Agata Jakoncic: Ώρα για “βιώσιμη και αποτελεσματική φαρμακευτική φροντίδα στην Ελλάδα”

26-04-2021

Η Agata Jakoncic, Πρόεδρος ΔΣ PIF και Διευθύνουσα Σύμβουλος MSD για Ελλάδα, Κύπρο & Μάλτα, απαντά στις ερωτήσεις του Healthview, σχετικά με τον “οδηγό βιώσιμης και φαρμακευτικής φροντίδας στην Ελλάδα” εξειδικεύοντας τις μεταρρυθμίσεις που αφορούν στη φαρμακευτική δαπάνη τα θεραπευτικά πρωτοκόλλα και την πολιτικής αποζημίωσης των φαρμάκων. Η κα Jakoncic υπογραμμίζει τον κίνδυνο μείζονος δημοσιονομικού προβλήματος, εάν δε μπει φρένο στη μετάθεση της κοινωνικής πολιτικής απο το κράτος αποκλειστικά στη Φαρμακοβιομηχανία, δίνοντας έμφαση στον όρο συνυπευθυνότητα μεταξύ πολιτείας και εταιρειών. Τέλος προτείνει έναν εξορθολογισμό των αυτόματων επιστροφών, προκειμένου να διασφαλισθούν για τους Έλληνες ασθενείς, οι καλές και καινοτόμες θεραπείες και υποστηρίζει, ότι με εργαλείο τη ψηφιοποίηση στον κλάδο της Υγείας και την προσέλκυση ερευνών και κλινικών μελετών, θα είναι εφικτή μια win win win συνθήκη, προς όφελος των ασθενών, του ΕΣΥ και της επιστημονικής κοινότητας.

Τον Οκτώβριο παρουσιάσατε ως PIF, έναν «οδηγό για βιώσιμη και αποτελεσματική φαρμακευτική φροντίδα στην Ελλάδα» προτείνοντας σειρά από μεταρρυθμίσεις και την υπογραφή μνημονίου μεταξύ της Κυβέρνησης και της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Πως το υποδέχτηκε η κυβέρνηση; Έχει προχωρήσει κάτι;

Σε συνέχεια της παρουσίασης και της συνέντευξης τύπου που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2020, το PIF έχει ξεκινήσει την επικοινωνία με όλους τους φορείς που εμπλέκονται στην υλοποίηση των προτάσεων που περιλαμβάνονται στον Οδικό Χάρτη. Στους φορείς αυτούς περιλαμβάνονται τα αρμόδια Υπουργεία (ο Οδικός χάρτης έχει παρουσιαστεί στον Αναπληρωτή Υπουργό Υγείας στα τέλη Οκτωβρίου) ο ΕΟΦ , ο ΕΟΠΥΥ, ενώσεις ασθενών και η επιστημονική κοινότητα. Συνεχίζουμε το διάλογο που έχει ήδη ξεκινήσει και προσβλέπουμε σε συναντήσεις με τα αρμόδια Υπουργεία τις επόμενες εβδομάδες. Η πρόθεση του PIF είναι η συμφωνία για την αποδοχή ενός Συμφώνου Συνεργασίας μέχρι το Σεπτέμβριο του 2021. Υπό την έννοια αυτή μπορούμε να πούμε ότι έχει ήδη πραγματοποιηθεί αρκετή πρόοδος, η οποία πρέπει τώρα να συνεχιστεί με την υλοποίηση και την περαιτέρω εξειδίκευση των προτάσεων μας.

Ποιους μηχανισμούς έχετε εισηγηθεί προκειμένου να γίνει εξορθολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνηςκαι να μην υπάρχουν οι τεράστιες υπερβάσεις;

O προϋπολογισμός για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη παραμένει εδώ και αρκετά χρόνια σταθερός σε αντίθεση με τη συνολική φαρμακευτική δαπάνη που βαίνει συνεχώς αυξανόμενη. Οι μεταρρυθμίσεις που εισηγούμαστε στηρίζονται σε δύο πυλώνες: τη μείωση της συνολικής δαπάνης και τη σταδιακή αύξηση του προϋπολογισμού της δημόσιας δαπάνης, προκειμένου να επέλθει μια ευκταία εξισορρόπηση που θα αντικατοπτρίζει τις πραγματικές ανάγκες των ασθενών στην Ελλάδα.

Όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης δύναται να επέλθει μέσα από δέσμες μέτρων που αφορούν τόσο τον όγκο όσο και την αξία των θεραπειών. Για παράδειγμα, η καθολική εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων (στην εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή αγορά) και φίλτρων, μαζί με τον έλεγχο της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης θα μπορούσε να διασφαλίσει την ορθολογικοποίηση της συνταγογράφησης φαρμάκων. Αντίστοιχα, η κατάργηση των κανόνων προστασίας και κατώτατων ορίων τιμών αποζημίωσης σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων είναι δύο μέτρα που θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στην συνολική αξία της φαρμακευτικής δαπάνης. Για την δημιουργία ενός αποδοτικού συστήματος που έχει τη δυνατότητα να ελέγχεται και να προσαρμόζεται η δημοσιοποίηση των δεδομένων είναι άκρως απαραίτητη. Η ορθή λήψη αποφάσεων δεν είναι δυνατή χωρίς την ύπαρξη αξιόπιστων δεδομένων

Παράλληλα, προτείνουμε την προσαρμογή των δημόσιων φαρμακευτικών προϋπολογισμών, οι οποίοι είχαν μειωθεί οριζόντια και παραμένουν σταθεροί έκτοτε για πάνω από μία πενταετία, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τις σημερινές ανάγκες των ασθενών στην Ελλάδα. Η σταδιακή αύξηση των προϋπολογισμών – ιδιαίτερα στο κομμάτι της νοσοκομειακής φροντίδας όπου η συνεισφορά της φαρμακευτικής βιομηχανίας ισοδυναμεί με αυτή του κράτους – θα πρέπει να εφαρμοστεί με συνυπευθυνότητα, διασφαλίζοντας παράλληλα την εφαρμογή των προαναφερθέντων μεταρρυθμίσεων αλλά και την κάλυψη δαπανών που εντάσσονται στα πλαίσια κοινωνικής πολιτικής, όπως π.χ η κάλυψη των ανασφάλιστων πολιτών. 

Τελειώνοντας να επισημάνω ότι η συνυπευθυνότητα όλων των εμπλεκομένων μερών του συστήματος υγείας (Ιατρική κοινότητα, πληρωτές, φαρμακευτική βιομηχανία και χονδρέμποροι) είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση και στην ορθή παρακολούθηση ενός συμφωνημένου προϋπολογισμού. Αυτή τη στιγμή όλο το βάρος πέφτει αποκλειστική στη φαρμακοβιομηχανία.

Όπως είχατε πει, θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν ως και 400 εκατομμύρια ευρώ από τον προϋπολογισμό σε βάθος τριετίας. Από που θα προκύψουν αυτά τα ποσά;

Η αποτίμηση της εξοικονόμησης αυτής προκύπτει ως απόρροια των μεταρρυθμίσεων στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί και την εκτίμηση του αντίκτυπου που δύνανται αυτές να έχουν. Για παράδειγμα, η κατάργηση των κατώτατων ορίων τιμών και της αποζημίωσης των γενοσήμων σε λιανικές τιμές εκτιμάται ότι θα οδηγούσε σε μία ετήσια μείωση δαπάνης κατά 100 εκ.€ Αντίστοιχο ποσό θα μπορούσε να εξοικονομηθεί μέσα από την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων, ενώ η καθολική εφαρμογή συνταγογραφικών θεραπευτικών πρωτοκόλλων θα συμβάλει στη μείωση της δαπάνης κατά 150 εκ € σε βάθος τριετίας. Η διαπραγμάτευση μεγάλων θεραπευτικών κατηγοριών θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπρόσθετη εξοικονόμηση 100-150 Μ ευρώ.

Για ποιο λόγο θα υιοθετούσε η πολιτεία την έννοια της συνυπευθυνότητας, όταν μέχρι σήμερα φαίνεται ότι παρά τις διαμαρτυρίες για την τεράστια υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, το σύστημα «λειτουργεί»;

Το γεγονός ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες υποκαθιστούν την κρατική αποζημίωση σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το σύστημα «λειτουργεί». Ήδη, η αύξηση του μεγέθους της αγοράς με σταθερό προϋπολογισμό, έχει οδηγήσει πολλά προϊόντα να αντιμετωπίζουν clawback και rebates σε ποσοστά που απειλούν την ύπαρξή τους. Επιπρόσθετα σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη WAITT η Ελλάδα είναι ουραγός στην είσοδο νέων προϊόντων στην αγορά. Αυτό έχει ως συνέπεια είτε τη μείωση του προσωπικού στις εταιρίες, είτε την αποτροπή εισαγωγής νέων προϊόντων ή τη διακοπή προϊόντων σε κυκλοφορία, είτε όλα τα παραπάνω. Τέλος, η φαρμακευτική βιομηχανία αναγκάζεται να επωμιστεί τεράστιες επιβαρύνσεις λόγω των διάφορων επιστροφών γεγονός που είναι πιθανό να δημιουργήσει μείζον δημοσιονομικό πρόβλημα.

Είναι προφανές ότι αυτές οι δυσθεώρητες υπερβάσεις αντικατοπτρίζουν τα δομικά προβλήματα του συστήματος και υποδηλώνουν ότι το clawback, προκάλεσε εφησυχασμό στις εκάστοτε κυβερνήσεις και δεν συνέβαλλε καθόλου στην πραγματοποίηση ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων που θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα στη ρίζα του.

Πλέον, το Κράτος και ο Φαρμακευτικός Κλάδος αναγνωρίζουν από κοινού ότι απαιτείται ένα βιώσιμο σύστημα υγείας και φαρμακευτικής πολιτικής για τη δημοσιονομική σταθερότητα και την επιχειρηματική βιωσιμότητα. Το PIF έχει καταθέσει συγκεκριμένες και εμπεριστατωμένες προτάσεις με στόχο τον εξορθολογισμό των φαρμακευτικών δαπανών και των σχετικών πληρωμών clawback μέχρι το 2023, υπό την αρχή της αμοιβαίας ευθύνης, με αναλυτικές δράσεις, χρονοδιαγράμματα, αλλά και δεσμεύσεις και για τα δύο μέρη. Στα πλαίσια της κοινής αυτής προσπάθειας, και δεδομένου του ύψους του clawback αλλά και της βιωσιμότητας του κλάδου, πρέπει να υπάρχει συνυπευθυνότητα και στην περίπτωση της υπέρβασης: Όσο μεγαλώνει η υπέρβαση τόσο οφείλει να μεγαλώνει και η συνεισφορά της Πολιτείας στην κάλυψη της δαπάνης.

Σε πιο βαθμό, το πρόβλημα του clawback είναι το ανεξέλεγκτο ύψος του και σε ποιο ο τρόπος κατανομής του; Πως θα θέλατε να άλλαζε;

Ο μηχανισμός των αυτόματων επιστροφών αποτελεί μια μόνιμη απειλή για τη βιωσιμότητα του φαρμακευτικού κλάδου, ανατροφοδοτεί την ανεπάρκεια των προϋπολογισμών και αναβάλλει επ’ αόριστον τις απαραίτητες δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για τη δημιουργία ενός πραγματικά βιώσιμου Δημόσιου Συστήματος Υγείας. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια ο φαρμακευτικός κλάδος καλείται να καλύψει την απόκλιση ( ή το χάσμα) που δημιουργείται από τον ανεπαρκή προϋπολογισμό για τη δημόσια δαπάνη. Μαζί με τη συμμετοχή των ασθενών, ο φαρμακευτικός κλάδος καλύπτει «την τρύπα» που ανοίγει η μειωμένη δημόσια δαπάνη.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη (εξαιρουμένης της συμμετοχής των ασθενών) εμφανίζεται από το 2009 έως το 2019 μειωμένη κατά 61,9%, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε κατά 264% (!) η αντίστοιχη συμμετοχή της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Το 2019, το clawback του ΕΟΠΥΥ έφτασε τα 800 εκατ. € και τα 430 εκατ. στα νοσοκομεία. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι η επιβάρυνση των εταιρειών του κλάδου αντιστοιχεί σχεδόν στο 45% του κύκλου εργασιών τους, τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος των ευρωπαϊκών χωρών που επιβάλλουν αντίστοιχα μέτρα κυμαίνεται στο 15%. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στα νοσοκομειακά φάρμακα 1Α του N.3816, ο κλάδος φτάνει να καλύπτει ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό της φαρμακευτικής δαπάνης, γεγονός μη βιώσιμο.

Αντίστοιχη εικόνα ισχύει δυστυχώς και για το 2020, καθώς μόνο το clawback φαίνεται να υπερβαίνει το ποσό του 1,2 δις ευρώ , προκαλώντας στις φαρμακευτικές εταιρείες οικονομική ασφυξία.

Εξίσου προβληματική είναι και η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση που αφορά  τα εξωνοσοκομειακά φάρμακα και σχετίζεται με την ανακατανομή του clawback. Πιο συγκεκριμένα η ανακατανομή του clawback αλλάζει από 90/10 σε 80/20 σε συνδυασμό με την εξαίρεση από το σκέλος της ανάπτυξης (20%) των γενοσήμων και των φαρμάκων που έχει λήξει η πατέντα τους. Η ανακατανομή αυτή σίγουρα δεν στηρίζει την καινοτομία και προκαλεί δυσανάλογη επιβάρυνση των εταιριών που αναπτύσσονται προσφέροντας καινοτόμα φάρμακα στον ασθενή που κατοικεί στην Ελλάδα. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν να επικαλούμαστε ότι είμαστε υπέρ της φαρμακευτικής καινοτομίας και να τιμωρούμε τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, οι οποίες φέρνουν νέα προϊόντα στη χώρα μας; Για εμάς είναι ξεκάθαρο ότι η ρύθμιση αυτή δημιουργεί αδικαιολόγητες στρεβλώσεις στην αγορά και πρέπει να αναθεωρηθεί άμεσα.

Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι τη λανθασμένη χρήση του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών έχει επισημάνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις πέντε τελευταίες εκθέσεις ενισχυμένης εποπτείας που έχει δημοσιεύσει για την Ελλάδα (“Surveillance Reports”), ενώ η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη τονίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι ο μηχανισμός υποχρεωτικών επιστροφών χρησιμοποιείται με λάθος τρόπο, δημιουργεί «ηθικό κίνδυνο»  (moral hazard)  και δεν είναι βιώσιμος.

Γιατί στην Ελλάδα δεν λειτουργεί με αποδεκτό τρόπο ο μηχανισμός clawback, όπως σε άλλες χώρες;

Ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο μηχανισμός των αυτόματων επιστροφών στη χώρα μας, δεν είναι ίδιος με καμία άλλη χώρα στου κόσμου.

Στις περισσότερες χώρες ο μηχανισμός επιστροφών είναι ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τον εξορθολογισμό της δαπάνης, αφορά συνήθως σε συμφωνίες τιμής όγκου νέων προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά, βασίζεται σε ρεαλιστικούς και όχι ελλειμματικούς προϋπολογισμούς που διαμορφώνονται μετά από συνεννόηση και ανταλλαγή απόψεων, αφορά την επιστροφή μέρους της δαπάνης καθώς η ασφάλιση υγείας αναλαμβάνει συνυπευθυνότητα στην υπέρβαση της δαπάνης και έχει όριο ύψους επιστροφών που είναι δυνατόν η βιομηχανία να επιστρέψει στην πολιτεία.

Οι εγγενείς αδυναμίες του συστήματος που εφαρμόζεται στη χώρα μας είναι οι εξής:

  • Το σύστημα προβλέπει μη ρεαλιστικούς προϋπολογισμούς.
  • Η απουσία συνυπευθυνότητας της πολιτείας λειτουργεί σαν αντικίνητρο όπως επισημάνθηκε και στις εκθέσεις εποπτείας για την εφαρμογή δομικών μέτρων τα οποία ήδη θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί από καιρό.
  • Ζητείται από τις εταιρίες να επιστρέψουν την υπέρβαση της δαπάνης σε λιανικές τιμές, οι οποίες είναι μεγαλύτερες από τις τιμές στις οποίες πωλούν τα φάρμακα τους. Οι εταιρείες καλούνται να καλύψουν και τη δαπάνη του ΕΟΠΥΥ για το κέρδος των χονδρεμπόρων και φαρμακοποιών κλπ. Σαν συνέπεια όλοι οι άλλοι παράγοντες του συστήματος έχουν το κίνητρο για αύξηση συνταγογράφησης χωρίς καμιά συνέπεια καθώς οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν υποχρεωθεί να καταβάλλουν και τις υπερβάσεις που προκαλούν οι άλλοι παράγοντες του συστήματος.
  • Ο μηχανισμός υπολογισμών των σταθερών επιστροφών (rebates) και των αυτόματων επιστροφών (clawback) είναι εξαιρετικά μη-αποδοτικός και αντιπαραγωγικός καθώς επιβαρύνει τα νέα καινοτόμα φάρμακα που έρχονται να καλύψουν ανικανοποίητες θεραπευτικές ανάγκες ενώ επιβραβεύει την κατανάλωση παλαιών φαρμάκων σε τιμές πολύ υψηλότερες από αυτές που πρέπει να έχουν.
  • Ο μηχανισμός επιστροφών έτσι όπως λειτουργεί σήμερα απορροφά πραγματικούς οικονομικούς πόρους από την πραγματική οικονομική ζωή, στερεί επενδύσεις και ενθαρρύνει την χαμηλή αποδοτικότητα και παραγωγικότητα στη χρήση των υγειονομικών πόρων. Επιπλέον επιβαρύνει υπέρμετρα τους ασθενείς που είδαν το ύψος της συμμετοχής να εκτοξεύεται ιδιαίτερα τα χρόνια εφαρμογής του μνημονίου.

Πόσο καθυστερούν να έρθουν στην Ελλάδα τα καινοτόμα φάρμακα (μέση καθυστέρηση – πρόσβαση) και πως συγκρίνεται με τις χώρες της Ευρώπης.

Η καθυστέρηση στην πρόσβαση νέων θεραπειών είναι σημαντική. Από τον Μαϊο του 2018 που δημοσιεύθηκε ο τελευταίος θετικός κατάλογος με το προηγούμενο καθεστώς αποζημίωσης νέων φαρμάκων ο επόμενος θετικός Κατάλογος Αποζημιούμενων φαρμάκων που εκδόθηκε ήταν τον Φεβρουάριο του 2021. Αντιλαμβάνεστε, ότι ένα διάστημα περίπου 3 ετών είναι σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό δείκτη. Οφείλουμε να σημειώσουμε, πάντως, ότι συντελούνται βήματα προόδου για την εξομάλυνση της κατάστασης. Στο πλαίσιο αυτό, και ως PIF, έχουμε καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις και συμμετέχουμε ενεργά στον δημόσιο διάλογο με μοναδικό στόχο την αμεσότερη, συστηματική, πρόσβαση των ασθενών στην καινοτομία.

Τι απαντάτε σε αυτούς που λένε πως εφόσον φτάνετε να καλύψετε έως και 60% της φαρμακευτικής δαπάνης (περίπτωση για νοσοκομειακά φάρμακα 1Α), αυτό σημαίνει ότι είχατε – έχετε τεράστια κέρδη που μπορείτε να καλύψετε;

Η ερώτηση αυτή παραγνωρίζει και αποσιωπά την εξαιρετικά σημαντική συνεισφορά της φαρμακοβιομηχανίας, στην προστασία της υγείας των πολιτών, ιδιαίτερα την περίοδο των μνημονίων. Η φαρμακευτική βιομηχανία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και προσπάθησε να διασφαλίσει με κάθε τρόπο την κυκλοφορίας των ήδη διαθέσιμων και αποζημιούμενων φαρμάκων και να καταστήσει εφικτή τη κυκλοφορία νέων καινοτόμων θεραπειών προς όφελος των ασθενών της χώρας μας. Η ερώτησή αυτή μάλλον καθιστά την υπεύθυνη θέση της βιομηχανίας ως πρόβλημα ενώ επιβραβεύει την πολιτεία, που στην πράξη εκχωρεί την ευθύνη της φαρμακευτικής περίθαλψης των Ελλήνων πολιτών στη φαρμακευτική βιομηχανία. Αντί να κατηγορείται η βιομηχανία για δήθεν υπερβολικά κέρδη ας αναλογιστούμε την ευθύνη της πολιτείας και το κατά πόσον είναι τελικά διασφαλίζει την φαρμακευτική περίθαλψη των πολιτών.

Η μη απόσυρση φαρμάκων έχει αποκρύψει το θέμα των σιωπηλών ελλείψεων και των καινοτόμων  θεραπειών που δεν εισήλθαν ποτέ στο ελληνικό σύστημα υγείας. Θεραπείες τις οποίες στερήθηκαν οι ασθενείς και που η πολιτεία δεν έχει χρησιμοποιήσει σαν όπλο για να επιτύχει καλύτερες τιμές διαπραγμάτευσης. Επίσης η αποτελεσματικότητα των νέων θεραπειών θα είχε θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, την οικονομική δραστηριότητα και γενικότερα όλα τα έμμεσα οφέλη από την πλευρά της κοινωνίας. Σας διαβεβαιώ ότι ο αριθμός των θεραπειών αυτών δεν είναι καθόλου μικρός.

Κάτι άλλο που δυστυχώς παραγνωρίζεται είναι ό όγκος των επενδύσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν ή δεν θα πραγματοποιηθούν λόγω της κατάστασης αυτής. Η χώρα χάνει καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, επενδύσεις που θα είχαν θετική επίδραση στο ΑΕΠ, οικονομική δραστηριότητα που η κοινωνία μας έχει σίγουρα ανάγκη. Η φαρμακευτική βιομηχανία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό πυλώνα ανάπτυξης με την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων.

Τέλος η διάθεση των προϊόντων δεν σημαίνει ότι συμβιβαζόμαστε με την κατάσταση αυτή.  Το ότι προσπαθούμε να βρούμε λύσεις μέσα από το διάλογο και με σεβασμό στις ανάγκες των ασθενών θα έπρεπε να επικροτείται.

Αν είχατε την ευκαιρία, ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα συμβουλεύατε τον Υπουργό υγείας να κάνει, και γιατί;

Καταρχήν θα ήθελα με την ευκαιρία της ερώτησής σας, να συγχαρώ τον Υπουργό Υγείας, καθώς και το επιτελείο του, για την πολύ καλή δουλειά που έχουν κάνει ένα χρόνο τώρα στην αντιμετώπιση της πανδημίας.

Με αφορμή την τρέχουσα κατάσταση που βιώνουμε λόγω πανδημίας, ήρθαν στην επιφάνεια δύο έντονα χαρακτηριστικά του Συστήματος Υγείας: Η διαχρονική έλλειψη σχεδίου και πλάνου γύρω από σημαντικές δομικές εφαρμογές & αλλαγές και το υψηλό επιστημονικό υπόβαθρο και η προσαρμοστικότητα της ιατρικής κοινότητας . Ο συνδυασμός των δύο δείχνει το δρόμο για το μέλλον. Η υιοθέτηση ενός μεσομακροπρόθεσμου πλάνου και σχεδίου, το οποίο θα αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα μας: την επιστημονική μας κοινότητα και την δυνατότητα για άμεση εφαρμογή καινοτομίας και ψηφιοποίησης. Ειδικότερα για τον φαρμακευτικό κλάδο, δύο σημεία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία και προτεραιότητα:  η υιοθέτηση ενός Οδικού Χάρτη που θα συμβάλλει στην προσέλκυση έρευνας μέσω κλινικών μελετών και επενδύσεων στη χώρα, αλλά και στη ψηφιοποίηση του κλάδου της Υγείας, με στόχο την δημιουργία, οργάνωση και σωστή χρήση των σχετικών δεδομένων. Μία win win win συνθήκη, για τους ασθενείς στη χώρα μας, το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθώς και την Επιστημονική κοινότητα.