Αναγκαία η διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος

13-12-2019

Την ανάγκη διαμόρφωσης εθνικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα υπογράμμισε ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, σε παρέμβασή του στο συνέδριο του Economist που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την Hope Genesis, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου.

Όπως είπε, «δεν μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, χωρίς εθνική στρατηγική. Και εθνική στρατηγική σημαίνει, όχι ορίζοντα τεσσάρων χρόνων, ούτε ορίζοντα οκτώ χρόνων. Πρέπει οι Έλληνες να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πολλοί λίγοι και δεν επιτρέπεται να γίνουμε λιγότεροι. Πρέπει να αναστρέψουμε αυτή την πορεία, πρέπει να έχουμε πλήρη συνείδηση του προβλήματος και πρέπει να διαμορφώσουμε μια εθνική στρατηγική σε βάθος χρόνου».

Σύμφωνα με τον ίδιο, το δημογραφικό πρόβλημα δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική κατάσταση της μέσης ελληνικής οικογένειας, αλλά οι αιτίες που μπορεί ένα ζευγάρι να μην θέλει να κάνει παιδιά έχουν ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο που αφορά την κουλτούρα, τον τρόπο ζωής, την σχέση με την θρησκεία, με πολλές αξιακές παραμέτρους.

Για βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας, του συστήματος κοινωνικής προστασίας και, προφανώς, της κοινωνικής συνοχής χαρακτήρισε το δημογραφικό ζήτημα ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης, μιλώντας στο συνέδριο του Economist.

Ο κ. Βρούτσης τόνισε ότι “η εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών δεν συνιστά ένα τυπικό επιστημονικό ζήτημα πληθυσμιακής ανανέωσης, που απασχολεί μόνο τους ειδικευμένους επιστήμονες του χώρου”. Όπως είπε, αποτελεί ένα σημαντικό, ίσως τον κρισιμότερο, προσδιοριστικό παράγοντα στη διαδικασία σχεδιασμού των πολιτικών για την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική προστασία.

Τις τελευταίες δεκαετίες, σχεδόν όλες οι αναπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, το ίδιο πρόβλημα, τόνισε ο υπουργός αναφερόμενος στη γήρανση του πληθυσμού, δηλαδή την αύξηση του μεριδίου των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. «Πρόκειται για ένα συνδυαστικό φαινόμενο που οφείλεται τόσο στη μείωση της θνησιμότητας, απόρροια της βελτίωσης των όρων διαβίωσης στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όσο και στη μείωση του δείκτη γονιμότητας. Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, ο λόγος της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών προς την ηλικιακή ομάδα 20-64 ετών έχει αυξηθεί τα τελευταία 40 χρόνια από το 20% στο 31%, ενώ το 2060 θα έχει σχεδόν διπλασιαστεί στο 58%» υπογράμμισε ο κ. Βρούτσης, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με δημογραφικό προφίλ με δυσμενή πρόγνωση, καθώς, μέχρι το 2060, ο προβλεπόμενος πληθυσμός σε ηλικία 20-64 ετών θα έχει συρρικνωθεί στην Ελλάδα κατά 35%.

«Εξάλλου, είναι γνωστό ότι από την ουσιαστική στασιμότητα στη φυσική κίνηση του πληθυσμού, δηλαδή διαφορά γεννήσεων-θανάτων, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, έχουμε περάσει από την αρχή της τρέχουσας δεκαετίας σε αρνητικό πρόσημο. Από το 2011, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Έμφαση στην υλοποίηση πολιτικών που στηρίζουν τον θεσμό της οικογένειας για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος έδωσε ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος, editorial director της διαΝΕΟσις. Όπως είπε, οι χώρες οι οποίες καταγράφουν υψηλό δείκτη γονιμότητας, όπως η Γαλλία και οι σκανδιναβικές χώρες, δεν δίνουν τόσο κίνητρα για την τεκνοποίηση, αλλά σχεδιάζουν επιτυχημένες πολιτικές που στηρίζουν τον θεσμό της οικογένειας και, κυρίως, το δικαίωμα των γυναικών να συμμετέχουν ισότιμα στην αγορά εργασίας, πολιτικές οι οποίες στηρίζουν τις καριέρες των γυναικών, που προβλέπουν μεγάλες γονικές άδειες και για τους δύο γονείς και δημιουργούν δομές προσχολικής αγωγής για τα παιδιά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Γεωργακόπουλος, ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός της Ελλάδας είναι περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ, μέχρι τα μέσα του αιώνα, προβλέπεται ότι θα μειωθεί κάτω από τα πέντε εκατομμύρια. Στην Ελλάδα, όπως τόνισε, γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά το χρόνο, επισημαίνοντας ότι μόνο στην Κρήτη και τα νησιά του Νότιου Αιγαίου οι γεννήσεις είναι περισσότερες από τους θανάτους.