Χοληστερίνη: Πότε αρχίζουν να δρουν οι στατίνες για την πτώση της

17-04-2019

Οι στατίνες είναι μια κλασική ουσία την οποία συνταγογραφούν οι γιατροί όποτε θέλουν να “ριξουν” την χοληστερίνη ενός ασθενή τους. Στις μισές όμως περιπτώσεις οι στατίνες αποτυγχάνουν να φθάσουν σε επαρκώς μειωμένα και «υγιή» επίπεδα χοληστερίνης μετά από θεραπεία δύο ετών. Αυτό τουλάχιστον έδειξε νέα έρευνα Βρετανών επιστημόνων. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Και κυρίως… πότε τελικά αρχίζουν να δρουν οι στατίνες για την πτώση της χοληστερίνης;

Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Nottingham στη Βρετανία ανέλυσαν στοιχεία για 165.411 ασθενείς με μέση ηλικία 62 ετών, των οποίων το επίπεδο χοληστερίνης είχε μετρηθεί κατά περιόδους τόσο πριν όσο και μετά τη χορήγηση των στατινών.

Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο ιατρικό περιοδικό «Heart»
Ο επικεφαλής της μελέτης Δρ. Στέφεν Γουένγκ και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν πως η μείωση των επιπέδων της «κακής» χοληστερίνης (LDL) σε ποσοστό μικρότερο του 40% μετά από τη λήψη των στατινών για δύο χρόνια, θεωρήθηκε ανεπαρκής και μη υγιής, κάτι που ίσχυε για τους μισούς ασθενείς (το 51%).

Οι συγκεκριμένοι ασθενείς, που είχαν αποτύχει να μειώσουν τα επίπεδα της LDL περισσότερο από 40% μετά από δύο χρόνια θεραπείας με στατίνες, είχαν 22% μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν καρδιαγγειακή νόσο μέσα στα επόμενα έξι χρόνια, σε σχέση με όσους είχαν ανταποκριθεί καλύτερα στις στατίνες.

Κάθε μείωση της «κακής» χοληστερίνης κατά μία μονάδα σχετιζόταν κατά μέσο όρο με 6% μικρότερο κίνδυνο εγκεφαλικού για όσους δεν είχαν καταφέρει να ρίξουν τη χοληστερίνη τους πάνω από 40% μέσα στη διετία.

Αντίθετα, όσοι την είχαν μειώσει πάνω από 40%, είχαν κατά μέσο όρο 13% μικρότερο κίνδυνο γενικά για καρδιαγγειακή νόσο, κάτι που, κατά τους ερευνητές, δείχνει τα οφέλη για την υγεία, αν η χοληστερίνη -χάρη στις στατίνες- υποχωρήσει περισσότερο από 40% σε σχέση με τα επίπεδα της πριν την έναρξη της θεραπείας.

Αρκετοί παράγοντες μπορούν να εξηγούν γιατί δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι εξίσου καλά στις στατίνες: οι διαφορές στο γενετικό υπόβαθρο και η μη αυστηρή τήρηση της θεραπείας είναι δύο βασικές αιτίες.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Εγκεφαλικό: Η χαμηλή χοληστερίνη αυξάνει τον κίνδυνο στις γυναίκες