Απαγόρευση Καπνίσματος

26-12-2016

Ο νόμος για την απαγόρευση καπνίσματος αναφέρεται μεταξύ άλλων και στους φορείς προστασίας και ελέγχου. ορίζοντας τη σύσταση Ειδικής Υπηρεσίας, ενώ η απαγόρευση καπνίσματος στις δημόσιες υπηρεσίες επιβάλει πλέον τη δημιουργία ειδικών χώρων – καπνιστηρίων.

Την ίδια στιγμή, στην Ευρώπη, όπου ο αντικαπνιστικός αγώνας κορυφώνεται, η απαγόρευση καπνίσματος εφαρμόζεται με μικρές παραλλαγές, που κρατούν ωστόσο σε ισχύ τις βασικές κοινοτικές οδηγίες οι οποίες έχουν θεσπιστεί από τα μέσα στης δεκαετίας του ’80. Η υπουργική απόφαση για τα αντικαπνιστικά μέτρα, που συνοδεύει την εφαρμογή του νόμου, καθορίζει πλήρως τους όρους απαγόρευσης καπνίσματος, τις τεχνικές λεπτομέρειες για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και τις αρμοδιότητες των φορέων που θα εμπλακούν στον έλεγχο της εφαρμογής των μέτρων.

Από την πλευρά τους, οι γιατροί αναλύουν τους κινδύνους για την υγεία και καλούν τους καπνιστές – στα πλαίσια της απαγόρευσης καπνίσματος – να κόψουν το τσιγάρο, επιβεβαιώνοντας ότι με το πέρασμα του χρόνου οι κίνδυνοι μειώνονται. Σύμφωνα με στοιχεία για την οικονομία του τσιγάρου, που έχει συγκεντρώσει το υπεύθυνο για την απαγόρευση καπνίσματος υπουργείο Υγείας, το κάπνισμα κοστίζει δισεκατομμύρια ευρώ στην ελληνική οικονομία, αλλά και στις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, με «πρωταγωνιστές» τους Ανατολικοευρωπαίους, οι οποίοι καπνίζουν περισσότερο. Σε ό,τι αφορά το κάπνισμα στα παιδιά και τους εφήβους, η Ελλάδα πάντως φαίνεται να παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά.

Γεγονός είναι πως τα δεδομένα είναι αισιόδοξα στο κεφάλαιο «Διακοπή καπνίσματος: εξελίξεις και προοπτικές»,. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια αυξημένη συνειδητοποίηση ότι το ‘κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία’. Είναι επόμενο, λοιπόν, η απαγόρευση καπνίσματος, που ισχύει από την 1η Ιουλίου, να επιφέρει αύξηση τόσο στις προσπάθειες όσο και στις μεθόδους διακοπής του καπνίσματος.

Η οικονομία του τσιγάρου και η αντικαπνιστική επένδυση

Δισεκατομμύρια ευρώ κοστίζει το τσιγάρο και το κάπνισμα στην ελληνική οικονομία, σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει το υπουργείο Υγείας.

Η αγορά τσιγάρων κοστίζει στα ελληνικά νοικοκυριά 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, δηλαδή το 3% των συνολικών εξόδων τους. Σύμφωνα, εξάλλου με στοιχεία της εταιρείας Icap, κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα πληρώνει κατά μέσο όρο περίπου 60 ευρώ το μήνα, για τσιγάρα και άλλα προϊόντα καπνού.

Την ίδια στιγμή, οι ετήσιες δαπάνες για την περίθαλψη των καπνιστών άρρωστων καπνιστών φτάνουν τα δύο δις ή 1% του ΑΕΠ, από τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως. Με το κάπνισμα έχουν συσχετιστεί 25 διαφορετικές σοβαρές ασθένειες για την αντιμετώπιση των οποίων απαιτείται υψηλή ιατρική τεχνολογία, μονάδες εντατικής θεραπείας ή αυξημένης φροντίδας και άλλες ακριβές υγειονομικές υπηρεσίες.

Εκτιμάται ότι κάθε Ευρωπαίος πολίτης πληρώνει 280 ευρώ το χρόνο για την αντιμετώπιση των παθήσεων αυτών. Συνολικά, το άμεσο και έμμεσο υγειονομικό κόστος του καπνίσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση κοστίζει 130 δισεκατομμύρια ευρώ.

Οι δαπάνες για τις ασθένειες που προκαλεί το τσιγάρο αυξάνεται αν υπολογιστούν και οι δαπάνες φροντίδας των παθητικών καπνιστών που αρρωσταίνουν από τον καπνό των άλλων καθώς και οι απώλειες στην παραγωγικότητα εξαιτίας της απουσίας των ασθενών από τις δουλειές τους. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το κόστος αυτό έχει υπολογιστεί ότι φτάνει και τα 48 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Ύστερα από όλα αυτά, το υπουργείο Υγείας θεωρεί μια… καλή επένδυση τα αντικαπνιστικά μέτρα και το εθνικό σχέδιο δράσης για το κάπνισμα, ο προϋπολογισμός των οποίων εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 40 εκατομμύρια ευρώ.

Σύμφωνα με το υπουργείο, μόνο με τη μείωση του αριθμού των καπνιστών κατά 15% η χώρα θα εξοικονομήσει ως και 300 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, μόνο από τα έξοδα περίθαλψης των καπνιστών.

 

Ο νόμος για την απαγόρευση του καπνίσματος

Ο νόμος αναλυτικά

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ

(INTRACOM IT SERVICES)

Ν 3730/2008: Προστασία ανηλίκων από τον καπνό & αλκοόλ,απαγόρευση καπνίσματος,θέματα ιατρών κλπ. (468852)

Αρθρο:0

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3730 (ΦΕΚ Α’ 262/23.12.2008) Προστασία ανηλίκων από τον καπνό και τα αλκοολούχα ποτά και άλλες διατάξεις.

Αρθρο: 1

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Αρθρο 1 Προστασία ανηλίκων

1. Η προστασία των ανηλίκων από τη χρήση προϊόντων καπνού και την κατανάλωση αλκοόλ ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ασκείται από την Ειδική Υπηρεσία Προστασίας Ανηλίκων από τον Καπνό και το Αλκοόλ, που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος.

2. Κατά την έννοια του παρόντος νόμου:

  1. προϊόντα καπνού είναι όσα παρασκευάζονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από φύλλα καπνού ως πρώτη ύλη και προορίζονται για χρήση μέσω εισπνοής, μύζησης ή μάσησης,
  2. ανήλικοι είναι όποιοι δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους.

Αρθρο: 2

Ρυθμίσεις για τα προϊόντα καπνού

1. Από τη δημοσίευση του παρόντος απαγορεύεται:

  1. η πώληση προϊόντων καπνού σε ανηλίκους και από ανηλίκους,
  2. η τοποθέτηση προϊόντων καπνού σε προθήκες καταστημάτων, εξαιρουμένων των καταστημάτων αφορολογήτων ειδών, των περιπτέρων και των καταστημάτων που πωλούν αποκλειστικά προϊόντα καπνού,
  3. η κατασκευή, προβολή, εμπορία και πώληση αντικειμένων που έχουν την εξωτερική μορφή προϊόντων καπνού, καθώς και το ηλεκτρονικό τσιγάρο με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,
  4. η διαφήμιση και πώληση προϊόντων καπνού σε χώρους Υπηρεσιών Υγείας και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όλων των βαθμίδων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, καθώς και στα κυλικεία των Ιδρυμάτων και των Υπηρεσιών αυτών,
  5. η πώληση προϊόντων καπνού και το κάπνισμα σε χώρους παροχής υπηρεσιών διαδικτύου και παιχνιδιών τεχνητής νοημοσύνης και
  6. η κατανάλωση προϊόντων καπνού σε κλειστούς χώρους διεξαγωγής αθλοπαιδιών, ομαδικών αθλημάτων και αθλητικών εκδηλώσεων.

2. Απαγορεύεται από τη δημοσίευση του παρόντος, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης:

  • κάθε συνοδευτική ένδειξη σε συσκευασίες προϊόντων καπνού, καθώς και κάθε μορφή διαφημιστικής προβολής ή καταχώρισης, σύμφωνα με τις οποίες η χρήση των προϊόντων καπνού εμφανίζει μειωμένο κίνδυνο για την υγεία και
  • η κυκλοφορία προϊόντων, που διατίθενται για τη διακοπή του καπνίσματος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης ορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση της έγκρισης.

3. Μετά την πάροδο έτους από τη δημοσίευση του παρόντος απαγορεύεται η πώληση προϊόντων καπνού με μηχανήματα αυτόματης πώλησης, καθώς και η πώληση μεμονωμένων σιγαρέτων ή σιγαρέτων σε συσκευασία μικρότερη των είκοσι τεμαχίων.

4. Απαγορεύεται η δωρεάν διανομή προϊόντων καπνού.

5. Στους χώρους πώλησης προϊόντων καπνού αναρτάται σε εμφανές σημείο ένδειξη σχετικά με την απαγόρευση πώλησης προϊόντων καπνού σε ανηλίκους.

Αρθρο: 3

Απαγόρευση χρήσης προϊόντων καπνού.

  1. 1. Εκτός από όσες απαγορευτικές ή περιοριστικές διατάξεις ισχύουν και εφαρμόζονται ήδη, απαγορεύεται πλήρως, από 1ης Ιουλίου 2009, το κάπνισμα και η κατανάλωση προϊόντων καπνού στους ακόλουθους χώρους: (α) σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, κλειστούς ή στεγασμένους, που χρησιμοποιούνται για την παροχή εργασίας, εξαιρουμένων των χώρων που ειδικά θα προβλεφθούν για τους καπνιστές από την κατά περίπτωση αρμόδια αρχή ή όργανο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που θα εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, καθώς και των χώρων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή προϊόντων καπνού, (β) σε όλα τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδίως τα καταστήματα παρασκευής και προσφοράς φαγητών, ποτών, γλυκισμάτων, κάθε είδους παρασκευασμάτων γάλακτος, μικτών καταστημάτων και κέντρων διασκέδασης κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 5, 37, 38, 39, 40 και 41 της υπ’ αριθμ. Α1β/8577/1983 Υγειονομικής Διάταξης (ΦΕΚ 526 Β’), εξαιρουμένων των εξωτερικών τους χώρων, (γ) στους παντός είδους κλειστούς χώρους αναμονής, (δ) στα αεροδρόμια, εξαιρουμένων των χώρων που ειδικά θα προσδιοριστούν για τους καπνιστές, (ε) στους σταθμούς μεταφορικών μέσων και επιβατικών σταθμών λιμένων, (στ) στα παντός είδους κυλικεία, (ζ) στα παντός είδους μέσα μαζικής μεταφοράς συμπεριλαμβανομένων των επιβατηγών δημόσιας χρήσης αυτοκινήτων, με μετρητή (ταξί) και αγοραίων. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύναται να υπάγονται και άλλοι χώροι στην απαγόρευση του παρόντος άρθρου.
  2. Μετά τη θέση σε ισχύ της απαγόρευσης της προηγούμενης παραγράφου, στους κλειστούς ή στεγασμένους χώρους των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαμορφωθούν χώροι καπνιζόντων που διαχωρίζονται από την υπόλοιπη αίθουσα και έχουν ειδικές εγκαταστάσεις εξαερισμού. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εκδίδεται μετά από εισήγηση της Ειδικής Υπηρεσίας Προστασίας Ανηλίκων από τον Καπνό και Αλκοόλ του άρθρου 5 παράγραφος 1 του παρόντος, εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την παροχή, από την αρμόδια διεύθυνση του οικείου δήμου, της άδειας διαμόρφωσης και λειτουργίας χώρου καπνιζόντων, καθώς και την ανάκληση της.
  3. Ειδικά τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος εμβαδού έως 70 τ.μ., της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, χαρακτηρίζονται με απόφαση του ιδιοκτήτη τους, που θα ενσωματώνεται στην άδεια λειτουργίας τους, ως καταστήματα αποκλειστικά για καπνίζοντες ή μη καπνίζοντες. Με νεότερη αίτηση του ιδιοκτήτη, δύναται να τροποποιηθεί, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, ο χαρακτηρισμός αυτός.

Αρθρο: 4

Ρύθμιση για τα αλκοολούχα ποτά.

Απαγορεύεται σε ανηλίκους η είσοδος και παραμονή, καθώς και η οποιασδήποτε μορφής απασχόληση σε κέντρα διασκεδάσεως και αμιγή μπαρ, καθώς και η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών σε όλα τα δημόσια κέντρα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ιδιωτικών εκδηλώσεων.

Αρθρο: 5

Φορείς προστασίας και ελέγχου για τη χρήση καπνού και αλκοόλ.

1. Στο Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνίσταται Ειδική Υπηρεσία Προστασίας Ανηλίκων από τον Καπνό και το Αλκοόλ (εφεξής Ειδική Υπηρεσία), η οποία υπάγεται στην άμεση εποπτεία του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η Ειδική Υπηρεσία στελεχώνεται, με τοποθετήσεις και μετακινήσεις προσωπικού του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και με αποσπάσεις όμοιας σχέσης προσωπικού φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο αυτό. Με όμοια απόφαση καθορίζονται τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας.

2. Η Ειδική Υπηρεσία, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη Σύμβαση Πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον έλεγχο του καπνού, που κυρώθηκε με το ν. 3420/2005 (ΦΕΚ 298 Α’) είναι αρμόδια για:

  • α) την ανάπτυξη της εθνικής έρευνας και το συντονισμό των ερευνητικών προγραμμάτων στον τομέα του ελέγχου του καπνού και του αλκοόλ,
  • β) την προώθηση, ενθάρρυνση και ανάπτυξη της έρευνας αναφορικά με τους καθοριστικούς παράγοντες και τις συνέπειες της κατανάλωσης καπνού και αλκοόλ, της έκθεσης σε καπνό, καθώς και της έρευνας για τον εντοπισμό εναλλακτικών καλλιεργειών,
  • γ) την εκπαίδευση και υποστήριξη όλων όσων εμπλέκονται σε δραστηριότητες ελέγχου του καπνού και του αλκοόλ, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας, της εφαρμογής και της αξιολόγησης,
  • δ) την καθιέρωση, σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΛΠΝΟ), ενός εθνικού συστήματος επιδημιολογικής παρακολούθησης της κατανάλωσης καπνού και αλκοόλ, καθώς και των σχετικών κοινωνικών και οικονομικών δεικτών και δεικτών υγείας,
  • ε) τη συγκρότηση και την ενημέρωση βάσης δεδομένων με αντικείμενο τη νομοθεσία και τους κανονισμούς ελέγχου, πληροφορίες αναφορικά με την εφαρμογή τους και τη σχετική νομολογία,
  • στ) τη συνεργασία με τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανα άλλων χωρών, καθώς και με διεθνείς ή περιφερειακούς οργανισμούς, για την υλοποίηση των σκοπών και δράσεων τους και για την ανάπτυξη προγραμμάτων περιφερειακού και παγκόσμιου ελέγχου του καπνού,
  • ζ) τη διατύπωση γνώμης ή τη διαχείριση, κατόπιν σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κάθε άλλου ζητήματος που αφορά τον καπνό, το αλκοόλ και τα προϊόντα τους και
  • η) τη δημιουργία, σε συνεργασία με τον ΟΚΑΝΑ και το ΚΕΘΕΑ, ενός εθνικού σχεδίου πρόληψης, που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σε θέματα καπνού και αλκοόλ.

3. Στο Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) συνιστάται Τομέας Ελέγχου Καπνού και Αλκοόλ, ο οποίος είναι αρμόδιος για τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος, καθώς και της κείμενης νομοθεσίας, κοινοτικής και εθνικής, για την προστασία από τον καπνό και το αλκοόλ. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο Τομέας Ελέγχου στελεχώνεται, με την επιφύλαξη των διατάξεων του ν. 2920/2001 (ΦΕΚ 131 Α’), με υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και δημοσίων φορέων που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με όμοια απόφαση καθορίζονται τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Τομέα Ελέγχου. Κατά τη διενέργεια του κατασταλτικού ελέγχου, οι κατά τόπο αρμόδιες αστυνομικές και λιμενικές αρχές, κατόπιν αιτήσεως του Τομέα Ελέγχου, υποχρεούνται να παρέχουν άμεση συνδρομή.

Αρθρο: 6

Διοικητικές κυρώσεις.

  1. Σε κάθε υπεύθυνο διαχείρισης και λειτουργίας των ιδιωτικών χώρων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3 που παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 3, σε κάθε υπεύθυνο διαχείρισης και λειτουργίας κέντρου διασκέδασης και αμιγούς μπαρ που επιτρέπει ή ανέχεται την παραβίαση του άρθρου 4 ή παραβιάζει ο ίδιος το άρθρο 4, καθώς και σε όποιον πωλεί προϊόντα καπνού σε ανηλίκους ή παραβιάζει τις διατάξεις των περιπτώσεων β’, γ’, δ’, ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 ή παραβιάζει τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 2 επιβάλλεται πρόστιμο. Το ύψος του προστίμου είναι έως 1.000 ευρώ για κάθε παράβαση και επιβάλλεται ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράβασης, το μέγεθος και τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης και τα μέτρα που έχει λάβει ο κάθε υπεύθυνος διαχείρισης και λειτουργίας της για την αποφυγή της παράβασης. Σε περίπτωση υποτροπής, επιβάλλεται για κάθε παράβαση πρόστιμο έως 2.000 ευρώ, βάσει των ίδιων κριτηρίων. Σε περίπτωση τρίτης παράβασης, με απόφαση της αρμόδιας Αρχής απαγορεύεται προσωρινά για διάστημα έως τριών (3) μηνών η πώληση προϊόντων καπνού ή αλκοολούχων ποτών και, εάν η επιχείρηση δεν πωλεί προϊόντα καπνού ή αλκοόλ, επιβάλλεται πρόστιμο από 2.000 έως 20.000 ευρώ. Σε περίπτωση τέταρτης και κάθε επόμενης παράβασης, με απόφαση της αρμόδιας Αρχής, που χορήγησε τη σχετική άδεια, ανακαλείται προσωρινά ή και οριστικά η άδεια λειτουργίας της επιχείρησης. Τυχόν κυρώσεις που προβλέπονται από άλλους νόμους δεν θίγονται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
  2. Στους παραβάτες των διατάξεων της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και σε όσους καπνίζουν ή καταναλώνουν προϊόντα καπνού κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3 επιβάλλεται πρόστιμο, το ύψος του οποίου, για κάθε παράβαση, κυμαίνεται από 50 έως 500 ευρώ και προσδιορίζεται και επιβάλλεται με απόφαση του Τομέα Ελέγχου Καπνού και Αλκοόλ του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ), ανάλογα με τη σοβαρότητα και το βαθμό επανάληψης της παράβασης.
  3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού καθορίζονται οι αρμόδιες Αρχές, τα όργανα, οι διαδικασίες ελέγχου πιστοποίησης των παραβάσεων και επιβολής των προβλεπόμενων κυρώσεων, η διαδικασία είσπραξης των προστίμων που αποτελούν δημόσιο έσοδο, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Αρθρο: 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Η παράγραφος 8 του άρθρου 50 του ν. 3370/2005 (ΦΕΚ 176 Α’) καταργείται και τίθεται σε ισχύ η διάταξη του εδαφίου γγ’ της περίπτωσης η’ της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3329/2005 (ΦΕΚ 81 Α’). Καταργείται επίσης η γενόμενη αναρίθμηση του επόμενου εδαφίου δδ’.

Αρθρο: 8

Ιατροί, οι οποίοι ασκούν ή ασκούσαν καθήκοντα ως μετακλητοί σε θέσεις προσωπικού Ειδικών Θέσεων (ΕΘ) και κατά το χρόνο αυτόν εκλήθησαν να αρχίσουν ή να ολοκληρώσουν την ιατρική τους ειδίκευση, γίνονται δεκτοί, μετά την αποχώρηση τους από τη μετακλητή θέση, ως υπεράριθμοι στις θέσεις της ιατρικής ειδικότητας στις οποίες εκλήθησαν.

Η παρούσα διάταξη ισχύει από την 1η Σεπτεμβρίου 2007.

Αρθρο: 9

Οι περιλαμβανόμενοι στους πίνακες διοριστέων για την πλήρωση θέσεων τακτικού προσωπικού σε Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας των Υγειονομικών Περιφερειών (Προκήρυξη 8Κ/2005, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 106/23.6.2005, 9Κ/2005, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 110/24.6.2005 και 9Κ/2006, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ 542/5.9.2006) διορίζονται σε κενές οργανικές θέσεις και, σε περίπτωση μη υφιστάμενης κενής ή μη προβλεπόμενης οργανικής θέσης αντίστοιχου κλάδου, σε συνιστώμενη με την πράξη διορισμού οργανική θέση του ίδιου κλάδου στις Μονάδες Κοινωνικής Φροντίδας (άρθρα 14 επ., όπως αυτά ισχύουν, του ν. 3329/2005), όπου έχουν επιτύχει.

Αρθρο: 10

Το άρθρο 36 του ν. 2778/1999 (ΦΕΚ 295 Α’) αντικαθίσταται ως εξής: “Αρθρο 36 Με απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται από την αρμόδια Υγειονομική Περιφέρεια, τα Νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύνανται να αναθέτουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τη μηχανοργάνωση τους, την τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων για την εφαρμογή της Γενικής και Αναλυτικής Λογιστικής Εκμεταλλεύσεως, καθώς και τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων που προβλέπονται από το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Δημόσιων Μονάδων Υγείας (π.δ. 146/2003, ΦΕΚ 122 Α’) και τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.”

Αρθρο: 11

Στο άρθρο 43 του ν. 1759/1988 (ΦΕΚ 50 Α’) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

“6. Ιατροί του κλάδου ΕΣΥ που έχουν λάβει ειδικότητα και έχουν συμπληρώσει σε νοσοκομεία ή κέντρα υγείας άγονων Α’ περιοχών δεκαπέντε (15) έτη υπηρεσίας, μπορούν ύστερα από αίτηση τους να μετατίθενται, σε ομοιόβαθμη θέση, σε Νοσοκομείο ή Κέντρο Υγείας αντίστοιχα, των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εφόσον έχουν ανήλικα τέκνα με ποσοστό αναπηρίας εκατό τοις εκατό (100%). Οι μετατιθέμενοι καταλαμβάνουν κενή ομοιόβαθμη οργανική θέση.”

Αρθρο: 12

Στο άρθρο 7 του ν. 1965/1991 (ΦΕΚ 146 Α’) προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής: “8. Το ΙΦΕΤ δύναται να εξάγει προϊόντα που εισήγαγε για να καλύψει έκτακτη ανάγκη και τα οποία δεν μπορεί πλέον να διαθέσει στην εγχώρια αγορά, συνεπεία της επανακυκλοφορίας τους από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο ή την παραγωγό εταιρεία.”

Αρθρο: 13

Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 13 του ν.δ. 96/1973 (ΦΕΚ 172 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής: “Τα φαρμακευτικά προϊόντα που διατίθενται στους νοσηλευόμενους στα δημόσια νοσοκομεία και στα ιδρύματα που εποπτεύονται από τα Υπουργεία Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας χρεώνονται στην επίσημη χονδρική τιμή, προσαυξημένη κατά πέντε τοις εκατό (5%).”

Αρθρο: 14

  1. 1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 14 του ν. 3457/2006 (ΦΕΚ 93 Α’) αντικαθίσταται ως εξής: “2. Η μεταφορά φαρμακείων επιτρέπεται μόνο εντός των ορίων των δήμων και κοινοτήτων στους οποίους δεν επήλθε μεταβολή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α’), καθώς και εντός των ορίων δήμου ή κοινότητας που αποτελεί, αντίστοιχα, δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα του συνιστώμενου με τον ως άνω νόμο νέου δήμου.”
  2. 2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του ν. 1963/1991 (ΦΕΚ 138 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Η ελάχιστη απόσταση φαρμακείου που λειτουργεί ή λειτουργούσε στο ίδιο κατάστημα περισσότερο από δώδεκα (12) χρόνια και μεταφέρεται λόγω τελεσίδικης εξωστικής δικαστικής αποφάσεως για ανοικοδόμηση, ιδιόχρηση ή κατεδάφιση, πρέπει να είναι είκοσι μέτρα από τα λειτουργούντα φαρμακεία.”

 

Απαγόρευση καπνίσματος στις δημόσιες υπηρεσίες

Σας ενημερώνουμε ότι από 1ης Ιουλίου 2009 εφαρμόζεται η απαγόρευση του καπνίσματος, μεταξύ άλλων και σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και των Ο.Τ.Α. α’ βαθμού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 3 του Ν. 3730/2008 (ΦΕΚ 262/Α’/23.12.2008) «Προστασία ανηλίκων από τον καπνό και τα αλκοολούχα ποτά και άλλες διατάξεις».

Δεδομένου ότι ο νόμος επιβάλει τη διενέργεια ελέγχων και την επιβολή προστίμων που κυμαίνονται από 50 έως 500 ευρώ, πρέπει να ενημερωθεί άμεσα το προσωπικό όλων των υπηρεσιών σας, ανεξαρτήτως κατηγορίας, κλάδου, ειδικότητας και βαθμού, ότι από 1ης Ιουλίου 2009 δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση το κάπνισμα σε όλους τους χώρους των υπηρεσιών. Περαιτέρω, να τους γνωστοποιηθεί ότι η παραβίαση της απαγόρευσης αποτελεί και πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο διώκεται με την πειθαρχική διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του κάθε φορέα (π.χ. Υπαλληλικό Κώδικα, Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων κ.λ.π.).

Εφεξής το κάπνισμα θα επιτρέπεται μόνο σε ειδικούς χώρους, σύμφωνα με τους όρους που θα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία πρόκειται να εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της απαγόρευσης (άρθρο 3, παρ. 1). Κατόπιν των ανωτέρω κρίνεται αναγκαία η προετοιμασία όλων των δημοσίων υπηρεσιών και η λήψη μέτρων, ώστε από την 1 Ιουλίου 2009 να είναι σε θέση να εφαρμόσουν τις διατάξεις του Ν. 3730/08 (ΦΕΚ 262 Α’).

Παρακαλούνται τα Υπουργεία να κοινοποιήσουν την παρούσα εγκύκλιο στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου που εποπτεύουν και οι Περιφέρειες στους εποπτευόμενους από αυτές φορείς.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ


Κάπνισμα: Τι ισχύει στην Ευρώπη…

Ο αντικαπνιστικός αγώνας αποτελεί προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής πολιτικής δημόσιας υγείας ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και έχει θεσπιστεί μια σειρά κοινοτικών οδηγιών με στόχο την απαγόρευση ή μείωση του καπνίσματος. Οι οδηγίες αυτές έχουν υιοθετηθεί από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες,

Σχεδόν σε όλες τιςι ευρωπαϊκές χώρες απαγορεύεται το κάπνισμα στους δημόσιους χώρους.
Η διαφήμιση των προϊόντων καπνού απαγορεύεται μέσω της τηλεόρασης. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όμως έχουν λάβει πρόσθετα απαγορευτικά μέτρα, αναφορικά με τη σχετική διαφήμιση.
Σε αρκετές χώρες απαγορεύεται η πώληση προϊόντων καπνού στα ανήλικα άτομα.
Ταυτόχρονα λειτουργούν πολλά εκπαιδευτικά προγράμματα και μαζικές καμπάνιες ενημέρωσης. Στόχο έχουν την ενημέρωση του κοινού για τις βλαβερές επιπτώσεις του καπνίσματος, την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και την ενθάρρυνση των καπνιστών να συμμετέχουν σε προγράμματα διακοπής.

Απαγορευτικές πολιτικές του καπνίσματος σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

Αυστρία Απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσια κτίρια, σχολεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσιες μεταφορές. Δεν απαγορεύεται στους χώρους εργασίας.
Βέλγιο Από το 2006, απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους χώρους εργασίας. Επιτρέπεται μόνο σε καθορισμένους αεριζόμενους χώρους. Απαγόρευση του καπνίσματος στα εστιατόρια – επιτρέπεται μόνο σε ξεχωριστούς κλειστούς αεριζόμενους χώρους. Εξαιρούνται τα μπαρ, όπου απαιτείται αερισμός και τμήμα μη καπνιστών.
Γαλλία Από το 2008, πλήρης απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους δημόσιους χώρους, εστιατόρια και μπαρ.
Γερμανία Από το 2002, απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους δημόσιους χώρους και χώρους εργασίας. Δεν απαγορεύεται όμως στις συγκοινωνίες και σε ορισμένα δημόσια κτίρια.
Ιταλία Από το 2005, απαγόρευση σε όλους τους δημόσιους χώρους, τους χώρους εργασίας και τα εστιατόρια. Επιτρέπεται μόνο σε καθορισμένους κλειστούς αεριζόμενους χώρους καπνίσματος.
Ισπανία Από το 2006, απαγορεύεται στους χώρους εργασίας και σε εστιατόρια και μπαρ μεγαλύτερα των 100 τ.μ. που δεν έχουν τμήμα καπνιστών.
Σουηδία Απαγόρευση ισχύει για όλους τους χώρους εργασίας. Από το 2005 πλήρης απαγόρευση σε εστιατόρια, μπαρ και καφέ. Επιτρέπεται μόνο σε ειδικά κλειστά αεριζόμενα δωμάτια καπνίσματος.
Μ. Βρετανία Από το 2007, πλήρης απαγόρευση σε όλους τους χώρους εργασίας, εστιατόρια και μπαρ.

Πηγή: WHO 2007, EPHA 2006.

Απαγόρευση διαφήμισης προϊόντων καπνού σε διάφορες χώρες, 2006.


 

TV

Ραδιόφωνο

Κινηματο-γράφος

Τοπικά περιοδικά

Υπαίθρια διαφήμιση

Σημεία πώλησης, κιόσκια

Αυστρία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Δανία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Γαλλία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Γερμανία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Καμία

Καμία

Καμία

Μερική απαγόρευση

Ελλάδα

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Καμία

Καμία

Καμία

Καμία

Ισπανία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Ιταλία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μ.Βρετανία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Νορβηγία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Ολλανδία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Μερική απαγόρευση

Πορτογαλία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Σουηδία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Φινλανδία

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Απαγόρευση

Πηγή: WHO. The European Tobacco Control Report, 2007

 

 

Πόσο πολύ καπνίζουμε;

Συγγραφέας: Χρήστος Ζηλίδης

Δρ Κοινωνικής Ιατρικής

Ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι στην Ευρώπη περίπου 215 εκ. άνθρωποι καπνίζουν, από τα οποία τα 130 εκατ. είναι άνδρες. Το ποσοστό καπνιστών στους άνδρες είναι κατά μέσο όρο 34% στη Δυτική Ευρώπη και 47% στην Ανατολική, ενώ στις γυναίκες, 25% στη Δυτική Ευρώπη και 20% στην Ανατολική (WHO 2007).

Στον πίνακα 1 φαίνεται το ποσοστό καπνιστών μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΠΟΥ. Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη αναλογία καπνιστών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (37,6%). Κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια μείωση του ποσοστού, αλλά παρόλα αυτά, παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της δυτικής Ευρώπης.

Πίνακας 1: Ποσοστό (%) ατόμων ηλικίας άνω των 15 ετών που είναι καπνιστές (1980-2003).

 

Έτος

Ποσοστό

Έτος

Ποσοστό

Αυστρία

1986

24,9

2000

29,0

Βέλγιο

1982

40,0

2002

29,0

Γαλλία

1980

32,0

2002

25,9

Γερμανία

1997

36,7

2003

33,9

Δανία

1994

37,0

2003

28,0

Ελλάδα

1991

46,0

2000

37,6

Ιταλία

1993

25,7

2002

24,0

Ισπανία

1993

32,1

2003

28,1

Μ. Βρετανία

1980

39,0

2003

26,0

Ολλανδία

1980

43,0

2003

32,0

Σουηδία

1980

32,4

2003

17,5

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή: WHO, European Health for All Database, 2008.

Παρά τη διαφαινόμενη μείωση των καπνιστών, ο μέσος ετήσιος αριθμός τσιγάρων κατ’ άτομο παρουσιάζει αύξηση (διάγραμμα 1). Στη δεκαετία 1991-2001 αυξήθηκε κατά 29,7% και έφτασε τα 3.089,4 τσιγάρα και τελικά, το 2004 τα 3.199,8 τσιγάρα. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αριθμό καταναλισκόμενων τσιγάρων κατ’ άτομα στη δυτική Ευρώπη (διάγραμμα 2).  Μετά το 2000, ο μέσος ετήσιος κατά κεφαλή αριθμός τσιγάρων στην Ελλάδα είναι διπλάσιος από ότι στη Γερμανία, Γαλλία και Μ. Βρετανία και πενταπλάσιος από ότι στη Νορβηγία.

Διάγραμμα 1. Μέσος ετήσιος κατά κεφαλή αριθμός τσιγάρων σε ορισμένες χώρες, 1970-2004.

diagrama1

Πηγή: European WHO Health for All Database, 2008.

Διάγραμμα 2. . Μέσος ετήσιος κατά κεφαλή αριθμός τσιγάρων, το 2000.

diagrama2

Πηγή: European WHO Health for All Database, 2008.

Σε σύγκριση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα φαίνεται να έχει το υψηλότερο ποσοστό καπνιστών όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες (πίνακας 2). Δεδομένου ότι στις γυναίκες η εγκατάσταση του καπνίσματος άρχισε αργότερα και είναι ακόμη σε εξέλιξη, το ποσοστό των καπνιστριών αφενός ποικίλλει στις διάφορες ηλικίες και αφετέρου παρουσιάζει ακόμη τάσεις αύξησης.

 

Πίνακας 2.  Ποσοστό καπνιστών μεταξύ των ενηλίκων, κατά φύλο, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.

 

Έτος

Άνδρες

Γυναίκες

Σύνολο

Βέλγιο

2002

30

25

27

Γαλλία

2005

28,2

21,7

25,0

Γερμανία

2003

33,2

22,1

27,4

Δανία

2005

28,6

24,1

26,3

Ελλάδα

2000

46,8

29,0

37,6

Ιταλία

2005

28,3

16,2

22,0

Ισπανία

2003

34,1

22,4

28,1

Μ. Βρετανία

2003

28

24

26

Ολλανδία

2004

31

25

28

Σουηδία

2004

14

19

16

Φινλανδία

2004

27

20

23

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πηγή: WHO, The European Tobacco Control Report 2007. Copenhagen, WHO, 2007.

 

Διαφορές κατά ηλικία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (διάγραμμα 3), η συχνότητα του καπνίσματος στην Ελλάδα, παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά στις ηλικίες 35-44 ετών.

diagrama3

Διάγραμμα 3. Ποσοστά (%) καπνιστών κατά ηλικία και φύλο, στην Ελλάδα.

Πηγή: Eurostat, 2007.

Πηγές

1. WHO, The European Tobacco Control Report 2007. Copenhagen, WHO, 2007.

2. WHO, European WHO Health for All Database, 2008.

3. Eurostat, 2007.

 

Το κάπνισμα στα παιδιά και τους εφήβους

Συγγραφέας: Χρήστος Ζηλίδης

Δρ Κοινωνικής Ιατρικής

Σύμφωνα με τη μελέτη Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) του ΠΟΥ σε παιδιά σχολικής ηλικίας, την περίοδο 2001/2, η Ελλάδα φαίνεται να παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παιδικού καπνίσματος: Το ποσοστό των παιδιών που καπνίζουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην ηλικία των 13 ετών, είναι 4,9% στα αγόρια και 3% στα κορίτσια, ενώ στην ηλικία των 15 ετών, είναι 13,5% και 14,1% αντίστοιχα (διαγράμματα 1 και 2), (Currie C. et al. 2004). Παρατηρείται μάλιστα μια αισθητή μείωση των ποσοστών σε σχέση με την έρευνα HBSC του 1997/8, στην οποία το ποσοστό καπνιστών βρέθηκε 18% στα αγόρια και 19% στα κορίτσια. Ας σημειωθεί, ότι στην ηλικία των 15 ετών, υπάρχουν χώρες όπου το ποσοστό καπνίσματος είναι διπλάσιο έως τριπλάσιο από ότι στην Ελλάδα.

Αντίστοιχα χαμηλά ποσοστά καπνίσματος στις ηλικίες 12-17 ετών διαπιστώνει και μια ελληνική μελέτη, στην οποία το ποσοστό καπνιστών μεταξύ των αγοριών ήταν 8,9% και μεταξύ των κοριτσιών  9,5%.

Το χαμηλά ποσοστά παιδικού και εφηβικού καπνίσματος που παρατηρούνται στη χώρα μας, έρχονται σε αντίθεση με τα υψηλά ποσοστά καπνιστών και καπνιστριών που παρατηρούνται στους ενήλικες.  Πως φτάνουμε να έχουμε το υψηλότερο ποσοστό στους ενήλικες;

paidia-diagrama-1

Διάγραμμα 1. Ποσοστά παιδιών ηλικίας 13 ετών, που καπνίζουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, 2001-2 (HBSC).

Πηγή: Currie C. et al. 2004.

Διάγραμμα 2. Ποσοστά παιδιών ηλικίας 15 ετών, που καπνίζουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, 2001-2 (HBSC).

 

Πηγή: Currie C. et al. 2004.

paidia-diagrama-3

Διάγραμμα 3. Ποσοστά σπουδαστών ηλικίας 17-18 ετών που κάπνιζαν πάνω από 11 τσιγάρα την ημέρα, τις τελευταίες 30 ημέρες (ESPAD Project).

Πηγή: Andersson B. et al. 2007.

Η πιο πιθανή απάντηση είναι, ότι η έναρξη του καπνίσματος γίνεται στην Ελλάδα σε μεγαλύτερη ηλικία από τις άλλες χώρες, αλλά είναι μονιμότερη. Πράγματι, στη μελέτη ESPAD, το ποσοστό των καπνιστών 17-18 ετών στην Ελλάδα είναι ήδη από τα υψηλότερα (50 και 47%), ενώ αν  υπολογίσει κανείς μόνο τα ποσοστά αυτών που καπνίζουν πάνω από 11 τσιγάρα την ημέρα, τα ποσοστά και των δύο φύλων είναι πολύ υψηλότερα όλων των άλλων χωρών της έρευνας (διάγραμμα 3) (Andersson et al. 2007).

 

Ηλικία έναρξης. Η έναρξη του καπνίσματος είναι κατά βάση ένα φαινόμενο της παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Λίγοι άνθρωποι αρχίζουν το κάπνισμα σε ηλικία άνω των 20 ετών (λιγότερο από 10%). Σύμφωνα με τη μελέτη HBSC, η μέση ηλικία πρώτης δοκιμής τσιγάρου στα παιδιά που ήδη καπνίζουν στα 15 τους, κυμαίνεται στις διάφορες χώρες μεταξύ 11 και 13 ετών. Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη μέση ηλικία έναρξης στους καπνιστές ηλικίας 15 ετών, η οποία στα μεν αγόρια είναι 13,7 έτη ενώ στα κορίτσια 13 έτη.

Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα από τη μελέτη ESPAD, τα στοιχεία της Eurostat και τα υψηλά ποσοστά καπνιστών μεταξύ των ενηλίκων (διάγραμμα 3), φαίνεται αρκετά πιθανό, ότι στη χώρα μας, ένα μεγάλο ποσοστό καπνιστών αποκτά τη συνήθεια του καπνίσματος σε ηλικία άνω των 15 ετών.

Η διαπίστωση αυτή προσδιορίζει τις ομάδες ηλικιών προς τις οποίες κατά προτεραιότητα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες για την πρόληψη του καπνίσματος.

Πηγές

1. Currie C. Et al. Young people’s health in context. Health Behaviour in School-aged Children (HBSC) study: international report from the 2001/2002 survey. Copenhagen, WHO, 2004.

2. Andersson B. et al. Alcohol and Drug Use Among European 17-18 Year Old Students. Data from the ESPAD Project. Stockholm, 2007.

 

Διακοπή του καπνίσματος και υγεία

Συγγραφέας: Χρήστος Ζηλίδης, Δρ Κοινωνικής Ιατρικής

Ένα ερώτημα ιδιαίτερα σημαντικό για τη δημόσια υγεία είναι, κατά πόσο ο κίνδυνος για την υγεία μειώνεται σε περίπτωση διακοπής του καπνίσματος.

Από τις διάφορες έρευνες προκύπτει, ότι σε περίπτωση διακοπής του καπνίσματος, ο κίνδυνος μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, και μετά από 10-15 χρόνια περιορίζεται σε επίπεδα παραπλήσια των μη καπνιστών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα, ενώ ο κίνδυνος στους καπνιστές είναι 17-19 φορές μεγαλύτερος από ότι τους μη καπνιστές, μετά 10-15 χρόνια διακοπής είναι μόνο 5 φορές μεγαλύτερος και μετά 15-20 χρόνια ελάχιστα μεγαλύτερος από τους μη καπνιστές (US DHHS 1989, IARC 2002).

Σε ότι αφορά τη στεφανιαία νόσο, συνολικά, η πιθανότητα προσβολής των πρώην καπνιστών είναι η μισή έναντι εκείνης των καπνιστών (Wilson et al 2000).

Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά μείωσης του κινδύνου για τις άλλες συνέπειες του καπνίσματος.

Οι διαπιστώσεις αυτές δείχνουν τη σημασία μπορεί να έχει για τη δημόσια υγεία η διακοπή του καπνίσματος όσων ήδη καπνίζουν.

Πηγές

International Agency for Research on Cancer. IARC Monographs on the Evaluation of Carcinogenic Risks to Humans: Tobacco Smoke and Involuntary Smoking. Vol. 83. Lyon (France), IARC, 2002.

US Department of Health and Human Services. Reducing the health consequences of smoking: 25 years of progress. A report of the Surgeon General. Washington, Department of Health and Human Services, 1989.

Wilson K, Gibson N, Willan A, Cook D. Effect of smoking cessation on mortality after myocardial infarction: meta-analysis of cohort studies. Archives of Internal Medicine 2000;160:939-44.

 

Κάπνισμα και Στεφανιαία Νόσος

Το κάπνισμα προκαλεί στένωση των αγγείων και παραγωγή χοληστερίνης, η οποία προάγει την αρτηριοσκλήρωση. Με τους μηχανισμούς αυτούς το κάπνισμα βλάπτει τη λειτουργία των στεφανιαίων αγγείων, όπως και άλλων αγγείων και οδηγεί στην εκδήλωση στεφανιαίας νόσου.

Το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου της στεφανιαίας νόσου. Ευθύνεται περίπου για το 30 – 40% του συνόλου των θανάτων από τη νόσο, ενώ ειδικά στις ηλικίες κάτω των 65 ετών, για το 45% των θανάτων στους άνδρες και το 41% στις γυναίκες (US DHHS 1989). Στα άτομα άνω των 65 ετών, ευθύνεται για το 15 – 20% των θανάτων από τη νόσο.

Ο κίνδυνος προσβολής από στεφανιαία νόσο είναι στους καπνιστές περίπου 2-3 φορές υψηλότερος από ότι στους μη καπνιστές. Ο σχετικός κίνδυνος είναι υψηλότερος στις ηλικίες κάτω των 55 ετών (US DHHS 2000). Ο κίνδυνος εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον αριθμό των τσιγάρων. Από διάφορες έρευνες φαίνεται, ότι αυτοί που καπνίζουν μέχρι 10 τσιγάρα την ημέρα έχουν 25-30% μεγαλύτερη πιθανότητα εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου από τους μη καπνιστές, αυτοί που καπνίζουν 10 – 20 τσιγάρα την ημέρα έχουν 30 – 50% μεγαλύτερη πιθανότητα (σχετικός κίνδυνος 1,24 – 1,89), αυτοί που καπνίζουν 20 – 40 τσιγάρα πιθανότητα 75% μεγαλύτερη (σχετικός κίνδυνος 1,76 – 2,15) και αυτοί που καπνίζουν πάνω από 40 τσιγάρα πιθανότητα 100% μεγαλύτερη από τους μη καπνιστές (σχετικός κίνδυνος 1,94 – 2,41) (Fielding 2002).

Στους μη καπνιστές που εκτίθενται παθητικά στο κάπνισμα στην οικογένεια ή στη δουλειά τους, ο κίνδυνος εκδήλωσης καρδιοπάθειας είναι 25 – 30% μεγαλύτερος σε σχέση με τους μη καπνιστές (US DHHS 2000).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Άνδρες και Γυναίκες

Διαφορές μεταξύ των φύλων.

Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα στα οποία στηρίζονται τα στοιχεία του Π.Ο.Υ. το 2000, το ποσοστό καπνιστών μεταξύ των ανδρών έφτανε στην Ελλάδα το 46,8%, ενώ μεταξύ των γυναικών το 29% (WHO 2008). Σε μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Αττική το 2002, σε άτομα ηλικίας άνω των 18 ετών, το ποσοστό καπνιστών βρέθηκε στους άνδρες,

51% και στις γυναίκες 39% (Pitsavos et al. 2003). Σε σύγκριση με τις άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα φαίνεται να έχει το υψηλότερο ποσοστό καπνιστών, όχι μόνο στους άνδρες αλλά και στις γυναίκες. Δεδομένου ότι στις γυναίκες η έναρξη του καπνίσματος άρχισε αργότερα και είναι ακόμη σε εξέλιξη, το ποσοστό των καπνιστριών αφενός ποικίλλει στις διάφορες ηλικίες και αφετέρου παρουσιάζει ακόμη τάσεις αύξησης.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Επιπτώσεις στην Υγεία

Πολλές πρόσφατες μελέτες επιβεβαίωσαν τους σοβαρούς κινδύνους για την υγεία και τη ζωή που συνδέονται με το παθητικό κάπνισμα. Έχει αποδειχθεί ότι η χρόνια έκθεση στο παθητικό κάπνισμα είναι η αιτία πολλών από τις ασθένειες που προκαλεί και το ενεργητικό κάπνισμα, συμπεριλαμβανομένων του καρκίνου του πνεύμονα, καρδιαγγειακών παθήσεων και παιδικών ασθενειών.

Μελέτη του διεθνούς οργανισμού για την έρευνα κατά του καρκίνου του Π.Ο.Υ. (IARC 2002) έδειξε ότι για τους μη καπνιστές που ζουν με καπνιστές ο κίνδυνος καρκίνου του πνεύμονα είναι 20-30% μεγαλύτερος. Ο επιπλέον κίνδυνος λόγω της έκθεσης στο χώρο εργασίας εκτιμήθηκε ότι είναι 12 – 19%. Οι σχέσεις μεταξύ έκθεσης στον καπνό του περιβάλλοντος και άλλων τύπων καρκίνου είναι λιγότερο σαφείς.

Ο κίνδυνος στεφανιαίας νόσου είναι αυξημένος μεταξύ των μη καπνιστών που ζουν με καπνιστές κατά 25 – 30%. Υπάρχουν επίσης όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παθητικού καπνίσματος και εγκεφαλικών επεισοδίων σε μη καπνιστές, παρότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την εκτίμηση του κινδύνου.

Το παθητικό κάπνισμα συνδέεται με αναπνευστικές νόσους και αποτελεί σημαντική αιτία επιδείνωσης για άτομα που πάσχουν από άσθμα, αλλεργίες και χρόνια αποφρακτική πνευμονική πάθηση, που οδηγεί σε κοινωνικό και εργασιακό αποκλεισμό. Μια πρόσφατη πανευρωπαϊκή έρευνα σε άτομα με συμπτώματα άσθματος οξείας μορφής έδειξε ότι μια από τις σημαντικές επιθυμίες τους για το μέλλον είναι να μπορούν να αναπνέουν καθαρό αέρα.

Το παθητικό κάπνισμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά και τα βρέφη, εφόσον συνδέεται με τον αιφνίδιο θάνατο των βρεφών, την πνευμονία, τη βρογχίτιδα, το άσθμα, παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος καθώς και παθήσεις του μέσου ωτός. Η έκθεση των εγκύων στον καπνό του περιβάλλοντος μπορεί να έχει ως συνέπεια νεογνά χαμηλού u946 βάρους, θάνατο του εμβρύου και πρόωρα νεογνά.

Συγκεκριμένα και όσον αφορά στις έγκυες γυναίκες είναι τεκμηριωμένο ότι, όσες είναι καπνίστριες έχουν συσχετισθεί με πρόωρο τοκετό (<37 εβδομάδες), με γέννηση ελλιποβαρών νεογνών (μ. ο. 150-200  γραμ. λιγότερο) σε διπλάσια συχνότητα, αυτόματη αποβολή, εκδήλωση άσθματος στην παιδική ηλικία, αλλά και ελαττωμένη πνευμονική λειτουργία τόσο στα νεογέννητα, όσο και στα παιδιά σχολικής ηλικίας. Στις έγκυες γυναίκες, επίσης, το παθητικό κάπνισμα έχει συνδεθεί με ελλιποβαρή νεογνά (31  γραμ.) κυρίως, αλλά και με πρόωρο τοκετό.

Μια πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η έκθεση στον καπνό του περιβάλλοντος διπλασιάζει σχεδόν τον κίνδυνο εκφύλισης της ώχρας κηλίδας λόγω γήρανσης – την κύρια αιτία απώλειας της όρασης στην Ευρώπη (Khan et al. 2006).

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες – συντηρητικές – εκτιμήσεις της σύμπραξης που δημιουργήθηκε από την European Respiratory Society (Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία), τον οργανισμό Cancer Research UK ( Έρευνα για τον καρκίνο ΗΒ) και το Institut National du Cancer (Εθνικό Αντικαρκινικό Ινστιτούτο) στη Γαλλία, περισσότεροι από 79.000 ενήλικες πεθαίνουν κάθε χρόνο λόγω του παθητικού καπνίσματος στις 25 χώρες της Ε.Ε. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το παθητικό κάπνισμα στο χώρο εργασίας προκάλεσε περισσότερους από 7.000 θανάτους στην Ε.Ε. το 2002, ενώ η έκθεση στο σπίτι είχε ως συνέπεια 72.000 θανάτους επιπλέον. Οι εκτιμήσεις αυτές περιλαμβάνουν θανάτους από καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά επεισόδια, καρκίνο του πνεύμονα και ορισμένες αναπνευστικές νόσους που προκαλούνται από το παθητικό κάπνισμα. Εντούτοις, στις εκτιμήσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται οι θάνατοι ενηλίκων που οφείλονται σε άλλες νόσους που συνδέονται με την έκθεση στον καπνό του περιβάλλοντος (όπως πνευμονία), οι θάνατοι παιδιών και η σοβαρή νοσηρότητα, οξεία και χρόνια, λόγω του παθητικού καπνίσματος (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2007).

Γενικότερα, φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκείς και αξιόπιστες αποδείξεις από τη βιβλιογραφία και από τη συναίνεση των ειδικών επιστημόνων ότι μπορούν να γίνουν αξιόπιστοι προσδιορισμοί για τη συμμετοχή του παθητικού καπνίσματος για την πρόκληση άσθματος, λοιμώξεων του αναπνευστικού συστήματος, συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό, χαμηλού σωματικού βάρους γέννησης στα παιδιά, καθώς και για τον καρκίνο του πνεύμονα.

Αντίθετα, φαίνεται ότι υπάρχουν ορισμένες, μερικώς επαρκείς και αξιόπιστες αποδείξεις για να εκτιμηθούν ανάλογα η ελαττωμένη πνευμονική λειτουργία, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και η πνευμονία στους ενήλικες, οι πρόωρες γεννήσεις στα παιδιά και η ελαττωμένη πνευμονική λειτουργία.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Ηλικία ‘Εναρξης

Η έναρξη του καπνίσματος συνήθως γίνεται κατά την παιδική και εφηβική ηλικία.

Λίγοι άνθρωποι αρχίζουν το κάπνισμα σε ηλικία άνω των 20 ετών (λιγότερο από 10%). Σύμφωνα με τη μελέτη HBSC, η μέση ηλικία πρώτης δοκιμής τσιγάρου στα παιδιά που ήδη καπνίζουν στα 15 τους, κυμαίνεται στις διάφορες χώρες μεταξύ 11 και 13 ετών. Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη μέση ηλικία έναρξης στους καπνιστές ηλικίας 15 ετών, η οποία στα μεν αγόρια είναι 13,7 έτη ενώ στα κορίτσια 13 έτη.

Συνυπολογίζοντας τα δεδομένα από τη μελέτη ESPAD, τα στοιχεία της Eurostat και τα υψηλά ποσοστά καπνιστών μεταξύ των ενηλίκων, φαίνεται αρκετά πιθανό, ότι στη χώρα μας, ένα μεγάλο ποσοστό καπνιστών αποκτά τη συνήθεια του καπνίσματος σε ηλικία άνω των 15 ετών.

Η διαπίστωση αυτή προσδιορίζει τις ομάδες ηλικιών προς τις οποίες κατά προτεραιότητα πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες για την πρόληψη του καπνίσματος.

Ενώ στη διεθνή, αλλά και την ελληνική βιβλιογραφία συναντάται μία πληθώρα ερευνών σχετικά με τις αποτελεσματικότερες τεχνικές και παρεμβάσεις για τη διακοπή του καπνίσματος, είναι σαφώς λιγότερες οι έρευνες που απαντούν στο ερώτημα, ποιοι είναι οι παράγοντες εκείνοι που συνδέονται τόσο με την έναρξη όσο και τη διατήρηση της καπνιστικής συμπεριφοράς, και επομένως, τη συνεπακόλουθη δυσκολία διακοπής του καπνίσματος. Στη διεθνή βιβλιογραφία, η έναρξη του καπνίσματος συνδέεται με παράγοντες, όπως κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές, κοινωνική πίεση από τους συνομηλίκους, οικογενειακά και κοινωνικά πρότυπα (Garisson et al. 2003). Η διατήρηση της καπνιστικής συμπεριφοράς συνδέεται τόσο με βιολογικές (συμπτώματα στέρησης) όσο και με ψυχολογικές μεταβλητές (σύνδεση του καπνίσματος με θετικά συναισθήματα, όπως χαλάρωση και απόλαυση, αλλά και καταστροφικές πεποιθήσεις του καπνιστή σε περίπτωση διακοπής του καπνίσματος) (Ευθυμίου & Σοφιανοπούλου 2007).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Καρκίνος

Καρκίνος τραχείας, βρόγχων, πνευμόνων

Η συνολική προτυποποιημένη θνησιμότητα από καρκίνο τραχείας, βρόγχων και πνευμόνων σημείωσε διαχρονικά στην Ελλάδα αύξηση. Η ίδια τάση παρατηρείται και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Αντίθετα, σε ορισμένες άλλες, όπως η Μ. Βρετανία, η Φινλανδία και η Γερμανία, σημειώθηκε μείωση.

Το 2004, η προτυποποιημένη θνησιμότητα όλων των ηλικιών στην Ελλάδα έφτανε τους 38,9 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους, ενώ ειδικά στις ηλικίες 0 – 64 ετών, τους 18,4 θανάτους. Η αύξηση που παρατηρήθηκε σε σχέση με το 1970, ήταν 52,4% και 46,4% αντίστοιχα (WHO 2008). Σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα παρουσιάζει την τέταρτη υψηλότερη θνησιμότητα μεταξύ των χωρών του πίνακα 5, τόσο στο σύνολο των ηλικιών όσο και στις ηλικίες κάτω των 65 ετών. Ισχαιμική καρδιοπάθεια. Η προτυποποιημένη θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια, σε αντίθεση με ότι συνέβη στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, σημείωσε διαχρονικά στην Ελλάδα αύξηση. Την περίοδο 1970 – 2004, η αύξηση της θνησιμότητας στη χώρα μας έφτασε 27,8%, έναντι μείωσης μεταξύ 42 και 69,3% των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επικεντρώνοντας μόνο στις ηλικίες κάτω των 65 ετών η Ελλάδα το 2004, παρουσίαζε πλέον την υψηλότερη θνησιμότητα από ισχαιμική καρδιοπάθεια στη Δυτική Ευρώπη, διπλάσια από την αντίστοιχη των μεσογειακών και των περισσότερων άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Κοινωνικές Διαφορές

Σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία από διάφορες χώρες, το κάπνισμα συνδέεται άμεσα με το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και την απασχόληση. Το 2002, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κοινωνικές ομάδες με το υψηλότερο ποσοστό καπνιστών ήταν οι άνεργοι (54%) και οι χειρωνάκτες εργάτες (51%) έναντι ενός μέσου όρου 35% (European Commission 2003). Στη Μ. Βρετανία, μόνο το 10% των γυναικών και το 12% των ανδρών των ανώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων καπνίζουν, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα είναι πάνω από τριπλάσιο (UK DH 1998). Στην Ισπανία, το 2003, η απόκλιση του ποσοστού καπνιστών ανάμεσα στα υψηλότερα και χαμηλότερα επαγγελματικά στρώματα έφτανε το 44,4% στους άνδρες και το 10,1% στις γυναίκες (WHO 2007). Σε σχέση με το μορφωτικό επίπεδο, το 2003, στη Γαλλία, η απόκλιση του ποσοστού καπνιστών μεταξύ των αποφοίτων πανεπιστημίου και των αποφοίτων στοιχειώδους εκπαίδευσης έφτανε το 60% ενώ ανάμεσα στα υψηλότερα και χαμηλότερα εισοδήματα το 30% (WHO 2007).

Αντίστοιχες διαφορές έχουν παρατηρηθεί και σε άλλες χώρες. Τα στοιχεία αυτά προσδιορίζουν τις ομάδες υψηλού κινδύνου προς τις οποίες πρέπει να κατευθυνθούν οι προσπάθειες πρόληψης.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Μέτρα Απαγόρευσης

Απαγόρευση καπνίσματος

Πλήρης απαγόρευση του καπνίσματος υπάρχει:

  • Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, με εξαίρεση τα πλοία.
  • Στα θέατρα και τους κινηματογράφους.
  • Στις υπηρεσίες υγείας.
  • Στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
 

Μερική απαγόρευση υπάρχει:

  • Στα θαλάσσια μέσα μεταφοράς.
  • Στα εστιατόρια, παμπ και μπαρ.
  • Στα δημόσια κτίρια και τους εσωτερικούς χώρους εργασίας.
 

Δεν υπάρχει επαρκής εποπτεία στην εφαρμογή των απαγορεύσεων.

Διαφήμιση και προβολή

Πλήρης απαγόρευση της διαφήμισης υπάρχει στα ακόλουθα μέσα:

  • Τηλεόραση, καλωδιακή τηλεόραση και ραδιόφωνο.
  • Έμμεση τηλεοπτική διαφήμιση.
 

Μερική απαγόρευση υπάρχει

  • Στη διαφήμιση στους κινηματογράφους.
  • Στις διαφημιστικές εκπτώσεις στις τιμές.
 

Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός όσον αφορά:

  • Την υπαίθρια διαφήμιση μέσω πινακίδων.
  • Τη διαφήμιση σε σημεία πώλησης και σε περίπτερα.
  • Τη διαφήμιση μέσω τοπικών και διεθνών περιοδικών και εφημερίδων.
  • Τη διαφήμιση μόνο σε έντυπα μέσα που απευθύνονται στους επαγγελματίες προϊόντων καπνού.
  • Τη χορηγία εκδηλώσεων πλην τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και η χορηγία εκδηλώσεων με διασυνοριακό αντίκτυπο.
 

Περιορισμοί στην πώληση

Πλήρης απαγόρευση υπάρχει σε ότι αφορά:

  • Την πώληση προϊόντων καπνού χωρίς άδεια.
  • Την πώληση μεμονωμένων τσιγάρων εκτός συσκευασίας.
 

Μερική απαγόρευση υπάρχει όσον αφορά:

  • Την πώληση προϊόντων καπνού στα καταστήματα duty free.
  • Τη δωρεάν διανομή δειγμάτων.
 

Δεν υπάρχει καμία απαγόρευση όσον αφορά:

  • Την πώληση μέσω αυτόματων μηχανών πώλησης.
  • Την εξ αποστάσεων πώληση και μέσω διαδικτύου.
  • Την πώληση σε καταστήματα self service.
 

Επισήμανση και προειδοποιητικές επιγραφές

Με την ΚΥΑ 266/2003, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει τις υποχρεωτικές διατάξεις για την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση προϊόντων καπνού που προβλέπονται στην οδηγία 2001/37/ΕΚ.

Δεν έχουν υιοθετηθεί και δεν εφαρμόζονται οι προαιρετικές διατάξεις της Οδηγίας, οι οποίες αναφέρονται στο μεγαλύτερο μέγεθος των προειδοποιητικών επιγραφών, τη χρήση έγχρωμων φωτογραφιών και διαγραμμάτων.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης

Κάπνισμα – Νομοθεσία

1952: ΥΑ 389966 Απαγόρευση καπνίσματος στα μεταφορικά μέσα.

1979: ΥΑ 1989 Απαγόρευση του καπνίσματος στα νοσηλευτικά ιδρύματα και στις ιδιωτικές κλινικές.

1980: ΥΑ 25.5.1980 Απαγόρευση καπνίσματος σε κλειστούς δημόσιους χώρους.

1989: ΥΑ 1591 Απαγόρευση διαφήμισης σε χώρους υπηρεσιών υγείας, εκπαίδευσης, νεότητας, άθλησης κ.λπ.

1990: ΥΑ 4508 Απαγόρευση καπνίσματος στις αεροπορικές πτήσεις εσωτερικού.

1990: ΚΥΑ 2160 Σήμανση προϊόντων καπνού, σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/622.

1991: Ν 1943 Απαγόρευση άμεσης και έμμεσης διαφήμισης προϊόντων καπνού στην κρατική τηλεόραση.

1991: ΚΥΑ 5259 Καθορισμός περιεκτικότητας σε πίσσα, σύμφωνα με την Οδηγία 90/239.

1992: ΠΔ 236 Απαγόρευση διαφήμισης προϊόντων καπνού στην τηλεόραση και απαγόρευση χορηγίας τηλεοπτικών εκπομπών.

1992: ΥΑ 2917 Σήμανση προϊόντων καπνού (Τροποποίηση ΚΥΑ 2160).

1993:ΥΑ 4322 Υ3/ΟΙΚ.4552 Απαγόρευση του καπνίσματος σε χώρους υπηρεσιών υγείας. Ίδρυση και λειτουργία Κέντρων Διακοπής Καπνίσματος σε δημόσια νοσοκομεία.

1996: ΥΑ 2431 Σήμανση προϊόντων καπνού (Τροποποίηση ΚΥΑ 2160).

2002: ΥΑ 76017 Απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, μεταφορικά μέσα και μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας.

2003: ΚΥΑ 266 Διατάξεις για την παραγωγή, παρουσίαση και πώληση προϊόντων καπνού σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2001/37/ΕΚ.

2003: ΥΑ 82942 Συμπλήρωση διατάξεων για απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, μεταφορικά μέσα και υπηρεσίες υγείας.

2005: ΚΥΑ 81348 Διατάξεις για τη διαφήμιση και χορηγία προϊόντων καπνού σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2003/33/ΕΚ.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Νομοθεσία Ε.Ε.

Το ψήφισμα του Συμβουλίου 89/C 189/0141 σχετικά με την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους ζητούσε από τα κράτη μέλη να εκδώσουν μέτρα για την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους χώρους και σε όλα τα είδη δημόσιων συγκοινωνιών.

Η σύσταση 2003/54/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη του καπνίσματος και με πρωτοβουλίες για την ενίσχυση της καταπολέμησής του καλούσε τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν αποτελεσματικά μέτρα για την εξασφάλιση προστασίας από την έκθεση στο παθητικό κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους εργασίας, σε κλειστούς δημόσιους χώρους και στις δημόσιες συγκοινωνίες.

Η οδηγία-πλαίσιο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την εργασία (89/391/ΕΟΚ), παρότι δεν κάνει ρητή αναφορά στον καπνό, καλύπτει όλους τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Απαιτεί από κάθε εργοδότη να αξιολογεί τους κινδύνους στο χώρο εργασίας και να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα πρόληψης του κινδύνου και προστατευτικά μέτρα. Επιπλέον, ορισμένες επιμέρους οδηγίες για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, στις οποίες καθορίζονται «ελάχιστες προδιαγραφές» για ειδικούς κινδύνους, περιέχουν διατάξεις που διασφαλίζουν την προστασία των εργαζομένων από τον καπνό του περιβάλλοντος. Οι οδηγίες αυτές πρέπει να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο από τα κράτη μέλη και να εφαρμοστούν ορθά. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, τα κράτη μέλη επιτρέπεται να θεσπίσουν αυστηρότερα μέτρα.

Η οδηγία σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας (89/654/ΕΟΚ) καθώς και οι οδηγίες για τα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια (92/57/ΕΟΚ)46, τις εξορυκτικές διά γεωτρήσεων βιομηχανίες (92/91/ΕΟΚ)47 και τις εξορυκτικές βιομηχανίες (92/104/ ΕΟΚ), υποχρεώνουν τους εργοδότες να εξασφαλίζουν ότι στους κλειστούς χώρους εργασίας υπάρχει αερισμός και επαρκής καθαρός αέρας και να προστατεύουν τους μη καπνιστές από τον καπνό σε χώρους ανάπαυσης.

Η οδηγία για τους καρκινογόνους ή τους μεταλλαξιογόνους παράγοντες (2004/37/ΕΚ) και η οδηγία για τον αμίαντο (83/477/ΕΟΚ) απαγορεύουν το κάπνισμα στις περιοχές στις οποίες πραγματοποιούνται εργασίες που περιλαμβάνουν το χειρισμό, αντίστοιχα, καρκινογόνων/μεταλλαξιογόνων παραγόντων και αμιάντου.

Η οδηγία για τις εγκύους εργαζόμενες (92/85/ΕΟΚ) υποχρεώνει τους εργοδότες να λαμβάνουν μέτρα για την προστασία των εγκύων και γαλουχουσών εργαζομένων από την έκθεση στο μονοξείδιο του άνθρακα.

Ορισμένα συστατικά του καπνού στο περιβάλλον (όπως το αρσενικό, το 1,3 – βουταδιένιο, το βενζόλιο και το οξείδιο του προπυλενίου) έχουν ταξινομηθεί ως καρκινογόνα στο παράρτημα 1 της οδηγίας για τις επικίνδυνες ουσίες (67/548/ΕΟΚ).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Οικονομικές Διαστάσεις


Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κόστος της φροντίδας υγείας για τα νοσήματα που σχετίζονται με το κάπνισμα ποικίλλει στις διάφορες χώρες μεταξύ 0,1 και 1,1% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (Prahbat & Chaloupka 2000). Εντούτοις, μελέτες στην Ευρώπη δείχνουν ότι το κόστος αυτό μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερο. Το άμεσο και έμμεσο κόστος του καπνίσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζεται μεταξύ 97,7 και 130,3 δισ. Ευρώ το 2000, ποσό που αντιστοιχεί στο 1,04 ως 1,39% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(Office for Official Publications of the EC 2004).

Σύμφωνα με στοιχεία του Π.Ο.Υ., στη Φινλανδία και τη Γαλλία το κόστος υγείας που οφείλεται στο κάπνισμα είναι 1,1% και 1,3% αντίστοιχα, ενώ υπάρχουν χώρες, όπως η Πολωνία, στις οποίες το αντίστοιχο κόστος φτάνει το 3,2% του ΑΕΠ (WHO 2005). Στη Σουηδία, έχει υπολογισθεί ότι το 2001, το συνολικό κόστος υγείας και απώλειας παραγωγικότητας από το κάπνισμα ήταν 26 δισ. κορώνες (WHO 2007).

Σχετικά με το κόστος μιας ολοκληρωμένης πολιτικής κατά του καπνίσματος, αυτό σύμφωνα υπολογίζεται σε κάτι παραπάνω από 1 Ευρώ/ έτος/ άτομο στο Ηνωμένο Βασίλειο, 1 – 3$/ έτος/άτομο στις Η.Π.Α., ενώ σύμφωνα με άλλες έρευνες περίπου 5 – 14 Ευρώ /έτος/άτομο.

Από τα λίγα στοιχεία που διαθέτουμε για την Ελλάδα:

  • Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., ως προς την κατά κεφαλή παραγωγή τσιγάρων.
  • Το 9% των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα προέρχονται από τη φορολογία καπνού (φόρος + ΦΠΑ).
 

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Παθητικό Κάπνισμα

Η έκθεση στον καπνό του περιβάλλοντος που οφείλεται στο κάπνισμα – που ονομάζεται επίσης «παθητικό κάπνισμα» – εξακολουθεί να είναι μια σημαντική αιτία αύξησης της νοσηρότητας και της θνησιμότητας, και να επιβαρύνει με σημαντικές δαπάνες την κοινωνία ως σύνολο.

Η έκθεση στον καπνό του περιβάλλοντος που οφείλεται στο κάπνισμα (environmental tobacco smoke – EST) είναι ένα πολυσύνθετο μίγμα χιλιάδων συστατικών που εκλύονται στον αέρα, και δεν μπορεί να υπολογιστεί σαν μια ολότητα. Παρόλα αυτά, συγκεκριμένα συστατικά όπως η νικοτίνη και διάφορα εισπνεόμενα σωματίδια (respirable suspended particulates – RSPs) χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί η έκθεση στον περιβαλλοντικό αυτό κίνδυνο.

Ο καπνός του περιβάλλοντος περιέχει περισσότερες από 4.000 χημικές ουσίες στις οποίες συμπεριλαμβάνονται 50 γνωστοί καρκινογόνοι παράγοντες και πολλοί τοξικοί παράγοντες. Δεν έχει καθοριστεί επίπεδο ασφάλειας για τον καπνό του περιβάλλοντος και η μελλοντική έρευνα δεν αναμένεται να προσδιορίσει τέτοιο επίπεδο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Πράσινης Βίβλου: Για μια Ευρώπη απαλλαγμένη από το κάπνισμα: στρατηγικές επιλογές σε επίπεδο Ε.Ε.», το 2002 ο καπνός του περιβάλλοντος ταξινομήθηκε ως γνωστό καρκινογόνο για τον άνθρωπο από τον Οργανισμό Προστασίας του Περιβάλλοντος των Η.Π.Α. (US Environmental Protection Agency), το 1993, από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών (Department of Health and Human Services) των Η.Π.Α. και από το Διεθνές Κέντρο

Έρευνας για τον Καρκίνο του Π.Ο.Υ. (WHO International Agency for Research on Cancer). Επιπλέον, έχει ταξινομηθεί ως καρκινογόνο στο χώρο εργασίας από τις κυβερνήσεις της Φινλανδίας (2000)και της Γερμανίας (2001). Πρόσφατα, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος της Καλιφόρνια (California Environment Protection Agency) ταξινόμησε τον καπνό ως «τοξικό ατμοσφαιρικό ρύπο» (Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 2007)

Οι κύριοι χώροι χρόνιας και εντατικής έκθεσης στον καπνό του περιβάλλοντος είναι το σπίτι και ο χώρος εργασίας. Σύμφωνα με την έκθεση του Συστήματος πληροφοριών για την επαγγελματική έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες του 1998 (Information System on Occupational Exposure to Carcinogens) (CAREX 1998), ο καπνός του περιβάλλοντος ήταν η δεύτερη συνηθέστερη μορφή έκθεσης σε καρκινογόνα (μετά την ηλιακή ακτινοβολία) στην Ε.Ε. των 15. Κατά την περίοδο 1990-93,περίπου 7,5 εκατ. Ευρωπαίοι εργαζόμενοι είχαν εκτεθεί σε παθητικό κάπνισμα κατά τη διάρκεια τουλάχιστον του 75% του χρόνου εργασίας τους.

Στις Η.Π.Α., η συγκέντρωση της νικοτίνης σε σπίτια καπνιστών βρέθηκε να ποικίλει από λιγότερο από 1 μg/m3 μέχρι 10 μg/m3 (1992, US Environmental Protection Agency). Η συγκέντρωση σε γραφεία όπου οι εργαζόμενοι καπνίζουν, συνήθως κυμαίνεται από μηδέν μέχρι 30 μg/m3. Τα επίπεδα συγκέντρωσης σε εστιατόρια, μπαρ και κλαμπ τείνουν να είναι πολύ υψηλοτέρα, ενώ σε πολύ περιορισμένους χώρους, όπως για παράδειγμα το αυτοκίνητο, είναι ιδιαιτέρως υψηλά. Όπως υπογραμμίζει ο Π.Ο.Υ. (WHO 2000), τα επίπεδα συγκέντρωσης του καπνού στον περιβάλλοντα χώρο συνδέονται άμεσα με τη συχνότητα καπνίσματος. Έτσι, σε χώρες όπου το κάπνισμα είναι περισσότερο διαδεδομένο, αναμένεται και τα επίπεδα να είναι πολύ υψηλότερα.

Από μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε μια σειρά δημόσιων χώρων σε επτά ευρωπαϊκές πόλεις κατά την περίοδο 2001-2002, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε καπνός στους περισσότερους από τους δημόσιους χώρους που εξετάστηκαν, συμπεριλαμβανομένων των χώρων αναψυχής και των επιχειρήσεων του κλάδου της φιλοξενίας, των μεταφορών, των νοσοκομείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις καπνού στο περιβάλλον μετρήθηκαν σε μπαρ και ντισκοτέκ. H τετράωρη έκθεση σε ντισκοτέκ ισοδυναμεί με συμβίωση με καπνιστή για ένα μήνα (Nebot et al.,2005). Η διαπίστωση ότι τα επίπεδα έκθεσης είναι εξαιρετικά υψηλά σε επιχειρήσεις του κλάδου της φιλοξενίας επιβεβαιώθηκε και από άλλες μελέτες, που έδειξαν ότι η μέση έκθεση των εργαζομένων σε μπαρ είναι τριπλάσια ή πολλαπλάσια της έκθεσης λόγω της συμβίωσης με καπνιστή (Jarvis 2001;Jarvis et al. 1992)

Στις δυτικές κοινωνίες, όπου το κάπνισμα εμφανίζεται με μια συχνότητα της τάξης του 30 – 50%,υπολογίζεται ότι παραπάνω από το 50% των σπιτιών, στα οποία υπάρχει τουλάχιστον ένας καπνιστής, συμβάλλουν σημαντικά στην έκθεση των παιδιών και άλλων μη καπνιστών στα παράγωγα του καπνού. Παρόμοιο ποσοστό μη καπνιστών εκτίθενται στον ίδιο κίνδυνο και στο εργασιακό τους περιβάλλον (WHO 2000).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Παιδιά και ‘Εφηβοι

Το κάπνισμα στα παιδιά και τους εφήβους

Σύμφωνα με τη μελέτη HBSC του Π.Ο.Υ. σε παιδιά σχολικής ηλικίας, την περίοδο 2001/2 (Currie et al. 2004), η Ελλάδα φαίνεται να παρουσιάζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παιδικού καπνίσματος: Το ποσοστό των παιδιών που καπνίζουν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα στην ηλικία των 13 ετών, είναι 4,9% στα αγόρια και 3% στα κορίτσια, ενώ στην ηλικία των 15 ετών, είναι 13,5% και 14,1% αντίστοιχα. Παρατηρείται μάλιστα μια αισθητή μείωση των ποσοστών σε σχέση με την έρευνα HBSC του 1997/8, στην οποία το ποσοστό καπνιστών βρέθηκε 18% στα αγόρια και 19% στα κορίτσια. Ας σημειωθεί ότι στην ηλικία των 15 ετών, υπάρχουν χώρες όπου το ποσοστό καπνίσματος είναι διπλάσιο έως τριπλάσιο έναντι της Ελλάδος. Αντίστοιχα χαμηλά ποσοστά καπνίσματος στις ηλικίες 12 – 17 ετών διαπιστώνει και άλλη μελέτη, στην οποία το ποσοστό καπνιστών μεταξύ των αγοριών ήταν 8,9% και μεταξύ των κοριτσιών 9,5% (Kokkevi et al. 2000).

Τέλος, στη μελέτη GYTS που διενεργήθηκε το έτος 2004 – 2005 σε μαθητές Γυμνασίου, το 32.1% των μαθητών Γυμνασίου δήλωσε ότι είχε δοκιμάσει τσιγάρο στο παρελθόν ενώ το 16,2% των μαθητών δήλωσε ότι ήταν τακτικοί καπνιστές.

Επιπλέον, 1 στους 4 μαθητές καπνιστές δήλωσε ότι είχε καπνίσει για πρώτη φορά σε ηλικία μικρότερη των 10 ετών. Συγχρόνως, το 20% των μη καπνιστών μαθητών θεωρεί ότι θα καπνίζει την επόμενη σχολική χρονιά. Σχετικά με το παθητικό κάπνισμα το 89.8% των μαθητών Γυμνασίου δήλωσε ότι εκτέθηκαν στο παθητικό κάπνισμα στο σπίτι τους και το 94,1% σε δημόσιο χώρο. Σχετικά με την πρόσβαση στα τσιγάρα το 95% (89,5 – 97,7) των μαθητών γυμνασίου δήλωσε ότι αγόραζε τα τσιγάρα χωρίς κάποιον περιορισμό ή άρνηση πώλησης. Τέλος, το 16,7% των μαθητών γυμνασίου δήλωσε ότι του προσφέρθηκαν τσιγάρα δωρεάν από εκπρόσωπο εταιρίας καπνού (Kyrlesi et al. 2007).

Το χαμηλά ποσοστά παιδικού και εφηβικού καπνίσματος που παρατηρούνται στη χώρα μας φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με τα υψηλά ποσοστά καπνιστών και καπνιστριών που παρατηρούνται στους ενήλικες. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η έναρξη του καπνίσματος γίνεται στην Ελλάδα σε μεγαλύτερη ηλικία από τις άλλες χώρες, αλλά είναι μονιμότερη. Πράγματι, στη μελέτη ESPAD, το ποσοστό των καπνιστών 17 – 18 ετών στην Ελλάδα είναι ήδη από τα υψηλότερα (50 και 47%), ενώ αν υπολογίσει κανείς μόνο τα ποσοστά αυτών που καπνίζουν πάνω από 11 τσιγάρα την ημέρα, τα ποσοστά και των δύο φύλων είναι πολύ υψηλότερα όλων των άλλων χωρών της έρευνας (Andersson et al. 2007).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Πολιτικές Κατά του Καπνίσματος στην Ελλάδα

Η λήψη νομοθετικών μέτρων για τον περιορισμό της έκθεσης στο κάπνισμα ξεκίνησε στη χώρα μας το 1952, με την απαγόρευση του καπνίσματος στις δημόσιες συγκοινωνίες, μέτρο το οποίο τελικά κατέστη δυνατό να εφαρμοσθεί αρκετά χρόνια αργότερα. Στη συνέχεια και για περισσότερα από 25 χρόνια, δεν υπήρξε καμία σχετική δραστηριότητα. Το 1979 απαγορεύτηκε το κάπνισμα στα Νοσοκομεία και τις ιδιωτικές κλινικές και το 1980 στους κλειστούς δημόσιους χώρους. Μετά την «περίοδο Δοξιάδη» (τέλη δεκαετίας ’70 με αρχές δεκαετίας ’80), όπου οι περιοριστικές πολιτικές για τον καπνό οδήγησαν σε μείωση τις κατανάλωσης τσιγάρων, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υπάρχει μια προοδευτική αύξηση της κατανάλωσης τσιγάρων και της καπνιστικής συνήθειας των Ελλήνων. Παράλληλα, τα μέτρα αυτά έτυχαν για αρκετά χρόνια περιορισμένης εφαρμογής, με αποτέλεσμα να απαιτηθεί να εκδοθούν δύο ακόμη υπουργικές αποφάσεις με το ίδιο περιεχόμενο, το 1993 και το 2002.

Τα κύρια νομοθετικά μέτρα που έχουν ληφθεί στη χώρα μας είναι αποτέλεσμα εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες 1989/622, 2001/37, 2003/33.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Συχνότητα του Προβλήματος

Συχνότητα του καπνίσματος

Ο Π.Ο.Υ. υπολογίζει ότι στην Ευρώπη περίπου 215 εκ. κατοίκων καπνίζουν, από τα οποία τα 130 εκατ. είναι άνδρες. Το ποσοστό καπνιστών στους άνδρες είναι κατά μέσο όρο 34% στη Δυτική Ευρώπη και 47% στην Ανατολική, ενώ στις γυναίκες, 25% στη Δυτική Ευρώπη και 20% στην Ανατολική (WHO 2007).

Η Ελλάδα παρουσιάζει την υψηλότερη αναλογία καπνιστών μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (37,6%). Κατά την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μείωση του ποσοστού, αλλά παρόλα αυτά, παραμένει το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης.

Παρά τη διαφαινόμενη μείωση των καπνιστών, ο μέσος ετήσιος αριθμός τσιγάρων κατ’ άτομο παρουσιάζει αύξηση. Στη δεκαετία 1991 – 2001 αυξήθηκε κατά 29,7% και έφτασε τα 3.089,4 τσιγάρα και τελικά, το 2004 τα 3.199,8 τσιγάρα. Η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο αριθμό καταναλισκόμενων τσιγάρων κατ’ άτομο στη Δυτική Ευρώπη. Μετά το 2000, ο μέσος ετήσιος κατά κεφαλή αριθμός τσιγάρων στην Ελλάδα είναι διπλάσιος από ότι στη Γερμανία, Γαλλία και Μ. Βρετανία και πενταπλάσιος από ότι στη Νορβηγία.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα – Ωφέλη από τη Διακοπή

Διακοπή του Καπνίσματος και Υγεία

Η διακοπή του καπνίσματος βελτιώνει τις εκβάσεις της υγείας και μπορεί να αναστρέψει την εξέλιξη της νόσου. Τα οφέλη από τη διακοπή του καπνίσματος είναι αποδεδειγμένα. Από τη στιγμή που ένας καπνιστής διακόψει το κάπνισμα ο ανθρώπινος οργανισμός επανορθώνει τη ζημιά, ξεκινώντας μια σειρά από ευεργετικές αλλαγές που θα συνεχιστούν χρόνια:

  • Σε 6 ώρες η παροδική αύξηση της καρδιακής συχνότητας και της αρτηριακής πίεσης αρχίζουν να επανέρχονται στις αρχικές τιμές.
  • Σε οκτώ ώρες από τη διακοπή του καπνίσματος τα επίπεδα νικοτίνης και μονοξειδίου του άνθρακα μειώνονται κατά το ήμισυ και τα επίπεδα οξυγόνου επιστρέφουν σε φυσιολογικά επίπεδα.
  • Στις 24 ώρες το μονοξείδιο του άνθρακα αποβάλλεται από το σώμα.
  • Στις 48 ώρες δεν υπάρχει πλέον νικοτίνη στο σώμα.
  • Σε 3-9 μήνες βελτιώνεται ο βήχας, η δύσπνοια και τα αναπνευστικά προβλήματα, καθώς η πνευμονική λειτουργία αυξάνεται έως και 10%.
  • Στα πέντε χρόνια ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής μειώνεται στο μισό του κινδύνου που διέτρεχε ένας καπνιστής.
  • Στα 10 χρόνια ο κίνδυνος αυτός μειώνεται στα ίδια επίπεδα με αυτόν ενός μη καπνιστή.
 

Είναι χαρακτηριστικό, ότι στην περίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα, ενώ ο κίνδυνος στους καπνιστές είναι 17 – 19 φορές μεγαλύτερος από ό,τι τους μη καπνιστές, μετά 10 – 15 χρόνια διακοπής είναι μόνο 5 φορές μεγαλύτερος και μετά από 15 – 20 χρόνια ελάχιστα μεγαλύτερος από τους μη καπνιστές (US DHHS 1989 IARC 2002). Σε ό,τι αφορά τη στεφανιαία νόσο, συνολικά, η πιθανότητα προσβολής των πρώην καπνιστών είναι η μισή έναντι εκείνης των καπνιστών (Wilson et al. 2000). Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά μείωσης του κινδύνου για τις άλλες συνέπειες του καπνίσματος.

Αυτοί που διακόπτουν το κάπνισμα ζουν περισσότερο από αυτούς που συνεχίζουν. Η διακοπή του καπνίσματος στην ηλικία των 50 χρόνων μειώνει τον κίνδυνο θνησιμότητας εντός των 15 επομένων ετών κατά 50%. Για μερικούς πρώην καπνιστές και ιδιαίτερα εκείνους που διακόπτουν πριν από την ηλικία των 35 ετών, ο κίνδυνος εμφάνισης ασθενειών που σχετίζονται με το κάπνισμα επανέρχεται στα ίδια επίπεδα με τον κίνδυνο που διατρέχει κάποιος που δεν έχει καπνίσει ποτέ στη ζωή του.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα -Διαφορές Κατά Ηλικία

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η συχνότητα του καπνίσματος στην Ελλάδα, παρουσιάζει τα υψηλότερα ποσοστά στις ηλικίες 35 – 44 ετών κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Αττική. Σε άλλη μελέτη, το υψηλότερο ποσοστό παρατηρείται στις ηλικίες 25 – 35 ετών (Kokkevi et al. 2000).

Μεταξύ των νέων, το κάπνισμα, συνολικά στην Ευρώπη, φαίνεται να φτάνει περίπου το 30%. Το ποσοστό είναι κατά κανόνα υψηλότερο στα αγόρια, αλλά σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχει εξισωθεί μεταξύ των δύο φύλων. Στη μελέτη ESPAD που πραγματοποιήθηκε σε σπουδαστές ηλικίας 17 – 18 ετών, σε 7 χώρες, το ποσοστό καπνιστών στην Ελλάδα, ήταν στους άνδρες 50% και στις γυναίκες 47% (Andersson et al. 2007), ενώ σε μελέτη που έγινε το 2001 σε φοιτητές 17 – 30 ετών, το ποσοστό στους άνδρες βρέθηκε 44% και στις γυναίκες 42% (WHO 2008).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα και Καρκίνος

Το κάπνισμα αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία πρόκλησης καρκίνου και ευθύνεται για περίπου το 30% του συνόλου των θανάτων από καρκίνο. Συγκεκριμένα, το κάπνισμα ευθύνεται για:

  • Το 70 – 90% των θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα.
  • Το 75 – 85% των θανάτων από καρκίνο του λάρυγγα.
  • To 50 – 75% των θανάτων από καρκίνο στόματος, φάρυγγα και οισοφάγου.
  • Το 30 – 50% των θανάτων από καρκίνο της ουροδόχου κύστης και των νεφρών.
  • Το 20 – 25% των θανάτων από καρκίνο του παγκρέατος, του στομάχου και μικρότερα ποσοστά άλλων καρκίνων.
 

Η πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του πνεύμονα είναι στους καπνιστές κατά 23,3 φορές μεγαλύτερη στους άνδρες και κατά 12,7 φορές στις γυναίκες σε σχέση με τους μη καπνιστές. Αντίστοιχα, πολύ υψηλότερη είναι η πιθανότητα προσβολής από καρκίνο, στόματος, φάρυγγα, οισοφάγου, αλλά και διπλάσια έως τριπλάσια η πιθανότητα για καρκίνο ουροδόχου κύστης, νεφρών, παγκρέατος, κ.ά.

Παραδοσιακά, ο καρκίνος του πνεύμονα ήταν μια ασθένεια κυρίως των ανδρών. Από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, λόγω του ότι το κάπνισμα στις γυναίκες άρχισε να γίνεται κοινωνικά αποδεκτό, η συχνότητα του καρκίνου του πνεύμονα στις γυναίκες άρχισε να αυξάνεται προοδευτικά.

Από το 1987 ο καρκίνος του πνεύμονα έγινε η πρώτη αιτία θανάτου στις Αμερικανίδες, ξεπερνώντας ακόμα και τον καρκίνο του στήθους. Μάλιστα, ο αριθμός των γυναικών που πεθαίνουν λόγω καρκίνου του πνεύμονα, είναι μεγαλύτερος από ότι το άθροισμα των θανάτων λόγω καρκίνων του μαστού και του παχέος εντέρου, που είναι αντίστοιχα η δεύτερη και τρίτη κυριότερη αιτία θανάτων λόγω καρκίνου στις γυναίκες.

Η παρατηρούμενη διαφορά στο σχετικό κίνδυνο μεταξύ ανδρών και γυναικών οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, όπως την ηλικία έναρξης, τη διάρκεια του καπνίσματος, το μέσο αριθμό τσιγάρων, το βάθος εισπνοής, την ηλικία διακοπής κ.λπ.

Συγκεκριμένα έχει αποδειχθεί, ότι ο κίνδυνος εκδήλωσης καρκίνου στους καπνιστές εξαρτάται κυρίως από:

  • Τον αριθμό των τσιγάρων που καπνίζουν. Ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο σε άνδρες που καπνίζουν κατά μέσο όρο κάτω από 10 τσιγάρα την ημέρα είναι 4 – 5 φορές μεγαλύτερος σε σύγκριση με τους μη καπνιστές, ενώ σε όσους καπνίζουν πάνω από 20 τσιγάρα, 15 – 20 φορές μεγαλύτερος (IARC 2002). Στις γυναίκες, ο σχετικός κίνδυνος φαίνεται να είναι κάπως μικρότερος από ότι στους άνδρες καπνιστές.
  • Την ηλικία έναρξης του καπνίσματος. Σε όσους άρχισαν το κάπνισμα σε ηλικία κάτω των 15 ετών, η πιθανότητα θανάτου από καρκίνο του πνεύμονα είναι 17 – 19 φορές μεγαλύτερη από τους μη καπνιστές, ενώ σε όσους άρχισαν σε ηλικία άνω των 25 ετών ο κίνδυνος είναι 4 – 5 φορές μεγαλύτερος από τους μη καπνιστές (US DHHS 1989).
  • Τη συνολική διάρκεια της καπνιστικής συνήθειας, παράγοντας που φαίνεται ότι έχει ιδιαίτερη σημασία. Αν υποθέσουμε ότι ο τριπλασιασμός του αριθμού των τσιγάρων που καταναλώνονται ημερησίως οδηγεί σε τριπλασιασμό του κινδύνου για καρκίνο του πνεύμονα, ο τριπλασιασμός της διάρκειας της καπνιστικής συνήθειας μπορεί να οδηγήσει σε 100πλασιασμό του κινδύνου (IARC 2002).
 

Σε όσους εκτίθενται παθητικά στο κάπνισμα, ο κίνδυνος προσβολής από καρκίνο του πνεύμονα είναι κατά 20 – 30% μεγαλύτερος από τους μη καπνιστές (US DHHS 2000).

Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι παρά τη μεγάλη μείωση στην περιεκτικότητα των τσιγάρων σε πίσσα και τη χρήση φίλτρων που παρατηρήθηκε μετά το 1980, δεν παρατηρείται ουσιαστική μείωση του κινδύνου στους καπνιστές. Φαίνεται δηλαδή ότι τα «ελαφρά» τσιγάρα ή το φίλτρο δεν μειώνουν τον κίνδυνο (US DHHS 2000).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα και Κύηση

Τόσο το ενεργητικό όσο και το παθητικό κάπνισμα κατά τη διάρκεια της κύησης έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του εμβρύου. Οι κυριότερες επιπτώσεις του καπνίσματος πάνω στο έμβρυο είναι (US DHHS 2000):

  • Το χαμηλό βάρος γέννησης, το οποίο εμφανίζεται σε συχνότητα διπλάσια από ό,τι στις κυήσεις μητέρων μη καπνιστριών.
  • Η αύξηση του κινδύνου πρόκλησης εμβρυϊκού θανάτου.
  • Η αύξηση του κινδύνου αυτόματης αποβολής του εμβρύου.
  • Η αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης πνευματικής καθυστέρησης.
  • Η αύξηση της συχνότητας εμφάνισης εγκεφαλικής παράλυσης.
  • Η αύξηση της συχνότητας κρουσμάτων επιληψίας, διεγερσιμότητας κ.λπ.
  • Η συνολική αύξηση της βρεφικής θνησιμότητας κατά 60%.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα και Υγεία

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ.) εκτιμά ότι το ένα τρίτο του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού, δηλ. 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι, είναι καπνιστές και ότι ο καπνός προκαλεί 3,5 εκατομμύρια θανάτους ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποσοστό που ισοδυναμεί με 10.000 θανάτους την ημέρα από ασθένειες που σχετίζονται με το κάπνισμα, ενώ οι οφειλόμενοι στο κάπνισμα θάνατοι είναι περισσότεροι από το άθροισμα των θανάτων από τα πυροβόλα όπλα, τα ναρκωτικά, τις αυτοκτονίες, το AIDS και τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα. Με τον τρέχοντα ρυθμό εξέλιξης, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020, οι θάνατοι θα έχουν αυξηθεί σε περίπου 10 εκατομμύρια ετησίως.

Το κάπνισμα προκαλεί τουλάχιστον 25 απειλητικές για τη ζωή ασθένειες ή ομάδες ασθενειών και αποτελεί μείζονα παράγοντα κινδύνου σε οκτώ από τις 16 κύριες αιτίες θανάτου ανθρώπων ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών. Επίσης, το άμεσο και το έμμεσο κόστος της θεραπείας των νοσημάτων που σχετίζονται με το κάπνισμα αποτελεί τεράστια επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό της υγείας, παγκοσμίως ( WHO 2007).

Η βλαπτική επίδραση του καπνίσματος οφείλεται σε ένα μεγάλο αριθμό τοξικών ουσιών που βρίσκονται στον καπνό. Ορισμένες από αυτές υπάρχουν ήδη από τη φυτική κατάσταση του καπνού, αλλά οι περισσότερες παράγονται κατά την καύση του τσιγάρου, στη ζώνη πυρόλυσης, όπου επικρατεί θερμοκρασία 950 βαθμών Κελσίου.

Στον καπνό του τσιγάρου έχουν ανιχνευθεί, είτε ως αέρια είτε ως μικροσκοπικά σωματίδια, περισσότερες από 4.000 διαφορετικές ουσίες, μεταξύ των οποίων και η νικοτίνη, καθώς και περισσότερες από 250 γνωστές καρκινογόνες ουσίες. Η νικοτίνη είναι εθιστική, αλλά όχι καρκινογόνος, ενώ το κάπνισμα τσιγάρων με χαμηλότερα επίπεδα πίσσας και νικοτίνης δεν παρέχει κανένα όφελος για την υγεία.

Οι κύριες βλαπτικές επιπτώσεις του καπνίσματος εντοπίζονται στην αύξηση της συχνότητας εμφάνισης και στην αύξηση της θνησιμότητας των παρακάτω νοσημάτων:

  • στεφανιαία νόσο.
  • καρκίνο του πνεύμονα, του φάρυγγα, του λάρυγγα, της ουροδόχου κύστης κ.λπ.
  • χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες.
  • αγγειακές παθήσεις του εγκεφάλου, ενώ σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στη βρεφική θνησιμότητα και στις εμβρυϊκές επιπλοκές κατά την κύηση.
 

Ο κίνδυνος από το κάπνισμα αυξάνει:

  • Όσο μικραίνει η ηλικία έναρξης του καπνίσματος.
  • Όσο αυξάνει η συνολική διάρκεια του καπνίσματος.
  • Όσο αυξάνει ο μέσος αριθμός τσιγάρων που καταναλώνονται.
 

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για ένα άτομο ηλικίας 25 ετών, η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων την ημέρα θα μειώσει το προσδόκιμο ζωής κατά 4,6 έτη, ενώ σε έναν καπνιστή 2 πακέτων την ημέρα, το προσδόκιμο επιβίωσης θα μειωθεί κατά 8,3 έτη.

Έναρξη του καπνίσματος σε ηλικία 15 ετών μειώνει κατά μέσο όρο το προσδόκιμο ζωής κατά 8 έτη, ενώ έναρξη σε ηλικία άνω των 25 ετών, επιφέρει μείωση του προσδόκιμου ζωής κατά 4 έτη (US DHHS 1989).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Κάπνισμα και Χρόνιες Πνευμονοπάθειες

Το κάπνισμα αποτελεί την αιτία του 80-85% των κρουσμάτων από χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες (χρόνια βρογχίτιδα, άσθμα, πνευμονικό εμφύσημα) (US DHHS 2004).

Η κλιμάκωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου σε συνάρτηση με τον αριθμό των καταναλισκόμενων τσιγάρων είναι περίπου ίδια με εκείνη που παρατηρείται στον καρκίνο του πνεύμονα. Δηλαδή, οι καπνιστές μισού, ενός, δύο ή άνω των δύο πακέτων τσιγάρων την ημέρα, έχουν αντίστοιχα 5, 10, 15 και 20 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες σε σύγκριση με τους μη καπνιστές (Fielding 2002).

Οι μη καπνιστές που εκτίθενται παθητικά στο κάπνισμα και ιδίως τα παιδιά, αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο προσβολής από χρόνιες πνευμονοπάθειες σε σχέση με τους μη καπνιστές (US DHHS 2000).

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

Καρκίνος – Θνησιμότητα


Θνησιμότητα από νοσήματα σχετιζόμενα με το κάπνισμα

Στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο, περίπου 1,2 εκατ. θάνατοι οφείλονται στο κάπνισμα και αντιπροσωπεύουν περίπου 14% του συνόλου των θανάτων. Μόνο εξαιτίας του παθητικού καπνίσματος, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημειώνονται ετησίως79.000 θάνατοι (WHO 2007).

Υπολογίζοντας το μέγεθος του προβλήματος με βάση τα χαμένα έτη ζωής λόγω πρώιμου θανάτου ή αναπηρίας (DALY’s), το κάπνισμα, στην Ευρώπη, ευθύνεται για το 12,3% χαμένων ετών ζωής (WHO 2005). Στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, είναι η πρώτη αιτία χαμένων ετών ζωής λόγω θανάτου ή αναπηρίας. Έχει υπολογισθεί, ότι το προσδόκιμο ζωής των καπνιστών μειώνεται κατά 5 ως 8 χρόνια και ότι χάνονται κατά μέσο όρο 5,5 λεπτά ζωής για κάθε τσιγάρο που καπνίζεται, δηλαδή περίπου όσο και ο χρόνος καπνίσματος του τσιγάρου.

Στην Ελλάδα, η οφειλόμενη στο κάπνισμα θνησιμότητα φτάνει το 19,3%, ενώ το ποσοστό των χαμένων ετών ζωής το 12,9%.

Πηγή: Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Κάπνισμα 2008-2012 του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης 2008

 

Τι προβλέπει η υπουργική απόφαση για τα αντικαπνιστικά μέτρα

Η Υπουργική Απόφαση, που συνοδεύει την εφαρμογή του νόμου για την απαγόρευση του καπνίσματος δημοσιεύθηκε σήμερα στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και εστάλη σε όλους τους Δήμους και τις Νομαρχίες της χώρας, καθώς επίσης και προς όλα τα συναρμόδια Υπουργεία. Με την απόφαση καθορίζονται πλήρως οι όροι για την απαγόρευση του καπνίσματος, οι τεχνικές λεπτομέρειες για τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και οι αρμοδιότητες των φορέων που θα εμπλακούν στον έλεγχο της εφαρμογής των μέτρων.

Στην απόφαση γίνεται σαφές ότι θα απαγορεύεται η είσοδος και παραμονή των ανηλίκων σε χώρους που επιτρέπεται το κάπνισμα ακόμα και στις περιπτώσεις ιδιωτικών εκδηλώσεων, ανεξάρτητα από το εάν συνοδεύονται από ενήλικες.

Επίσης, προβλέπεται ότι από την εφαρμογή των αντικαπνιστικών μέτρων «εξαιρούνται τα ψυχιατρικά ιδρύματα και οι μονάδες ψυχικής υγείας, καθώς για τους ασθενείς τους αποκλειστικά, δύναται να επιτραπεί το κάπνισμα κατόπιν έγγραφης γνωμάτευσης του θεράποντος ιατρού για θεραπευτικούς και μόνο λόγους».

Σε ότι αφορά τα καζίνο, οι όροι σχετικά με την απαγόρευση του καπνίσματος στις αίθουσες παιχνιδιού, θα καθορισθούν κατόπιν διαβούλευσης με το Υπουργείο Οικονομίας & Οικονομικών και το Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης.

Τέλος, με σημερινή απόφαση του Υπουργού κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου, συγκροτήθηκε το Σώμα Επιθεωρητών του «Τομέα Ελέγχου Καπνού και Αλκοόλ» του ΣΕΥΥΠ, Τομεάρχης του οποίου ανέλαβε, λόγω της σημασίας του θέματος, ο Γενικός Διευθυντής του ΣΕΥΥΠ κ. Μιχάλης Σαμπατακάκης. Τους Επιθεωρητές θα συνδράμουν στο έργο τους οι αστυνομικές και λιμενικές αρχές.

Διαβάστε παρακάτω την Υπουργική Απόφαση για την εφαρμογή του νόμου για την απαγόρευση του καπνίσματος

 

Διακοπή καπνίσματος: εξελίξεις και προοπτικές

Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε μια αυξημένη συνειδητοποίηση ότι το ‘κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία’.  Είναι επόμενο, λοιπόν, να αυξηθούν και οι προσπάθειες ή, καλύτερα, οι μέθοδοι διακοπής του καπνίσματος.  Πολλές και διαφορετικές ‘θεραπείες’ έχουν προταθεί.  Αν επιχειρούσαμε να τις οργανώσουμε σε κατηγορίες θα καταλήγαμε σε δύο βασικά σχήματα: τις υποστηρικτικές, μέσω συμβουλευτικής, και τις φαρμακευτικές, μέσω σκευασμάτων όπως υποκατάστατα νικοτίνης ή αμιγώς φαρμακευτικά σκευάσματα.  Οι υποστηρικτικές μέθοδοι έχουν σαν σκοπό την αλλαγή στον τρόπο σκέψης, την οικοδόμηση μηχανισμών άμυνας στο άγχος και την πίεση της καθημερινότητας, ώστε το άτομο να μπορεί να ελέγξει την εξάρτηση από το τσιγάρο, και την δημιουργία δικτύου – κοινωνικής στήριξης του καπνιστή/στριας.  Η φαρμακευτική προσέγγιση έχει σαν στόχο τον έλεγχο, άρα την σταδιακή μείωση της νικοτίνης, μέσω υποκατάστατων νικοτίνης, και την αλλαγή στο επίπεδο των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο ώστε να ‘μαλακώσουν’ τα συμπτώματα στέρησης.  Θεωρώ ότι πλέον γνωρίζουμε  (ή έχουμε ακούσει) όλοι τα αρνητικά που συμβαίνουν στο σώμα μας ακόμα και με ένα τσιγάρο ή την εισπνοή του καπνού του τσιγάρου των άλλων.  Περιττό να αναφερθώ ξανά σε αυτά.  Άλλωστε η επιδίωξη να ‘τρομάξουμε τον κόσμο για να σταματήσει το κάπνισμα’ φαίνεται να μην λειτουργεί. (Για έναν πολύ απλό λόγο: δεν μας ‘αφορά’ προσωπικά ο κίνδυνος- αφορά τους άλλους !).

Θα ήθελα, λοιπόν, να θέσω το εξής δεδομένο που συζητείται όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια: το κάπνισμα είναι εξάρτηση (από την νικοτίνη) και οφείλουμε να το διαχειριστούμε ως τέτοια (όπως οποιαδήποτε άλλη ουσία, π.χ. το αλκοόλ ή το χασίς).  Δεν είναι απλώς ‘συνήθεια’ που πρέπει να κοπεί γιατί ‘κάνει κακό’.

Τα κριτήρια που καθορίζουν την εξάρτηση είναι:

  • η ένταση της επιθυμίας για την χρήση του είναι δυνατότερη από τις σκέψεις και την κρίση του ατόμου,
  • το ποσοστό ελέγχου πάνω στην χρήση του είναι περιορισμένο,
  • τα συμπτώματα με την διακοπή ή την μείωση του είναι εμφανή και ταλαιπωρούν το άτομο,
  • η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της χρήσης κυμαίνεται από την άρνηση ως την αποδοχή ανάλογα με την περίσταση.

Έχει βέβαια τις εξής ιδιαιτερότητες: α) τα προϊόντα της νικοτίνης είναι νόμιμα, εύκολα στην πρόσβαση και κοινωνικά αποδεκτά, β) σε σύγκριση με άλλες νόμιμες ουσίες (αλκοόλ ή χάπια) τα σωματικά συμπτώματα στέρησης είναι ήπια και χρονικά περιορισμένα στην αρχή της διακοπής, γ) το κάπνισμα ‘κοινοποιείται’ σε δημόσιους χώρους – η απαγόρευση του καπνίσματος είναι μέτρο προστασίας για τους άλλους και όχι για τον ίδιο τον χρήστη όπως με τις άλλες ουσίες, δ) είναι εύκολο για τον καπνιστή να κουβαλάει μαζί του τα τσιγάρα του, άρα και να τα συνδέει με μέρη, συναισθήματα, κινήσεις, πράγμα που κάνει ακόμα πιο δύσκολο τον έλεγχο του καπνίσματος όταν προσπαθεί να το κόψει.

Η διακοπή του καπνίσματος οφείλει να περιλαμβάνει: α) σωστή διάγνωση της ‘συνήθειας’ (πότε, πως, πόσο, με τι άλλο συνδέεται, την χρονική περίοδο που το άτομο παίρνει την απόφαση να το κόψει σε σχέση με το εξελικτικό στάδιο που βρίσκεται στην ζωή του, αν υπάρχει ταυτόχρονα άλλο πρόβλημα ψυχικής ή σωματικής υγείας, τι έχει συμβεί στο παρελθόν), β) αξιολόγηση της σωστής θεραπευτικής αγωγής (εξαρτάται από τις προσδοκίες του ατόμου, τις αντιλήψεις του και τα πιστεύω του/της που όμως σχετίζονται με τις αποφάσεις του και την συμπεριφορά του), γ) παρακολούθηση με συχνή επαφή ώστε να επιλύονται τα προβλήματα που προκύπτουν ή για την αλλαγή της θεραπευτικής προσέγγισης αν δεν αποδεικνύεται δόκιμη.  Οι ερευνητές μας λένε ότι η διεπιστημονική προσέγγιση – υποστηρικτική (άρα ειδικός ψυχικής υγείας) και φαρμακευτική (άρα γιατρός)- φαίνεται να έχει τα καλύτερα αποτελέσματα.  Απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια με το εκάστοτε σύστημα υγείας – η ανθρωπότητα άλλωστε παλεύει με τις εξαρτήσεις για χιλιάδες χρόνια.  Συνήθως απειλούμαστε από αυτές που αλλάζουν την επαφή του ατόμου με το περιβάλλον ή που κοστίζουν ακριβά. Και σίγουρα τα βραχυπρόθεσμα θετικά του τσιγάρου (χαλαρώνει, δίνει “δουλειά” στα χέρια, κάνει τις ευχάριστες στιγμές ακόμα πιο απολαυστικές. σας κάνει να νιώθετε πιο άνετα στις κοινωνικές συναναστροφές, είναι “δεμένο” με τον καφέ ή το ουίσκι και αναπόσπαστο “επιδόρπιο” μετά από κάθε γεύμα ή μετά το σεξ) είναι αρκετά. Έχουμε να θέσουμε όμως μακροπρόθεσμους στόχους.  Και το κίνητρο του καθενός μας είναι διαφορετικό όπως διαφορετική οφείλει να είναι και η αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου είτε μιλάμε για αποκατάσταση είτε για πρόληψη.

Αθηνά Στεφανάτου, Κλινική Ψυχολόγος – Ειδική σε θέματα Υγείας, συνεργάζεται με το Ιατρείο Καρδιακής Αποκατάστασης του Π.Γ.Ν. ΑΤΤΙΚΟΝ.