“Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με άσθμα δεν ελέγχουν τη νόσο τους”, του Θεόδωρου Βασιλακόπουλου*

vasilakopoulos
01-06-2018

Με τον όρο Βρογχικό Άσθμα ορίζεται ουσιαστικά μια αρκετά ετερογενής ομάδα κλινικών καταστάσεων με κύριο κοινό χαρακτηριστικό την φλεγμονή των βρόγχων (των αεραγωγών που επιτρέπουν την είσοδο και έξοδο του αέρα από τους πνεύμονες). Η φλεγμονή συνοδεύεται από υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων. Έτσι δημιουργούνται υποτροπιάζοντα, αναστρέψιμα επεισόδια απόφραξης των αεραγωγών και περιορισμού της ροής του αέρα. Αυτά με τη σειρά τους προκαλούν επαναλαμβανόμενα επεισόδια συρίττουσας αναπνοής («βράσιμο» ο ασθενής ακούει «γατάκια»), δύσπνοιας, αισθήματος βάρους στο στήθος και βήχα, συχνά πιο έντονα τις νυχτερινές ώρες ή νωρίς το πρωί. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να συνυπάρχουν σε κάποιον ασθενή ή να εμφανίζονται μεμονωμένα, για παράδειγμα μπορεί να υπάρχει μόνο βήχας, στη μορφή που ονομάζεται “βήχας ισοδύναμο άσθματος/ cough variant asthma”.
Tα συμπτώματα του άσθματος και ο περιορισμός της ροής του αέρα μέσα στους βρόγχους, μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα σε άλλοτε άλλο χρόνο ή το συνηθέστερο μετά από τη λήψη φαρμάκων και μπορεί ενίοτε να μην εμφανιστούν ακολούθως για μήνες ή ακόμη και χρόνια. Μπορεί όμως οι ασθενείς να βιώνουν εμμένοντα συμπτώματα και πολύ συχνές εξάρσεις –παροξύνσεις οι οποίες όσον αφορά στη βαρύτητα τους αποτελούν εν δυνάμει απειλητικά για τη ζωή επεισόδια που θα απαιτήσουν εισαγωγή στο νοσοκομείο ή/και στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Υπάρχει δηλαδή ευρεία διακύμανση της βαρύτητας της νόσου μεταξύ των ασθενών αλλά και μεταξύ πολλές φορές των διαφορετικών χρονικών φάσεων της στον ίδιο ασθενή.
Το άσθμα είναι μια συχνή πάθηση (8-10% του πληθυσμού πάσχει) που προσβάλλει άτομα όλων των ηλικιών. Συνηθέστερα πρωτοεμφανίζεται στην παιδική ηλικία και μπορεί να παραμείνει μέχρι την ενήλικο ζωή. Φαίνεται πως στα δύο τρίτα των παιδιών με άσθμα, η νόσος υποστρέφει στην εφηβική περίοδο για να επανεμφανιστεί στο ένα τρίτο περίπου των περιπτώσεων μετά την ενηλικίωση. Μπορεί βέβαια λιγότερο συχνά, η πάθηση να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην ενήλικο ζωή, ή ακόμη και σε ηλικιωμένους ασθενείς και σε αυτή την περίπτωση είναι πολλές φορές δυσχερής η σαφής διάγνωση και η διάκριση της από άλλα αποφρακτικού τύπου πνευμονικά νοσήματα όπως η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), ιδίως αν οι ασθενείς είναι καπνιστές.
Τα επιδημιολογικά δεδομένα για το άσθμα στην Ελλάδα είναι περιορισμένα. Η Ομάδα Άσθματος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας ολοκλήρωσε πρόσφατα την πρώτη Πανελλαδική Επιδημιολογική μελέτη για το Άσθμα, στην οποία συμμετείχαν 2.632 άτομα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 8,6% του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα έχει άσθμα.
Το άσθμα αποτελεί μία ετερογενή νόσο. Διάφοροι παράγοντες που έχουν αναγνωρισθεί ότι σχετίζονται με το άσθμα όπως δημογραφικά, κλινικά και/ή παθοφυσιολογικά χαρακτηριστικά καλούνται «φαινότυποι του άσθματος». Μερικοί από τους πιο κοινούς φαινοτύπους είναι το Αλλεργικό άσθμα, το οποίο συνήθως πρωτοεμφανίζεται στην παιδική ηλικία, το Μη Αλλεργικό άσθμα το οποίο δε συσχετίζεται με αλλεργικές εκδηλώσεις και δεν ανταποκρίνεται τόσο καλά όσο το προηγούμενο στη λήψη εισπνεόμενων κορτικοειδών φαρμάκων (τα οποία σημειωτέον αποτελούν και τον ακρογωνιαίο λίθο της αντιασθματικής θεραπείας), το Άσθμα όψιμης έναρξης, το Άσθμα με σταθερό- μόνιμο περιορισμό της ροής που συνήθως αφορά σε ασθενείς με μακροχρόνιο άσθμα ή καπνιστές και το Άσθμα με παχυσαρκία.
Στόχος της θεραπείας του άσθματος είναι να διάγει ο ασθενής μια φυσιολογική ζωή όπως και δικαιούται, να έχει δηλαδή καλώς ελεγχόμενο άσθμα, χωρίς περιορισμούς στην καθημερινότητα του και χωρίς προσβολή της ποιότητας του ύπνου του, αλλά και ο έλεγχος της ενδοβρογχικής φλεγμονής, η οποία συνήθως υπάρχει πολύ πέραν της χρονικής διάρκειας βίωσης συμπτωμάτων από τον ασθενή. Η θεραπεία του άσθματος απαιτεί συχνή εκτίμηση του ασθενούς από τον ειδικευμένο στην αντιμετώπιση του άσθματος ιατρό-τον πνευμονολόγο, και ανάλογη αυξομείωση της έντασης της θεραπευτικής παρέμβασης. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρά την ολοένα και αυξανόμενη διαθεσιμότητα φαρμακευτικών επιλογών, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς με άσθμα έχουν ελλιπή έλεγχο της νόσου τους, για αυτό και η καλή συνεργασία ασθενούς-πνευμονολόγου κρίνεται απαραίτητη
Για ασθενείς με πιο βαρείας μορφής άσθμα, κυρίως αλλεργικό, με συχνές παροξύνσεις υπάρχουν μερικές νεότερες βιολογικές θεραπείες (μονοκλωνικά αντισώματα, όπως η ομαλιζουμάμπη και η μεπολιζουμάμπη που κυκλοφορούν ήδη στην ελληνική αγορά, η μπενραλιζουμάμπη και η ρεσλιζουμάμπη, και που έχουν εγκριθεί διεθνώς αλλά η κυκλοφορία στην Ελλάδα αναμένεται). Η πρόκληση για τον κλινικό ιατρό είναι να αναγνωρίσει εκείνους τους ασθενείς που θα ωφεληθούν από αυτές τις βιολογικές θεραπείες, δεδομένου και του υψηλού τους κόστους. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται στην εκτίμηση τόσο κλινικών παραμέτρων όσο και βιοδεικτών (όπως ηωσινόφιλα περιφερικού αίματος, ανοσοσφαιρίνη E στο πλάσμα). Στους κατάλληλους ασθενείς οι θεραπείες αυτές αλλάζουν τελείως την πορεία της νόσου και βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής.

 

Θεόδωρος I. Βασιλακόπουλος MD, Ph

Καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας

Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Διευθυντής Γ’ Κλινικής Εντατικής Θεραπείας

Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, Ιατρική Σχολή

Σύμβουλος Πνευμονολόγος, Λαϊκό Νοσοκομείο

Adjunct Professor, McGill University, Montreal, QC, Canada