Η θεραπεία της χρονίας προστατίτιδας με κρουστικά κύματα – Του Κωνσταντίνου Ρόκκα, χειρουργού ουρολόγου, ανδρολόγου

19-03-2019

Οι επισκέψεις στην τουαλέτα ανά μισάωρο, με συχνουρία ή δυσουρία, μπορεί να είναι για έναν άνδρα που εργάζεται σε γραφείο, από ντροπιαστική έως εξουθενωτική. Η χρόνια προστατίτιδα δυσκολεύει για μεγάλο διάστημα τη ζωή πολλών ανδρών, που κάνουν κυρίως καθιστική εργασία, καθώς χαρακτηρίζεται από υφέσεις κι εξάρσεις με διάφορα συμπτώματα. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι οι ασθενείς, προκειμένου να βρουν μόνιμη λύση στο πρόβλημά τους, συχνά επισκέπτονται τον έναν ουρολόγο μετά τον άλλο.

“Τα συμπτώματα μπορεί να μην είναι πάρα πολύ έντονα ή θορυβώδη, όπως είναι σε μία οξεία προστατίτιδα, είναι όμως συνεχή και βασανιστικά”, εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος – ανδρολόγος, Κωνσταντίνος Ρόκκας. “Πόνος και αίσθηση βάρους στο περίνεο, δηλαδή την περιοχή ανάμεσα στους όρχεις και τον πρωκτό, συχνουρία, επιτακτική ανάγκη κένωσης του εντέρου, δυσκολία και ενοχλήσεις κατά την ούρηση, πρόωρη ή επώδυνη εκσπερμάτιση, διαταραχές στη στύση είναι μερικά από τα συμπτώματα της χρόνιας προστατίτιδας. Εφόσον δεν βρεθεί άμεση θεραπεία, αναπόφευκτα ο άνδρας επιβαρύνεται ψυχολογικά. Η δυσκολία στη θεραπεία έγκειται στο ότι τα αντιβιοτικά που χορηγούνται, δυσκολεύονται να διαπεράσουν την κάψα του προστάτη και να φτάσουν στον αδένα που φλεγμαίνει. Αποτέλεσμα είναι να παρατηρούνται υφέσεις και εξάρσεις. Ενώ λοιπόν πιστεύουμε ότι όλα πηγαίνουν καλά, μετά από 2-3 μήνες το πρόβλημα μπορεί να επιστρέφει”.

Συνήθως, η χρόνια προστατίτιδα οφείλεται σε μικρόβια που έχουν περάσει μέσω της ουρήθρας στον προστάτη, κυρίως έπειτα από σεξουαλική επαφή. Αφορά περισσότερο νέους άνδρες που είναι πιο ενεργοί σεξουαλικά και δεν έχει να κάνει απαραίτητα με τη συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων, αφού και σε μια μόνιμη σχέση, το μικρόβιο δεν είναι δύσκολο να περάσει στον προστάτη έπειτα από την ελεύθερη επαφή με γυναίκα που έχει εμφανίσει κολπίτιδα, π.χ. από πισίνα.

“Λόγω του ότι τα συμπτώματα δεν είναι έντονα, όπως ένας υψηλός πυρετός σε μία οξεία προστατίτιδα, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει από πότε έχει ξεκινήσει το πρόβλημα”, επισημαίνει ο κύριος Ρόκκας. “Η συνεχής όμως ενόχληση πάνω, κάτω και γύρω από τα γεννητικά όργανα αλλά και η δυσκολία στην ανεύρεση μιας οριστικής και άμεσης λύσης, μπορούν να κάνουν την καθημερινότητα ενός άνδρα βασανιστική”.

Κλασική θεραπεία αποτελούν κατηγορίες αντιβιοτικών, όπως οι κινολόνες. Παρόλο όμως που χορηγούνται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενός, δύο ή τριών μηνών, δεν κατορθώνουν πάντα να “ξεριζώσουν” το πρόβλημα. Τα τελευταία δύο χρόνια, οι άνδρες που πάσχουν από χρόνια προστατίτιδα έχουν έναν ακόμη σύμμαχο στο πλευρό τους. Τα κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης που χρησιμοποιούνται με επιτυχία εδώ και χρόνια για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας.

“Πλέον όπως έχει αποδειχθεί και από μελέτες που έχουν δημοσιευθεί σε σημαντικά ιατρικά περιοδικά, τα κρουστικά κύματα είναι αποτελεσματικά και στην αντιμετώπιση της χρόνιας προστατίτιδας”, τονίζει ο χειρουργός ουρολόγος – ανδρολόγος, Κωνσταντίνος Ρόκκας.  “Έχουμε κι εδώ αγγειογένεση που προκαλεί αντιφλεγμονώδη δράση. Επιτυγχάνεται δηλαδή καλύτερη αιμάτωση που έχει ως αποτέλεσμα την καταπολέμηση της φλεγμονής. Οι κεφαλές του μηχανήματος είναι παρόμοιες με εκείνες που χρησιμοποιούν οι φυσίατροι και οι ορθοπεδικοί για να αντιμετωπίσουν τενοντίτιδες και άλλες φλεγμονές, είναι όμως διαφορετικό το θεραπευτικό πρωτόκολλο σε σχέση με αυτό που ακολουθείται για τη στυτική δυσλειτουργία . Η θεραπεία δεν εστιάζεται στο πέος αλλά στην περιοχή ανάμεσα στους όρχεις και τον πρωκτό, δηλαδή στο περίνεο. Έχουμε λοιπόν μια θεραπεία ανώδυνη, ακίνδυνη, χωρίς  παρενέργειες, με υψηλή αποτελεσματικότητα, η οποία βοηθά στη μόνιμη αντιμετώπιση της χρόνιας προστατίτιδας”.

Η θεραπεία με κρουστικά κύματα κατά της χρόνιας προστατίτιδας μπορεί να συνδυαστεί και με αντιβιοτικά, έτσι ώστε με την αυξημένη αιμάτωση, οι φαρμακευτικές ουσίες να περάσουν πιο εύκολα στον προστάτη. Με τη διάγνωση μπορεί κανείς να ξεκινήσει παράλληλα και τη θεραπεία με τα κρουστικά κύματα που συνήθως αποτελείται από έξι συνεδρίες, δύο φορές εβδομαδιαίως για τρεις εβδομάδες.