Πρωτοποριακή μέθοδος παρακολούθησης ασθενών με καρκίνο δίνει νέα διάσταση στην εξατομικευμένη θεραπεία

06-10-2017

Αιχμή στην έρευνα κατά του καρκίνου αποτελεί η μέθοδος της υγρής βιοψίας (liquid biopsy) που επικεντρώνεται στη μελέτη και τον χαρακτηρισμό των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (Circulating Tumour Cells, CTCs) και του εξωκυτταρικού DNA (circulating tumor DNA, ctDNA) στο περιφερικό αίμα.

Συγκεκριμένα, αποτελεί μία μη-επεμβατική προσέγγιση για την παρακολούθηση ασθενών με καρκίνο και βασίζεται στην άντληση πληροφοριών για την εξέλιξη του όγκου, καθώς και για την λήψη θεραπευτικών αποφάσεων και εξατομικευμένης θεραπείας μέσω της ανάλυσης περιφερικού αίματος. Δίνει τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της εξέλιξης ενός συμπαγούς όγκου σε τακτά χρονικά διαστήματα και σε πραγματικό χρόνο, μέσω λεπτομερούς μοριακής ανάλυσης του κυκλοφορούντος γενετικού υλικού του στο περιφερικό αίμα.

Kορυφαίοι επιστήμονες και εξέχουσες προσωπικότητες του διεθνούς ερευνητικού χώρου στον τομέα του καρκίνου, αλλά και της εφαρμοσμένης Κλινικής Ογκολογίας, από χώρες της Ευρώπης, Βορείου Αμερικής, Αυστραλίας, συναντώνται στη Ρόδο όπου και θα παραμείνουν μέχρι το Σάββατο 7 Οκτωβρίου, στο πλαίσιο του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου « Η υγρή βιοψία στην κλινική πράξη» (www.actc2017.org).

Το συνέδριο διοργανώνουν μία Ελληνίδα καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, η κυρία Ελένη Λιανίδου και ένας Γερμανός καθηγητής, ο Δρ K. Pantel, από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.  Όπως υπογραμμίζουν σε ανακοίνωσή τους οι διοργανωτές, οι αναλύσεις Υγρής Βιοψίας δίνουν άλλη διάσταση στην εξατομικευμένη θεραπεία, ασθενών με καρκίνο καθώς παρέχουν τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της νεοπλασματικής νόσου σε μοριακό επίπεδο για την εκτίμηση της πρόγνωσης, καθώς και την πρόβλεψη ανταπόκρισης ή της ανάπτυξης αντίστασης σε στοχευμένες θεραπείες, ειδικά όταν η απόκτηση βιοπτικού υλικού από μεταστατικές εστίες δεν είναι πάντοτε εφικτή για πρακτικούς λόγους.

Σημειώνεται ότι ο FDA έχει ήδη εγκρίνει την εφαρμογή του συστήματος CellSearch για την ανάλυση των CTCs στον καρκίνο του μαστού (2004), του παχέος εντέρου (2008) και του προστάτη (2008 για πρόγνωση και όχι για επιλογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων. Πρόσφατα η δοκιμασία ανίχνευσης μεταλλάξεων του γονιδίου EGFR στο ctDNA έχει λάβει έγκριση από το FDA και είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην παρακολούθηση των ασθενών με μη-μικροκυτταρικό καρκίνο πνεύμονα κατά τη διάρκεια της θεραπείας.