Πένυ Ρέτσα: Πεποιθήσεις ή δεδομένα;

29-01-2021

Τα πραγματικά δεδομένα οφείλουν να πάρουν τη θέση τους από τις πεποιθήσεις, όταν λαμβάνονται αποφάσεις σε θέματα των πολιτικών φαρμάκου. Αυτό συμπεραίνει και τεκμηριώνει η κα Πένυ Ρέτσα, Market Access & External Relations Director της AbbVie.

Εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, Πολιτεία, ενώσεις ασθενών, φαρμακευτικές επιχειρήσεις και οικονομολόγοι υγείας βρίσκονται αντιμέτωποι με παρατεταμένη αστάθεια κρίσιμων δεικτών. Δεικτών γύρω από την πολιτική φαρμάκου που συνδέονται: Με την ανησυχητικά περιορισμένη πρόσβαση των ασθενών στη φαρμακευτική καινοτομία. Την πορεία των ιδιωτικών πληρωμών. Την υπερφορολόγηση της φαρμακευτικής βιομηχανίας μέσω του ανεξέλεγκτου clawback.

Από την εξίσωση αυτή, μοναδικός «φαινομενικά» κερδισμένος είναι προς το παρόν η δημοσιονομική ισορροπία. Είναι όμως ένα «κατ’ ευφημισμό κέρδος». Κι αυτό γιατί παραμένει χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, αφού το όφελος δεν μεταφέρεται ούτε στον πολίτη, ούτε στο ΑΕΠ. Οι Έλληνες ασθενείς τα τελευταία χρόνια έχουν πρόσβαση στην καινοτομία κυρίως μέσω μιας  χρονοβόρας  κατ’ εξαίρεση διαδικασίας για πολύ περιορισμένο αριθμό παθήσεων. Την ίδια στιγμή δαπανούν όλο και περισσότερα χρήματα για τη φαρμακευτική τους περίθαλψη. Όχι μέσω της φορολογίας ή των ασφαλιστικών τους εισφορών,  αλλά μέσω ιδιωτικών πληρωμών για φάρμακα.

Παράλληλα, οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις πασχίζουν να εξασφαλίσουν αυτόνομη παρουσία στην Ελληνική αγορά περιορίζοντας τα επενδυτικά τους σχέδια στο ελάχιστο. Η απουσία προβλεψιμότητας και προγραμματισμού δεν τους επιτρέπει να γνωρίζουν πόσα χρήματα θα κληθούν να επιστρέψουν στα κρατικά ταμεία στο τέλος της χρονιάς. Σε αυτό το πλαίσιο η χώρα μας δυσκολεύεται να λάβει ένα ικανοποιητικό ποσοστό από την επενδυτική δεξαμενή των περίπου €36 δις. Πρόκειται για το ποσό που διατίθεται από τη φαρμακοβιομηχανία για δράσεις Έρευνας & Ανάπτυξης σε ετήσια βάση στην Ευρώπη. Παράλληλα χάνεται πολύτιμο έδαφος στην κρίσιμη κούρσα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και την προσπάθεια αναστροφής του brain drain.

Προτεραιότητα η Δημόσια υγεία για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Γιατί, λοιπόν, συντηρείται ένα ανορθολογικό σύστημα φαρμακευτικής πολιτικής που παράγει περισσότερα προβλήματα από αυτά που επιλύει; Η χαμηλή προτεραιοποίηση των ζητημάτων υγείας είναι μια εξήγηση που μπορούσε να δικαιολογηθεί μέχρι ένα σημείο στην προ-κορονοϊού εποχή. Πλέον, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει και τα δεδομένα επανακαθορίζονται. Εν μέσω πανδημίας, όλοι αντιλήφθηκαν ότι η παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών δημόσιας υγείας δεν είναι απλώς, συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας. Είναι η βασικότερη ίσως προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Υπό αυτό το πρίσμα, το βασικό «εμπόδιο» που μένει να ξεπεράσουμε σχετίζεται με τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα ζητήματα. Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας πρέπει να εργαστούμε από κοινού στην εξεύρεση λύσεων. Η συνεργασία μέχρι σήμερα βασίζεται μεν σε καλές προθέσεις οι οποίες όμως δεν μεταφράζονται σε πράξεις και αποτελέσματα.

Δυστυχώς, για ακόμα μια χρονιά, παρά τα αναμφισβήτητα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί – όπως το επενδυτικό clawback, ο ξεχωριστός προϋπολογισμός για τις δαπάνες πρόληψης και η εξάλειψη του τέλους εισόδου (entry fee) – τα στοιχεία δείχνουν ότι θα δυσκολευτούμε πολύ να συγκρατήσουμε στα περσινά επίπεδα την υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης, πόσο μάλλον να την μειώσουμε δραματικά. Ακόμη πιο ανησυχητικό  είναι πως δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αιτίες αυτής της αποτυχίας. Παρά την πρόοδο που συντελείται στο σκέλος του ψηφιακού εκσυγχρονισμού του δημόσιου τομέα, κρίσιμα δεδομένα για την πορεία της φαρμακευτικής δαπάνης – δεδομένα που δεν σχετίζονται με καμία ρήτρα εμπιστευτικότητας, εμπορικών ή άλλων απορρήτων – δεν γνωστοποιούνται στα αρμόδια συλλογικά όργανα της φαρμακευτικής βιομηχανίας ώστε να τεκμηριώνονται επαρκώς οι αιτίες αύξησης της δαπάνης και κατ’ επέκταση να λαμβάνονται στοχευμένα μέτρα.

Το αποτέλεσμα είναι να οδηγούμαστε είτε σε αποφάσεις που ενίοτε αντιλαμβάνεται μόνο ο νομοθέτης: Για παράδειγμα η απόφαση για αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού του clawback. Είτε σε πολιτικές που βασίζονται κυρίως σε πεποιθήσεις παρά σε πραγματικά στοιχεία. Πεποιθήσεις όπως η περίφημη υπερσυνταγογράφηση στην Ελλάδα, η οποία, μέσα από πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, είδαμε ότι αποτελεί ένα ακόμα νεοελληνικό μύθο. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η κατανάλωση φαρμάκων στη χώρα μας είναι χαμηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών – μελών του ΟΟΣΑ. Εξαίρεση τα αντιβιοτικά και τα φάρμακα για αιματολογικές παθήσεις.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν μέσα από μια έκτακτη ενίσχυση της δαπάνης – όπως άλλωστε συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια – δούμε το clawback να συγκρατείται στα επίπεδα του περασμένου έτους ή ακόμα και να μειώνεται οριακά, στην πραγματικότητα θα έχουμε «κουκουλώσει» προσωρινά το πρόβλημα μεταθέτοντας την επίλυσή του στο μέλλον. Ένα μέλλον που θα παραμένει αβέβαιο αν δεν ξεκινήσει ένας οργανωμένος διάλογος μεταξύ Πολιτείας και φαρμακευτικών επιχειρήσεων με βάση πραγματικά δεδομένα. Δεδομένα που μέσα από εφαρμογές όπως η ηλεκτρονική συνταγογράφηση έχουμε πλέον στη διάθεσή μας. Δυστυχώς όμως δεν τα αξιοποιούμε επαρκώς στην χάραξη πολιτικών με βάση τεκμηριωμένα στοιχεία.

Προς ένα σύμφωνο συνεργασίας Πολιτείας και Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων.

Η πολυαναμενόμενη υπογραφή ενός 3ετούς συμφώνου συνεργασίας μεταξύ Πολιτείας και Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη αφορμή για μια νέου είδους συνεργασία. Μια ουσιαστική συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα που θα βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Μια συνεργασία που θα στοχεύει στην κατάρτιση ρεαλιστικών προϋπολογισμών φαρμακευτικής δαπάνης με βάση τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Μια συνεργασία που θα στοχεύει στην άμεση πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία. Μια συνεργασία που θα έχει στο επίκεντρο την προτεραιοποίηση αμοιβαία επωφελών λύσεων στη βάση διεθνών δοκιμασμένων και αποτελεσματικών πρακτικών.

Τα πραγματικά δεδομένα οφείλουν να πάρουν τη θέση των πεποιθήσεων.  Έτσι θα απεικονίζεται η πραγματική εικόνα, εξασφαλίζοντας διαφάνεια, προβλεψιμότητα και αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων. Αυτός είναι ο μονόδρομος που θα οδηγήσει τη φαρμακευτική αγορά ξανά σε επενδυτική τροχιά συμβάλλοντας καθοριστικά στην κούρσα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στη μετα-κορονοϊό, εποχή.

Πένυ Ρέτσα, Market Access & External Relations Director, AbbVie