ΕΜΙΛ ΚΟΧΕΡ

Emil Kocher
26-07-2021

Ο Έμιλ Τέοντορ Κόχερ (25 Αυγούστου 1841 – 27 Ιουλίου 1917) ήταν Ελβετός ερευνητής ιατρός και χειρουργός, που βραβεύθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής το 1909 για το έργο του στη φυσιολογία, την παθολογία και τη χειρουργική του θυρεοειδούς. Από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του ωστόσο θεωρείται η εισαγωγή και η προαγωγή της ασηπτικής χειρουργικής και επιστημονικών μεθόδων στη χειρουργική, που είχε ως ειδικότερο αποτέλεσμα τη μείωση της θνησιμότητας σε εγχειρήσεις θυρεοειδεκτομής κάτω από το 1%.

Ο Κόχερ υπήρξε ο πρώτος Ελβετός πολίτης, αλλά και ο πρώτος χειρουργός στην ιστορία που πήρε Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής. Στην εποχή του τον θεωρούσαν πρωτοπόρο και κορυφαίο στον χώρο της χειρουργικής.

Ο Κόχερ συνεισέφερε σημαντικά στη νευροχειρουργική, αλλά και στη νευρολογία γενικότερα. Σε αυτό το πεδίο οι έρευνές του ήταν πρωτοποριακές και κάλυψαν θέματα όπως η εγκεφαλική διάσειση και η ενδοκρανιακή πίεση (ICP). Επιπλέον, διερεύνησε τη χειρουργική αντιμετώπιση της επιληψίας, καθώς και του τραύματος σπονδυλικής στήλης και κρανίου. Ανεκάλυψε ότι σε μερικές περιπτώσεις οι επιληπτικοί είχαν όγκο στον εγκέφαλο που μπορούσε να αφαιρεθεί χειρουργικώς. Υπέθεσε ότι η επιληψία προκαλείτο από αύξηση στην ICP και πίστευα ότι η αφαίρεση εγκεφαλονωτιαίου υγρού μπορούσε να τη θεραπεύσει.

Η χειρουργική του θυρεοειδούς αδένα, που συνήθως γινόταν για τη θεραπεία της βρογχοκήλης με πλήρη θυρεοειδεκτομή όταν αυτό ήταν δυνατό, θεωρείτο πριν τον Κόχερ επικίνδυνη επέμβαση. Κάποιες εκτιμήσεις ανέβαζαν τη θνησιμότητα της θυρεοειδεκτομής το έτος 1872 μέχρι και το 75%. Πράγματι, η εγχείρηση θεωρείτο τότε μία από τις πλέον επικίνδυνες και απαγορευόταν στη Γαλλία από την εκεί Ακαδημία Ιατρικής. Με την εφαρμογή σύγχρονων χειρουργικών μεθόδων, όπως την αντισηψία και την ελαχιστοποίηση της απώλειας αίματος, καθώς και με την αργή και λεπτή τεχνική του, ο Κόχερ κατόρθωσε να μειώσει το ποσοστό των θανάτων από αυτή την επέμβαση από το 18% σε λιγότερο από 0,5% μέχρι το 1912. Ο Κόχερ είχε πραγματοποιήσει έως τότε περισσότερες από 5 χιλιάδες αφαιρέσεις θυρεοειδούς. Η επιτυχία του ήταν εκπληκτική, ιδίως συγκρινόμενη με εκείνη των επεμβάσεων του ονομαστού χειρουργού Τέοντορ Μπίλροτ, που επίσης εκτελούσε θυρεοειδεκτομές εκείνη την περίοδο.

Αργότερα ο Κόχερ και άλλοι ανακάλυψαν ότι η πλήρης αφαίρεση του θυρεοειδούς μπορούσε να προκαλέσει κρετινισμό (ονομασμένο από τον Κόχερ cachexia strumipriva), εξαιτίας της ελλείψεως των ορμονών του αδένα. Το φαινόμενο είχε πρωτοαναφερθεί στον Κόχερ το 1874 από τον παθολόγο Άουγκουστ Φετσέριν και μεταγενέστερα, το 1882, από τον Ζακ-Λουί Ρεβερντέν. Ο Ρεβερντέν συνάντησε τον Κόχερ στη Γενεύη κατά τη διάρκεια του διεθνούς συνεδρίου υγιεινής και τού εξέφρασε τις ανησυχίες του σχετικώς με την πλήρη αφαίρεση του θυρεοειδούς. Τότε ο Κόχερ κατόρθωσε να επικοινωνήσει με τους 77 από τους 102 πρώην ασθενείς του έως τότε και διεπίστωσε συμπτώματα σωματικής και διανοητικής «παρακμής» στις περιπτώσεις πλήρους αφαιρέσεως του αδένα. Συμπέρανε ότι η πλήρης αφαίρεση (όπως ήταν τότε ο κανόνας, καθώς η λειτουργία του θυρεοειδούς δεν ήταν ακόμα επαρκώς γνωστή) δεν έπρεπε να ενδείκνυται, κάτι που γνωστοποίησε στις 4 Απριλίου 1883, σε μια διάλεξή του στη Γερμανική Εταιρεία Χειρουργικής και δημοσίευσε το ίδιο έτος με τον τίτλο «Ueber Kropfexstirpation und ihre Folgen» (= «Περί των θυρεοειδεκτομών και των συνεπειών αυτών»).

Ο Ρεβερντέν είχε ήδη δημοσιοποιήσει τα ευρήματά του από τον Σεπτέμβριο του 1882 και δημοσίευσε επιπλέον εργασίες του επί του θέματος το 1883. Ωστόσο ο Κόχερ δεν αναγνώρισε ποτέ την πρωτιά του Ρεβερντέν σε αυτή την ανακάλυψη. Οι τότε αντιδράσεις στις ανακοινώσεις του Κόχερ ήταν ανάμικτες, με κάποιους να ισχυρίζονται ότι η βρογχοκήλη και ο κρετινισμός ήταν διαφορετικά στάδια της ίδιας ασθένειας, και ότι ο κρετινισμός θα είχε εμφανισθεί ανεξαρτήτως της αφαιρέσεως ή μη του αδένα στις περιπτώσεις που είχε περιγράψει ο Κόχερ. Μακροπρόθεσμα ωστόσο αυτές οι παρατηρήσεις συνεισέφεραν σε μια πληρέστερη κατανόηση του ρόλου του θυρεοειδούς και υπήρξαν μία από τις πρώτες υπόνοιες για σύνδεσμο μεταξύ του αδένα και του συγγενούς κρετινισμού. Αυτά τα ευρήματα κατέστησαν τελικώς δυνατές θεραπείες αναπληρώσεως των ορμονών του θυρεοειδούς για μια ποικιλία σχετικών παθήσεων.