Τα εμβόλια μπορούν να μας σώσουν από ιούς και πολλές ασθένειες. Η πανδημία του κορωνοϊού όμως έφερε στην επιφάνεια την δυσπιστία σε αυτά. Αυτό ισχύει και για τους Έλληνες.
Στη «μαύρη τρύπα» της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και συνεπακόλουθα στην απουσία μιας ισχυρής σχέσης εμπιστοσύνης των πολιτών με τον προσωπικό γιατρό τους αποδίδουν οι επιστήμονες τη «χαλαρή» στάση των Ελλήνων απέναντι στα εμβόλια. Οι συνέπειες εν τούτοις αποτυπώνονται στα νοσοκομεία. Φέτος τον χειμώνα πλημμύρισαν από ηλικιωμένους ασθενείς, πλην όμως ανεμβολίαστους έναντι της γρίπης.
Μοιραία ήδη έχουν καταγραφεί 55 θάνατοι από γρίπη (28 άνδρες και 27 γυναίκες με διάμεση ηλικία τα 75 έτη), με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Σύμφωνα μάλιστα με ειδικούς, φέτος η αύξηση στα σοβαρά περιστατικά οφειλόταν κυρίως στην κυκλοφορία του στελέχους που προκάλεσε την πανδημία του 2009 και το οποίο περιέχεται στο εμβόλιο».
Τα εμβόλια ως πρόληψη
Συνεπώς, όπως προσθέτουν «εάν οι ασθενείς είχαν εμβολιαστεί εγκαίρως, θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει τις σοβαρές επιπλοκές». Η Α. Αργυράκη όμως στάθηκε σε ακόμη ένα ενδεικτικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι οι ενήλικες, ακόμη και εκείνοι που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, δεν επενδύουν στην πρόληψη. Πιο συγκεκριμένα, στη χώρα μας καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2 στον κρίσιμο πληθυσμό που ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 80+. Μάλιστα, το ποσοστό εντός των συνόρων δεν ξεπερνά το 1,2% όταν στη Σουηδία αγγίζει το 83%, με το χάσμα αυτό να προβληματίζει τους επιστήμονες.
Ωστόσο οι λοιμωξιολόγοι δεν… δείχνουν πλέον την κόπωση λόγω της πανδημίας ως τον βασικό λόγο για την αρνητική πρόθεση μιας σημαντικής και μάλιστα ευάλωτης μερίδας του πληθυσμού να εμβολιαστεί έναντι των αναπνευστικών ιών. Στην ίδια λίστα συμπεριλαμβάνουν μία ακόμη σημαντική αιτία, που δεν είναι άλλη από την απουσία μιας συντονισμένης προσπάθειας εμβολιαστικής κάλυψης του ενήλικου πληθυσμού από τις υπηρεσίες της ΠΦΥ.
Είναι ενδεικτικό ότι έως και σήμερα το 42% των Ελλήνων δεν έχουν εγγραφεί σε προσωπικό γιατρό (δεδομένου ότι δεν επαρκούν για την κάλυψη του συνόλου των δικαιούχων), ενώ και εκείνοι που το έχουν πράξει δεν είναι βέβαιο ότι τον έχουν επισκεφτεί.
Οικογενειακός γιατρός
Ο κομβικός ρόλος εν τούτοις που δύναται να παίξει ο οικογενειακός γιατρός στο νευραλγικό πεδίο της πρόληψης τεκμηριώνεται όταν η συζήτηση της εμβολιαστικής κάλυψης επικεντρώνεται στα παιδιά, όπου εκεί τα ποσοστά είναι υποδειγματικά. «Το θετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στους παιδιάτρους, τους οποίους εμπιστεύονται οι γονείς. Αντίστοιχα και οι προσωπικοί γιατροί θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά, καθώς έχει αποδειχτεί ότι η στενή σχέση γιατρού και ασθενούς παίζει σημαντικό ρόλο ώστε να καμφθούν σταδιακά ακόμη και πιθανές αμφιβολίες ή αντιρρήσεις που ορισμένοι εκφράζουν σχετικά με την ασφάλεια ή/και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων».
Παράλληλα, όμως, ο οικογενειακός γιατρός είναι εκείνος που οφείλει να υπενθυμίζει στους ασθενείς του πότε οφείλουν να επικαιροποιήσουν τον εμβολιασμό τους έναντι επικίνδυνων παθογόνων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Θεσσαλονίκη: Χαμηλή στην Ελλάδα η εμβολιαστική κάλυψη κατά του καρκίνου της μήτρας