Ο Γεώργιος Παπανικολάου (13 Μαΐου 1883 – 19 Φεβρουαρίου 1962) ήταν διάσημος Έλληνας γιατρός, βιολόγος και ερευνητής. Ήταν πρωτοπόρος στην κυτταροπαθολογία, και για τον πρώιμο εντοπισμό του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Είναι περισσότερο γνωστός ως ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πρωτοποριακή κυτταροδιαγνωστική μέθοδο, γνωστή ως Τεστ Παπ, που χάρισε ζωή στις γυναίκες όλου του κόσμου, όπως αναφέρει αναμνηστική πλάκα στο Ερευνητικό Καρκινολογικό Ινστιτούτο «Γ. Παπανικολάου».
Όταν τελείωσε το Γυμνάσιο το 1898, μπήκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Έλαβε το πτυχίο του το 1904, σε ηλικία, δηλαδή μόλις 21 ετών.
Ο Παπανικολάου επέλεξε τον κλάδο της Βιολογίας. Το 1910 ανακηρύσσεται Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας, για την εργασία του «Περί των συνθηκών της διαφοροποιήσεως του φύλου των Δαφνιδών».
Μετά από μακρές έρευνες επί της εκφυλιστικής κληρονομικής επίδρασης του οινοπνεύματος σε ινδικά χοιρίδια, ο Παπανικολάου στράφηκε σε προβλήματα αναπαραγωγής σχετιζόμενα με τη λειτουργία των γεννητικών οργάνων, τον καθορισμό του φύλου, τη λειτουργία των ενδοκρινών αδένων, καθώς και των φυλετικών ορμονών.
Το 1954, ο Παπανικολάου δημοσίευσε το μνημειώδες έργο «Άτλαντας της Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας» (Atlas of Exfoliative Cytology), εδραιώνοντας και επίσημα πλέον τη νέα ιατρική πρακτική και ειδικότητα που ουσιαστικά ανέπτυξε από το μηδέν.
Σήμερα το τεστ Παπανικολάου (Τεστ-Παπ) χρησιμοποιείται παγκοσμίως για την διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, επί της προκαρκινικής δυσπλασίας και άλλων κυτταρολογικών ασθενειών του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος.
Το 1923 εφάρμοσε τη μέθοδό του σε γυναίκες, προς μελέτη των φυσιολογικών γεννητικών λειτουργιών και στη συνέχεια για τη διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η πρώτη του ανακοίνωση επί της χρησιμοποίησης της κυτταρολογικής μεθόδου προς διάγνωση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, το 1928, έγινε δεκτή με πολύ σκεπτικισμό, καθόσον η κρατούσα τότε γνώμη, για τέτοιου είδους έρευνα και εφαρμογή, επί αποφολιδουμένων κυττάρων ήταν πρακτικά αδύνατη. Τέτοια διάγνωση θεωρούνταν δυνατή, μέχρι την εποχή εκείνη, μόνο με την τομή του πάσχοντος οργάνου.
Οι έρευνες του Παπανικολάου επεκτάθηκαν στη συνέχεια στις κυτταρολογικές αλλοιώσεις στο καρκίνο του αυχένα της μήτρας και του ενδομητρίου, των οποίων τα πορίσματα δημοσίευσε το 1943 από κοινού μετά του καθηγητή γυναικολογίας Έρμπερτ Τράουστ σε ειδική μονογραφία υπό τον τίτλο «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων» (Diagnosis of Uterine Cancer by the Vaginal Smear). Η δημοσίευση της εργασίας αυτής ήταν επόμενο να κεντρίσει το παγκόσμιο ιατρικό ενδιαφέρον και να προκαλέσει την άμεση δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Το 1944 έγινε η πρώτη εφαρμογή επί του ουροποιητικού συστήματος και στη συνέχεια επί του πεπτικού και άλλων συστημάτων του οργανισμού.
Ο Παπανικολάου με τις εργασίες του αυτές έγινε ο θεμελιωτής νέου επιστημονικού κλάδου της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας» βασιζόμενη ακριβώς στη μελέτη των αποφιλιδουμένων κυττάρων του οργανισμού στις διάφορες κοιλότητες αυτού. Η μέθοδος αυτή που έλαβε προς τιμή του την ονομασία «Μέθοδος Παπανικολάου» ή «Τεστ Παπανικολάου» και κατά συγκοπή «Τεστ Παπ» άνοιξε ευρείς νέους ορίζοντες στην ιατρική έρευνα στη γενετήσια φυσιολογία και ενδοκρινολογία ειδικότερα για τον καρκίνο.