Άρθρο του Κώστα Φουντουλάκη, επίκουρου Καθηγητή Ψυχιατρικής, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης:”Άλογα και Παράλογα”

26-12-2016

Είναι δηλητηριώδες το κρέας αλόγου; Προφανώς όχι. Ούτε του βατράχου, της γάτας ή του σκύλου. Μάλιστα σε πολλές χώρες του κόσμου εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι τρώνε σκορπιούς, φίδια και έντομα χωρίς συνέπειες για την υγεία τους, αντίθετα τα θεωρούν έδεσμα. Τότε γιατί η αναστάτωση και ο πανικός; Γιατί λοιπόν να ασχοληθούμε με το θέμα;

Προφανώς και το πρόβλημα δεν είναι οι γευστικές μας προτιμήσεις. Άλλωστε το όποιο κρέας νόθευε τα τρόφιμα και δεν αλλοίωνε τη γεύση, κανείς δεν το καταλάβαινε. Κανείς δεν αηδίασε και κανείς δεν παραπονέθηκε. Όμως, επίσης, κανένας δεν ήξερε τι έτρωγε.

Αυτό φυσικά είναι το λιγότερο. Ο πολίτης αγοράζει, καταναλώνει, επενδύει ακόμα και «συναισθηματικά» σε συγκεκριμένα προϊόντα έναντι άλλων, με βάση την εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη στο ότι θα πάρει αυτό που ζητάει, στην ποιότητα και ποσότητα που θέλει, θα είναι ασφαλής η υγεία του και όλα αυτά τελικά αφορούν την εμπιστοσύνη του σε αυτά που γράφονται στην ετικέτα του προϊόντος.

Σήμερα, όλοι μας είμαστε σκεφτικοί ή θα έπρεπε να είμαστε. Αν στην προηγμένη Σκανδιναβία, στην αυστηρή Γερμανία ή στην υπεροργανωμένη Αγγλία, κρέας αγνώστου ποιότητας, προέλευσης και κυρίως ασφάλειας «τρύπωσε» στα ράφια των σουπερμάρκετ τα καμπανάκια μας εδώ στην Ελλάδα θα έπρεπε να χτυπάνε δαιμονισμένα.

Το θέμα υγεία είναι σοβαρό όταν αναφέρεται κανείς στην ποιότητα της διατροφής. Όμως είναι ακόμα σοβαρότερο όταν αναφέρεται στα φάρμακα. Διότι αν η ποιότητα και η ποσότητα της ουσίας που αναγράφεται στην ετικέτα δεν είναι η αναμενόμενη ή αν η μορφή δεν είναι σωστά φτιαγμένη, τότε και το αποτέλεσμα δε θα είναι το αναμενόμενο. Με απλά λόγια δε θα γίνει η θεραπεία.

Τι κοινό έχουν τα τρόφιμα με τα φάρμακα; Είναι απλό. Οι βασικές αρχές ελέγχου και παρακολούθησης της ποιότητας είναι παρόμοιες. Γι’ αυτό και στις ΗΠΑ υπάρχει ένας κοινός Οργανισμός που επιβλέπει και τα δύο, ο Food and Drug Administration (FDA). Και σε όλον τον κόσμο ο βασικός μηχανισμός λειτουργίας των υπηρεσιών που είναι υπεύθυνες για τα φάρμακα και τα τρόφιμα είναι οι επιτόπου δειγματοληπτικοί έλεγχοι και με πραγματική πρόσβαση στο προϊόν και όχι μόνο στα χαρτιά που το συνοδεύουν. Στην Ελλάδα υπάρχει ο υποστελεχωμένος Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκου. Κάνει ελέγχους; Φυσικά. Κυρίως στα χαρτιά και με βάση τα χαρτιά. Οι πραγματικοί έλεγχοι προϊόντος είναι αναλογικά ελάχιστοι. Άραγε πόσο ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο Έλληνας ασθενής με τις εκατοντάδες φαρμακευτικές εταιρίες που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και που οι περισσότερες απ’ αυτές δεν έχουν ελεγχθεί πραγματικά, ποτέ;

Αναπόφευκτα ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης περνά στον γιατρό και κυρίως στον ίδιο τον πολίτη-ασθενή. Το σημαντικότερο σημείο της ιστορίας αυτής είναι ότι το συγκεκριμένο εμπορικό σκεύασμα της συγκεκριμένης εταιρίας δε θα πρέπει να αλλάζει συχνά για τον ασθενή. Τα ασφαλιστικά ταμεία προφανώς μπορούν να επιλέξουν οικονομικά συμφέρουσες λύσεις, αλλά μέσα σ’ αυτές πιθανότατα θα υπάρχουν και υψηλής αλλά και άγνωστης ποιότητας φάρμακα. Η τυχαία εναλλαγή των εμπορικών συσκευασιών οδηγεί αποδεδειγμένα σε χειρότερο θεραπευτικό αποτέλεσμα καθώς ο ίδιος ασθενής μπορεί να παίρνει θεωρητικά την ίδια φαρμακευτική ουσία αλλά από άλλη εταιρία κάθε τόσο. Επιπλέον, η όποια προβληματική παρτίδα φαρμάκων θα είναι αδύνατον να εντοπιστεί. Η αγορά του φαρμάκου σίγουρα δε μπορεί να αυτορυθμιστεί με καθαρούς όρους αγοράς. Ωστόσο η ενεργή συμμετοχή του πολίτη-ασθενή-καταναλωτή είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της ποιότητας και την παρακολούθηση της αγοράς του φαρμάκου. Το φάρμακο αναγκαστικά πρέπει να είναι «επώνυμο» ώστε η «επωνυμία» να φέρει το βάρος και την ευθύνη τόσο της προσφοράς όσο και των «αμαρτιών» της εταιρίας που το παράγει.

Το «επώνυμο» του φαρμάκου φέρει από μόνο του θεραπευτικό βάρος. Προφανώς όχι τόσο μέσω φαρμακολογικής δράσης αλλά σαφώς μέσα από την εμπιστοσύνη που αποκτά ο ασθενής γνωρίζοντας και επιλέγοντας τη θεραπεία. Ο κάθε άνθρωπος και ιδιαίτερα όσοι πάσχουν από ψυχικά προβλήματα, δένεται δυνατά με τις παραμέτρους της θεραπείας του, ειδικά όσο αυτή είναι αποτελεσματική. Όπως είναι δύσκολο και ίσως λάθος να αλλάζει κανείς γιατρό, όταν έχει μπεί σε ένα καλό θεραπευτικό δρόμο, το ίδιο λάθος είναι να αλλάζει σκεύασμα, όσο κι αν αυτό εκ πρώτης όψεως και με μια απλουστευτική προσέγγιση αφορά μόνο το χρώμα του κουτιού και το όνομα της συσκευασίας.

Η υγεία προφανώς δεν είναι ένα «μεταφυσικό» αγαθό που στο όνομά του επιτρέπεται κάθε παράλογη νοοτροπία, όπως αυτή που ζήσαμε στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Από την άλλη μεριά όμως, δε θα πρέπει να αφεθεί ένας τυφλός οικονομοτεχνικός ακτιβισμός να μειώσει στην πράξη το θεραπευτικό αποτέλεσμα, να αυξήσει τα προβλήματα αντί να τα μειώσει και τελικά να αυξήσει το ίδιο το κόστος.

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Κέρδος”.