Ναρκωτικά

Τα ναρκωτικά είναι ουσίες που προκαλούν ισχυρή εξάρτηση εξαιτίας της επίδρασής τους σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου. Υπάρχουν νόμιμες και παράνομες ναρκωτικές ουσίες. Οι νόμιμες περιλαμβάνουν συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως είναι η μορφίνη, τα ηρεμιστικά κ.ά., ενώ οι παράνομες περιλαμβάνουν την ηρωίνη, την κοκαΐνη, την κάνναβη, το LSD, το ecstasy, τις αμφεταμίνες και το κρακ. Οι αντιλήψεις που ίσχυαν παλιότερα σχετικά με τα ναρκωτικά, το χρήστη και τη θεραπεία υπόκεινται σε συνεχή αναθεώρηση. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι επιστήμονες πίστευαν ότι τα εξαρτημένα άτομα διέπονταν από ανηθικότητα και έλλειψη αυτοπεποίθησης. Ευρήματα σύγχρονων ιατρικών ερευνών -τα οποία καταδεικνύουν τη δράση των ναρκωτικών ουσιών στον εγκέφαλο- ανέτρεψαν αυτή την πεποίθηση, υποστηρίζοντας ότι η εξάρτηση από τα ναρκωτικά θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως πάθηση.

Ποια είναι τα συμπτώματα που εμφανίζει ο χρήστης;

Η χρήση ναρκωτικών ουσιών διαταράσσει τη λειτουργία εγκεφαλικών περιοχών που είναι κρίσιμες για την κίνηση, τη μνήμη, τη μάθηση, την κρίση και τον αυτοέλεγχο. Για το λόγο αυτό, οι έφηβοι που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών αντιμετωπίζουν προβλήματα στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, έχουν κακή ακαδημαϊκή επίδοση, παρουσιάζουν προβλήματα υγείας (καθώς και ψυχολογικά προβλήματα), ενώ επιπλέον, σε μεγάλο ποσοστό, παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά. Οι ενήλικες χάνουν την ικανότητα να σκέφτονται ξεκάθαρα, να θυμούνται, να συγκεντρώνονται και να αποδίδουν στην εργασία τους, ενώ συχνά επιδεικνύουν κακή κοινωνική συμπεριφορά και δεν διατηρούν καλές διαπροσωπικές σχέσεις. Η χρήση ναρκωτικών ουσιών (παράνομων ή μη), όμως, βλάπτει και το έμβρυο, καθώς μπορεί να προκαλέσει πρόωρο τοκετό και να επηρεάσει αρνητικά την πνευματική ανάπτυξη του παιδιού, όπως και τη μετέπειτα συμπεριφορά του.

Πότε ένα άτομο θεωρείται εξαρτημένο;

Τα άτομα που κάνουν χρήση υποκινούνται από την «επιθυμία» να νιώσουν καλύτερα, να βιώσουν ένα διαφορετικό συναίσθημα, να αποδώσουν καλύτερα, να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους ή απλά να κάνουν ό,τι και οι υπόλοιποι. Η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων και γίνεται αντιληπτή όταν ένα εξαρτημένο άτομο παρουσιάζει ανοχή στη δόση που ήδη λαμβάνει (με αποτέλεσμα να θέλει παραπάνω για να νιώσει κάτι διαφορετικό), έντονη ψυχολογική εξάρτηση, συμπτώματα στερητικού συνδρόμου, προβληματική συμπεριφορά που επηρεάζει τον ίδιο και το οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον του, απουσία αυτοελέγχου και ελέγχου της χρήσης, αύξηση της συχνότητας και της ποσότητας των δόσεων, έκθεση της υγείας του σε κίνδυνο, εμπλοκή σε παράνομες δραστηριότητες (σε περίπτωση που δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη δόση του με άλλο τρόπο).

Πώς αντιμετωπίζεται;

Παλαιότερα οι επιστήμονες πίστευαν ότι η αποτελεσματικότητα της θεραπείας κρινόταν από το αν ο εξαρτημένος ξεκινούσε τη θεραπεία οικειοθελώς. Πλέον και αυτή η πεποίθηση εξετάζεται, καθώς διαπιστώνεται ότι και η επιβεβλημένη θεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει εγκλεισμό του εξαρτημένου σε κέντρο απεξάρτησης, επισκέψεις σε κέντρο απεξάρτησης ή επισκέψεις σε κάποιον ειδικό και λήψη φαρμάκων για την ύφεση των στερητικών συμπτωμάτων. Η επιτυχία της προσπάθειας εξαρτάται από το χρήστη, ο οποίος όμως χρειάζεται τη στήριξη του άμεσου οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος.

Τι είδους επιπλοκές μπορεί να παρουσιαστούν;

Η έγκαιρη απεξάρτηση είναι ζωτικής σημασίας, καθώς μακροπρόθεσμα ο χρήστης δεν κινδυνεύει μόνο από μολυσματικές ασθένειες, όπως το AIDS, οι ηπατίτιδες κ.ά., αλλά κινδυνεύει να εμφανίσει μακροχρόνιες επιπλοκές, όπως ανεπάρκεια πνευμόνων, καρδιοπάθειες, εγκεφαλικό, καρκίνο και πνευματικές διαταραχές. Επιπλέον, κάποιες ναρκωτικές ουσίες, όπως οι εισπνεόμενες, μπορεί να βλάψουν ή να καταστρέψουν νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου ή του περιφερικού νευρικού συστήματος. Πέραν αυτών όμως, η χρήση ναρκωτικών ουσιών μπορεί να επιφέρει το θάνατο.

Πώς μπορεί να προληφθεί;

Η αποτελεσματικότερη δράση ενάντια στα ναρκωτικά, όπως και σε κάθε άλλη παρόμοια περίπτωση εξάρτησης, είναι η πρόληψη. Ο προγραμματισμός της δράσης για την επίτευξη της πρόληψης δομείται τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Η τοπική κοινότητα οφείλει να παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη μέσω της σύστασης κέντρων πρόληψης και να συνεργάζεται με τα σχολεία, προκειμένου να πραγματοποιούνται σχετικά εκπαιδευτικά προγράμματα για την έγκαιρη και σωστή ενημέρωση τόσο των εφήβων όσο και των γονιών.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα

  • Τα ευρήματα στατιστικής έρευνας της «Ετήσιας Έκθεσης για την κατάσταση όσον αφορά στα Ναρκωτικά» (Ε.Κ.ΤΕ.Π.Ν., 2005), έδειξαν αύξηση του αριθμού των εφήβων χρηστών, παρά το ότι από το 1998 καταγράφεται μείωση της χρήσης στο γενικό πληθυσμό
  • Τα ευρήματα της έρευνας ESPAD, που πραγματοποιήθηκε σε μαθητές το 2003, έδειξαν ότι ένας στους δέκα εφήβους ηλικίας 13-18 ετών, είχε κάνει χρήση παράνομης ουσίας έστω και μία φορά στη ζωή του
  • Από τα ευρήματα διαπιστώθηκε ότι η χρήση αυξάνεται με την ηλικία, καθώς το ποσοστό των εφήβων ηλικίας 13-14 ετών που είχαν δοκιμάσει παράνομες ουσίες ήταν 3,5%, ενώ στις ηλικίες 15-16 και 17-18 ετών ήταν 7,6% και 19,7%, αντίστοιχα
  • Η κύρια ουσία εξάρτησης στην Ελλάδα είναι η ηρωίνη
  • Το 90% της ηρωίνης που διακινείται στην Ελλάδα προέρχεται από το Αφγανιστάν, ωστόσο μεγάλες ποσότητες ηρωίνης, αλλά και τα μεγαλύτερα φορτία κάνναβης, εισάγονται από την Αλβανία.

Με τη συνεργασία της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας