός ένδειξης μέσω πραγματικής εφαρμογής των υπαρχόντων θεραπευτικών πρωτοκόλλων συνταγογράφησης.
  • Εφαρμογή Επιτροπής Διαπραγμάτευσης
    • Τιμολόγηση off-patent & γενοσήμων με βάση το μ.ο. των 3 χαμηλότερων τιμών στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. χωρίς προστασία τιμής. Η διείσδυση των γενοσήμων είναι ιδιαίτερα χαμηλή στην χώρα μας φτάνοντας μόλις το 20% εν αντιθέσει με το 58% που είναι ο μ.ο. των ΕΕ 18 χωρών μελών, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (OECD Health Statistics 2016). Η αύξηση όμως της διείσδυσης δεν είναι αρκετή. Σε μελέτη της IMS, φάνηκε ότι η αύξηση διείσδυσης γενοσήμων σε 13 ATC κατηγορίες, θα μείωνε την δαπάνη μόνο κατά 0,09%.
    • Η ταυτόχρονη αλλαγή τιμολόγησης με βάση το μ.ο. των 3 χαμηλότερων τιμών στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. και χωρίς «κατώφλι» προστασίας, θα μπορούσε να οδηγήσει μείωση της δαπάνης για αυτές τις 13 ATC  κατηγορίες κατά 78,05% για τον ΕΟΠΥΥ και 31,2% για τους ασθενείς.
    • Εξαίρεση εμβολίων από τον προϋπολογισμό. Τα εμβόλια αφορούν την πρόληψη και όχι την θεραπεία. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει σπατάλη στην χρήση εμβολίων καθώς ο αριθμός ανθρώπων που χρίζουν εμβολιασμού είναι συγκεκριμένος. Επίσης, το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα και οφείλεται να ακολουθείται από όλους τους ιατρούς που εμβολιάζουν.
    • Ακόμη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι φαρμακοβιομηχανίες προτείνουν:
    • Αξιολόγηση νέων φαρμάκων μέσω ενός οργανισμού αξιολόγησης τεχνολογιών υγείας όπως έχει εξαγγελθεί και είναι μνημονιακή προϋπόθεση για το 2017. Η δημιουργία ενός οργανισμού ΗΤΑ θα έκανε δυνατή την αξιολόγηση των νέων θεραπειών με βάση τη σχέση κόστους-οφέλους σε αναλογία με τις υπάρχουσες θεραπείες. Τα κριτήρια αξιολόγησης θα πρέπει να δομηθούν σύμφωνα με τις Ελληνικές ανάγκες του συστήματος και τις πρακτικές υγείας στην χώρα μας.
    • Έλεγχο των νοσοκομειακών προϋπολογισμών μέσω μηχανισμών προοπτικής χρηματοδότησης, όπως ΚΕΝ ή Diagnosis Related Groups (DRGs) σύμφωνα με τους οποίους διαμορφώνεται μια εκ των προτέρων αμοιβή για διαφορετικές κατηγορίες περιστατικών. Έτσι το νοσοκομείο έχει το κίνητρο να προσπαθεί να επιτυγχάνει τη θεραπεία του ασθενούς με κόστος ίσο ή χαμηλότερο από το όριο αμοιβής που έχει τεθεί για το περιστατικό αυτό. Στα πλαίσια αυτά όλοι οι παράγοντες του νοσοκομείου έχουν κίνητρα να αναζητήσουν τους πλέον οικονομικούς τρόπους αντιμετώπισης των ασθενών, θεσπίζοντας κλινικά πρωτόκολλα, προβαίνοντας σε συμφωνίες με προμηθευτές, μειώνοντας τη μέση διάρκεια νοσηλείας κλπ.
    • Παραγωγή Real World Evidence μέσω της εφαρμογής θεραπευτικών πρωτοκόλλων σε όλες τις θεραπευτικές κατηγορίες, την δημιουργία μητρώων ασθενών, την σύνδεση των υπαρχόντων και μελλοντικών συστημάτων και την αναζήτηση συνεργασιών. Μία τέτοια δομική αλλαγή θα πρόσφερε πολλαπλά οφέλη στην βελτίωση του συστήματος καθιστώντας το βιώσιμο:
      • Ανίχνευση ακριβών ασθενών και προσαρμογή πρωτοκόλλων
      • Έλεγχος και ενημέρωση ιατρών πάνω στις ιατρικές πρακτικές που εφαρμόζουν
      • Πρόσφορο περιβάλλον για έρευνα και ανάπτυξη