Η νέα μελέτη δείχνει ότι οι τρέχουσες κατευθυντήριες γραμμές είναι πιθανότατα πολύ χαλαρές, σημείωσαν οι συγγραφείς.

Επί του παρόντος, οι ασθενείς με έμφραγμα καλούνται να περιμένουν δύο μήνες πριν υποβληθούν σε οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση.

Χειρουργείο μετά το έμφραγμα

Οι οδηγίες αυτές βασίζονται όμως σε δεδομένα 20 και πλέον ετών, από μελέτη σε 500.000 ασθενείς που διεξήχθη μεταξύ 1999 και 2004.

«Τα δεδομένα που χρησιμοποιούν σήμερα οι γιατροί για τη λήψη αποφάσεων φροντίδας των ασθενών είναι ξεπερασμένα», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Laurent Glance, καθηγητής αναισθησιολογίας και περιεγχειρητικής ιατρικής και επιστημών δημόσιας υγείας στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ (URMC).

«Δεδομένων των εξελίξεων στη φροντίδα και του διαρκώς μεταβαλλόμενου σώματος ασθενών, οι κλινικοί γιατροί χρειάζονται επικαιροποιημένα στοιχεία».

Για τη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα υγειονομικής περίθαλψης για 5,2 εκατομμύρια μείζονες μη καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις που αφορούσαν ασθενείς 67 ετών και άνω.

Από αυτούς τους ασθενείς, περισσότεροι από 42.000 είχαν υποστεί έμφραγμα πριν από τη χειρουργική επέμβαση.

Ο κίνδυνος είναι υψηλότερος όταν ένας ασθενής κάνει χειρουργική επέμβαση εντός 30 ημερών από την καρδιακή προσβολή. Αυτοί οι ασθενείς έχουν σχεδόν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν από οποιαδήποτε αιτία και υπερδιπλάσιες πιθανότητες να υποστούν εγκεφαλικό επεισόδιο ή δεύτερη καρδιακή προσβολή, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.

Ο κίνδυνος μειώνεται μετά από 60 ημέρες για τις προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις και 90 ημέρες για τις μη προγραμματισμένες χειρουργικές επεμβάσεις, ενώ εξισώνεται στις 180 ημέρες.

Τι λένε οι ειδικοί

«Η μετάθεση των προγραμματισμένων μη καρδιακών χειρουργικών επεμβάσεων κατά 90 έως 180 ημέρες μετά από έμφραγμα, μπορεί να είναι λογική για τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε επαναγγείωση», μια επείγουσα επέμβαση κατά τη διάρκεια ενός εμφράγματος για την επαναλειτουργία των φραγμένων αρτηριών, κατέληξαν οι ερευνητές.

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς αντιμετωπίζουν συχνά πολλαπλά προβλήματα υγείας και οι γιατροί πρέπει να σταθμίσουν τον κίνδυνο της χειρουργικής επέμβασης έναντι της βελτίωσης της ποιότητας ζωής που μπορεί να επιφέρει η χειρουργική επέμβαση.

«Οι περιεγχειρητικές ομάδες αναλύουν μια σειρά παραγόντων υγείας και τρόπου ζωής όταν αξιολογούμε τον κίνδυνο ενός ασθενούς και εργαζόμαστε για να βελτιστοποιήσουμε τα αποτελέσματα», δήλωσε η ερευνήτρια Δρ. Marjorie Gloff, διευθύντρια του Κέντρου Περιεγχειρητικής Ιατρικής του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ. «Μπορεί να είναι απογοητευτικό για τα άτομα που υποφέρουν από πόνο στις αρθρώσεις να αναβάλλουν μια πολυαναμενόμενη αντικατάσταση γόνατος ή ισχίου μετά την επιβίωση από ένα έμφραγμα».

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Surgery.