Αθανάσιος Γιαννόπουλος Πρόεδρος ΚΕΕΛΠΝΟ: “Η προσφυγιά χθες και σήμερα” και ο ρόλος του ΚΕΕΛΠΝΟ στη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας

26-12-2016

Τις δραματικές ομοιότητες που παρουσιάζουν τα προσφυγικά ρεύματα στη χώρα μας ανέδειξε ο πρόεδρος του ΚΕΕΛΠΝΟ κος Αθανάσιος Γιαννόπουλος στην ομιλία του κατά την εκδήλωση για τα 23 χρόνια λειτουργίας του Οργανισμού. Ο κος Γιαννόπουλος κάνοντας μια αναδρομή στα 100 χρόνια ελληνικής ιστορίας, αναφέρθηκε στην ανταπόκριση της «ελληνικής ψυχής» στις ανάγκες ανθρώπων που πόλεμοι και ιστορικές ανακατατάξεις τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη γενέθλια γη τους, ενώ υπογράμμισε τη συμβολή του ΚΕΕΛΠΝΟ στη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας. Το Healthview την παραθέτει ολόκληρη, εκτιμώντας ότι η συνοπτική και περιεκτική ομιλία του κου Γιαννόπουλου περά από το ιστορικό της ενδιαφέρον αναδεικνύει και το μέγεθος του προβλήματος που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα για άλλη μια φορά η χώρα μας.

“Η αξία των θεσμών φαίνεται από την αντοχή τους στο χρόνο. Και το ΚΕΕΛΠΝΟ είναι ένας τέτοιος σημαντικός θεσμός. Τρεις είναι οι πυλώνες που αναδεικνύουν την αξία ενός θεσμού.

Α) η δυνατότητά του να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της καθημερινότητας όπως αυτά αναφύονται.

Β) να έχει τη δυνατότητα της προσαρμογής έτσι ώστε απρόβλεπτες καταστάσεις και ασύμμετρες διαδικασίες να αντιμετωπίζονται με αποφασιστικότητα χωρίς να κινδυνεύουν από τα προβλήματα που δημιουργεί η γραφειοκρατία,

Γ) η διαμόρφωση λειτουργιών πρωτοβουλίας και πρόληψης έτσι ώστε κάθε φορά όταν προκύπτει ένα γεγονός να μην είναι απαραίτητη η διαδικασία νομοθετικών ρυθμίσεων, διοικητικών παρεμβάσεων ή ακόμα έκδοσης προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων.

Το ΚΕΕΛΠΝΟ στην ουσία της λειτουργίας του και στη φιλοσοφία του καλύπτει πλήρως αυτούς τους τρεις πυλώνες. Ειδικότερα για το σημερινό πρόβλημα που δεν είναι σημερινό αλλά διαχρονικό και αξίζει τον κόπο να δούμε πως το προσφυγικό πρόβλημα είναι συνυφασμένο με τη μοίρα αυτού του τόπου τα τελευταία 100 χρόνια. Τα Προσφυγικά ρεύματα στην Ελλάδα (1914-1922) Το σύγχρονο προσφυγικό – μεταναστευτικό πρόβλημα Η Ελληνική παρουσία στη Μ. Ασία ήταν μακραίωνη. Οι Ελληνικοί πληθυσμοί αραίωσαν μετά το 12ο αι. εξαιτίας των μαζικών εξισλαμισμών. Τα προσφυγικά ρεύματα ενισχύθηκαν τον 20ο αιώνα εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της εχθρότητας των Βαλκανικών χωρών. Τα πρώτα προσφυγικά ρεύματα του 20ου αιώνα (1906) προέρχονται από την Ανατολική Ρωμυλία λόγω βιαιοπραγιών Βουλγάρων (Μακεδονικός Αγώνας). Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), εντείνονται τα προσφυγικά ρεύματα από τη Βουλγαρία, τη Δ. Θράκη, την Αν. Μακεδονία και σερβικές περιοχές, όπως και από Ρωσία (περιοχή Καυκάσου).

Ο πρώτος επίσημα καταγεγραμμένος διωγμός Ελλήνων από τη Μ. Ασία πραγματοποιήθηκε το 1914. Η εδαφική συρρίκνωση της Οθ. Αυτοκρατορίας (Βαλκανικοί – Α΄ Π.Π.) αφύπνισε τον τουρκικό εθνικισμό, με αποτέλεσμα την ενίσχυση της εχθρότητας κατά μειονοτήτων (Έλληνες & Αρμένιοι). Η μεθόδευση και η έναρξη των διωγμών ξεκίνησε στις αρχές του 1914 με μαζικές μεταναστεύσεις μουσουλμάνων της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλαʆ δας προς τη Μ.Ασιʆα. Η εʆναρξη του Α΄ Π.Π. και η εκκένωση περιοχών για στρατιωτικούς λόγους αποτέλεσαν το πρόσχημα εκδίωξης πολλών Ελλήνων της Αν. Θράκης και της Μ.Ασίας (Μάιος 1914). Πριν ξεκινήσει η εκδίωξη των Ελλήνων, είχε προηγηθεί ανθελληνική εκστρατεία στον τουρκικό τύπο και ισχυρή καταπίεση των Ελλήνων (λεηλασίες, δολοφονίες).

Παραδείγματα καταπίεσης των Ελλήνων ήταν τα εξής (1) Έκτακτες επιβαρύνσεις και επιτάξεις ειδών, (2) Εμπόδια στο εμπόριο, (3) Εκτοπίσεις πληθυσμών στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, (4) Τάγματα εργασίας, (5) Σύλληψη και εκτέλεση λιποτακτών μετά την κατάργηση  της εξαγοράς της θητείας. Ως αποτέλεσμα αυτών, δημιουργήθηκε κύμα φυγής προς Ελλάδα. Ως το 1918, οι διωγμοί είχαν επεκταθεί και σε άλλες περιοχές (Μαρμαράς, Πόντος). Άλλα μικρότερα προσφυγικά ρεύματα προς την Ελλάδα για την περίοδο 1914-1920 ήταν τα εξής: 1914: μετακίνηση Ελλήνων από τη Βόρεια Ήπειρο εξαιτίας της ίδρυσης Αλβανικού Κράτους. 1916: μετανάστευση Ελλήνων από την Ανατ. Μακεδονία μετά την κατάληψη της από Βούλγαρους (Α’ Π.Π.) 1919: (1) αμοιβαία μετανάστευση Ελλήνων και Βουλγάρων μετά τη συνθήκη του Νεϊγύ (μετακίνηση 30.000 Ελλήνων και 50.000 Βουλγάρων). (2) Μετανάστευση Ελλήνων από τη Ρουμανία λόγω πολεμικών συγκρούσεων στη περιοχή. (3) μετανάστευση Ελλήνων από το Αιδίνιο και από περιοχές στο εσωτερικό της Μ. Ασίας εξαιτίας της έναρξης της Μικρασιατικής εκστρατείας. 1919-1921: Μετακίνηση Ελλήνων από τη Ρωσία προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Ελλάδα εξαιτίας της Ρώσικης Επανάστασης και την κατάληψη ρωσικών επαρχιών από τους Τούρκους. Συνολικά, έως και το 1920, είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα 800.000 άτομα, είτε με δικά τους μέσα είτε με τη βοήθεια του Κράτους.

Οι τόποι εγκατάστασης τους ήταν η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία, τα νησιά του Αν. Αιγαίου, η Κρήτη, ο Βόλος, η Πάτρα και τα νησιαʆ του Αργοσαρωνικουʆ . Μετα το τεʆλος του Α΄Π.Π. (τεʆλος 1918), δημιουργήθηκε η Πατριαρχική Επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη για τον επαναπατρισμό των εκτοπισμένων. Τμηματικά επέστρεψαν αρχικά οι πιο εύποροι και από ορισμένες μόνο περιοχές της Δ. Μ. Ασίας. Ως το τέλος του 1920 είχαν επιστρέψει σχεδόν όλοι στη Μ. Ασία και στην Αν. Θράκη. Οι περισσότεροι επέστρεψαν μετά την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη (Μάιος 1919). Η μεγαλύτερη μετακίνηση προσφύγων Ελληνικής καταγωγής καταγράφεται μετά την Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922). Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν περί τους 1.500.000 πρόσφυγες. Με τη Σύμβαση της Λωζάννης, επικυρώθηκε επίσημα η Ελληνοτουρκική σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών (30 Ιανουαρίου 1923). Οι όροι της σύμβασης προέβλεπαν την υποχρεωτική ανταλλαγή Ελλήνων Ορθοδόξων της Τουρκίας και Τούρκων Μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες της Κων/πολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, όπως και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Οι μετακινούμενοι πληθυσμοί όφειλαν να αποβάλλουν την παλιά ιθαγένεια και να παίρνουν την ιθαγένεια της χώρας που εγκαθίστανται, να μεταφέρουν την κινητή περιουσία τους και δικαιούνταν ως αποζημίωση περιουσία ίσης αξίας με αυτήν που εγκατέλειψαν. Η ανταλλαγή ήταν μαζική και υποχρεωτική (οι προηγούμενες παρόμοιες συμφωνίες είχαν εθελοντικό χαρακτήρα).

Χαρακτηρισμένη ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία», η αθρόα εισροή προσφύγων στην ελληνική επικράτεια, απότοκη της λεγόμενης Μικρασιατικής Καταστροφής, προκάλεσε μια σειρά ανακατατάξεων σε δημογραφικό και οικονομικό επίπεδο, τα οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει η Ελλάδα εν τω μέσω των ήδη διαμορφωμένων αρνητικών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Τα προβλήματα αυτά ήταν η στέγαση, οι υποδομές υποδοχής και εγκατάστασης, η δημόσια υγεία και η επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων. Στην πραγματικότητα το προσφυγικό ζήτημα της συγκεκριμένης περιόδου είναι το τελευταίο μιας μακράς σειράς πληθυσμιακών ανακατατάξεων στον ελλαδικό χώρο ήδη από τον 17ο αιώνα. Το Ελληνικό κράτος εξαιτίας της Μικρασιατικής εκστρατείας είναι εξαντλημένο οικονομικά και είναι υποχρεωμένο να θρέψει, να στεγάσει, να περιθάλψει, να τονώσει ηθικά και να εντάξει κοινωνικά 1.500.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες.

Ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της άφιξής τους οι Μικρασιάτες πρόσφυγες παρουσίασαν μεγάλη κινητικότητα στις μετακινήσεις τους, περιφερόμενοι σε αναζήτηση μόνιμης εγκατάστασης από τις αστικές προς τις αγροτικές περιοχές και τανάπαλιν, παρά τις επιδιώξεις των διαδοχικών κυβερνήσεων για αύξηση της 3 αγροτικής παραγωγής. Η προσπάθεια μαζικής μετακίνησης προσφυγικών πληθυσμών στη μακεδονική γη πέραν της αναπτυξιακής αγροτικής πολιτικής εξυπηρέτησε και τον πολιτικό στόχο της αντικατάστασης των σλαβόφωνων, που μετανάστευαν αναγκαστικά είτε προς τη Βουλγαρία και τη Σερβία, είτε προς τις χώρες του Νέου Κόσμου. Η προσωρινή στέγαση Μικρασιατών προσφύγων έγινε καταρχήν σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, δημόσια κτήρια, σε παράγκες, σε σκηνές, σε χαμόσπιτα και σε καλύβες που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά, σε οικισμούς αμιγώς προσφυγικούς. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες. Δεν υπήρχαν έργα υποδοχής, ούτε δίκτυα ύδρευσης, ηλεκτροφωτισμού και αποχέτευσης. Έλειπαν παντελώς οι χώροι αναψυχής, ενώ μεταδίδονταν εύκολα επιδημικές ασθένειες όπως ο εξανθηματικός τύφος, η γρίπη, η ελονοσία, η φυματίωση και η ευλογιά, παρούσες ήδη στην Ελλάδα και πριν την άφιξη των προσφύγων. Φαίνεται λογικό, λοιπόν, το γεγονός ότι δόθηκε προτεραιότητα στην αντιμετώπιση στοιχειωδών και πιεστικών αναγκών, όπως ήταν η διατροφή που αντιμετωπίστηκε με την οργάνωση συσσιτίων και παροχή τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης, όπως και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Οι συχνές επιτάξεις κατοικιών, η παραχώρηση γης προς εκμετάλευση δημιούργησε κλίμα ώστε οι πρόσφυγες αντιμετωπίστηκαν αρχικά εχθρικά τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές. Στον αντίποδα πιθανώς βρίσκεται η βοήθεια μερίδας ντόπιων κατοίκων και πολλών ιδιωτών, οι οποίοι πρόσφεραν ατομικά ή οργανωμένα με τη διενέργεια εράνων, την οργάνωση πρόχειρων συσσιτίων, τη διανομή ψωμιού, την παροχή ρουχισμού, φαρμάκων κ.α. Ένα μεγάλο τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού εμφανίστηκε ως αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, παρέχοντας επιπλέον κίνητρα για τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων. Σημαντικό είναι να αφιερώσουμε λίγα λόγια για τον πολιτισμό των προσφύγων. Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, οι πρόσφυγες μετέφεραν στην νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέικου με το ρεμπέτικο. Η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας. Ιδιαίτερα οι πόλεις, στην προκειμένη περίπτωση, λειτούργησαν ως ανοικτά «συστήματα» για τη διάχυση και αφομοίωση κάθε είδους πολιτισμικής δραστηριότητας. Τα προβλήματα της μετανάστευσης και των προσφύγων είναι και πάλι παρόντα.

Πριν από 25 περίπου είχαμε ένα ρεύμα προσφύγων και μεταναστών από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων τα καθεστώτα απώλεσαν την εξουσία κάτω από δραματικά γεγονότα. Ήρθαν στη χώρα μας από αυτές τις χώρες εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών, είτε ελληνικής καταγωγής ή και αλλοεθνών. Κάποιοι από αυτούς ήρθαν για να μείνουν μόνιμα και κάποιοι άλλοι ήρθαν, εργάστηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Όσοι έμειναν στη πατρίδα μας ενσωματώθηκαν πλήρως. Σήμερα το πρόβλημα που αναφύεται έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με όλα τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα. Το πλέον άδηλο ή ασαφές στοιχείο είναι ο τελικός 4 προορισμός των μεταναστών και προσφύγων. Προορισμός τους είναι ή Ευρώπη ή Κεντρική Ευρώπη ή η Βόρεια Ευρώπη ή κάποια συγκεκριμένη χώρα. Είναι προφανές πως οι Έλληνες έχουν ισχυρές εμπειρίες και βιώματα από μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα και ροές. Ας μην ξεχνούμε πως οι αρχαίοι πρόγονοί μας πρωτοπόροι στην παγκόσμια ιστορία είχαν τον ξένιο Δία προστάτη των ξένων, ανέστιων και απροστάτευτων. Ο χριστιανισμός δίδασκε και διδάσκει την προστασία των πτωχών, αδύνατων και απροστάτευτων. Η στάση αυτή των Ελλήνων απέναντι στον συνάνθρωπό μας που έχει ανάγκη, ανεξάρτητα από τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία και την καταγωγή ισχύει και αναδεικνύεται καθημερινά στους τόπους άφιξης των μεταναστών και προσφύγων, αλλά και στους τόπους διαμονής ή διέλευσης. Το σημαντικότερο από όλα είναι πως η στάση αυτή εκδηλώνεται και σήμερα που ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού βιώνει έντονα την οικονομική κρίση. Η κρίση δεν εμποδίζει για να επιδείξει ο Έλληνας την ζεστασιά του και την αλληλεγγύη του. Για το λόγο αυτό χιλιάδες άνθρωποι είναι ανώνυμοι βοηθοί, εθελοντές και συμπαραστάτες στους πρόσφυγες και μετανάστες. Πολλοί μάλιστα παράλληλα με τη βοήθεια και το έργο υποδοχής των πολιτών αυτών από τις δομές της ελληνικής πολιτείας, δεν διστάζουν να φιλοξενούν μετανάστες και πρόσφυγες ακόμη και στα σπίτια τους. Χαρακτηριστική εικόνα της ατομικής πρωτοβουλίας και της χριστιανικής αλληλεγγύης είναι αυτή των τριών υπερηλίκων γυναικών στη Λέσβο που ανέλαβαν να προσφέρουν βρεφική τροφή σε βρέφος και η στοργική εικόνα είναι διεθνής.

Αυτή η θερμή στάση η ανυπόκριτη συμπεριφορά έχει διαμορφώσει διεθνή κινητοποίηση και για το λόγο αυτό πολίτες ή οργανώσεις από Σουηδία, Ολλανδία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία ή και άλλες χώρες, έχουν έρθει στην πατρίδα μας και συνεργάζονται με ελληνικές οργανώσεις ή βοηθούν τις ελληνικές δομές αλλά και τις εθελοντικές ομάδες. Η πατρίδα μας αντιμετωπίζει ένα σημαντικό πρόβλημα με τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα από χώρες στις οποίες υπάρχουν πολεμικές συγκρούσεις και όχι μόνο. Η παγκόσμια ιστορία έχει καταγράψει αλλά και σήμερα καταγράφει πως τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα εμφανίζονται, δημιουργούνται και ξεκινούν από χώρες στις οποίες υπάρχουν πολεμικές επιχειρήσεις, θρησκευτικός φανατισμός και διώξεις, οι εθνικές και φυλετικές εκκαθαρίσεις, οι πολιτικές συγκρούσεις, η οικονομική ανασφάλεια, οι πιέσεις και άλλα γεγονότα. Όσο υφίστανται αυτά τα γεγονότα, δεν σταματούν οι πόλεμοι και οι θρησκευτικοί φανατισμοί είναι άκαμπτοι, είναι πολύ δύσκολο να ανακοπούν τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα. Η μετανάστευση και η προσφυγιά έχουν ως υπόστρωμα την ανασφάλεια, τον φόβο και τον κίνδυνο, του ατόμου ή της οικογένειας. Δυστυχώς απαιτείται χρόνος για να αλλάξουν όλα αυτά”.