Το πρώτο κρούσμα από τον ιό του Δυτικού Νείλου φέτος, στην Αργολίδα

19-07-2017

Επανεμφανίστηκε ο ιός του Δυτικού Νείλου στη χώρα μας, μετά τον εντοπισμό του πρώτου εργαστηριακά επιβεβαιωμένου περιστατικού από το Κέντρο Ελέγχου Πρόληψης και Νοσημάτων. Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, ο ασθενής είναι κάτοικος αγροτικής περιοχής της Αργολίδας, ενώ έχει ήδη πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλεύτηκε.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, στην Ελλάδα κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους και ζώα είχαν καταγραφεί την πενταετία 2010 έως 2014 κατά τους θερινούς μήνες σε διάφορες περιοχές της χώρας. Ειδικότερα, το 2010 είχαν καταγραφεί 197 κρούσματα κυρίως σε Θεσσαλονίκη, Ημαθία και Πέλλα, το 2011 100 κρούσματα σε Ανατολική Αττική, Λάρισα και Καρδίτσα, το 2012 161 κρούσματα, κυρίως σε αστικά νότια προάστια της Αθήνας και αγροτικές περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το 2013 86 κρούσματα και το 2014 μόλις 15 κρούσματα.

Όπως αναφέρει το ΚΕΕΛΠΝΟ, μπορεί ο ασθενής –που χαρακτηρίστηκε πρώτο καταγεγραμμένο για εφέτος περιστατικό της λοίμωξης– να είναι κάτοικος Αργολίδας, ωστόσο «οι περιοχές κυκλοφορίας του ιού κατά την τρέχουσα περίοδο δεν μπορούν να προβλεφθούν με ασφάλεια» και συστήνει τη λήψη συστηματικών μέτρων ατομικής προστασίας από κουνούπια –που είναι και ο κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού– σε όλη την επικράτεια.

Τα μέτρα προστασίας περιλαμβάνουν τη χρήση εγκεκριμένων δραστικών εντομοαπωθητικών ουσιών σώματος και περιβάλλοντος, σητών, κουνουπιέρων, καθώς και την αποφυγή δημιουργίας λιμναζόντων νερών σε αυλές και μπαλκόνια.

Ο ιός μεταδίδεται μέσω τσιμπήματος μολυσμένων κοινών κουνουπιών. Η βασική δεξαμενή του ιού στη φύση είναι τα άγρια πτηνά, από όπου μολύνονται τα κουνούπια, ενώ οι άνθρωποι δεν μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί, περίπου το 20% των ασθενών εμφανίζει ήπια συμπτωματολογία που μοιάζει με γρίπη και λιγότερο από το 1% παρουσιάζει σοβαρότερες εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα, κυρίως εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα και παράλυση. Οι πιο σοβαρές εκδηλώσεις εμφανίζονται συνήθως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 50 ετών), καθώς και άτομα με χρόνια νοσήματα.