Η Genzyme λαμβάνει θετική γνωμοδότηση για το Alemtuzumab στην Ευρώπη

26-12-2016

Η Genzyme, μια εταιρεία του ομίλου Sanofi, ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) γνωμοδότησε θετικά για την έγκριση του alemtuzumab για την θεραπεία ενήλικων ασθενών με υποτροπιάζουσα διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (RRMS) με ενεργή νόσο, η οποία ορίζεται σύμφωνα με κλινικά ή απεικονιστικά χαρακτηριστικά.

Επιπλέον, η CHMP γνωμοδότησε θετικά για τον χαρακτηρισμό της τεριφλουνομίδης ως Νέα Δραστική Ουσία (Νew Αctive Substance designation: NAS). Νωρίτερα μέσα στην χρονιά, η CHMP είχε εκδώσει θετική γνωμοδότηση για την έγκριση της τεριφλουνομίδης για την θεραπεία ενήλικων ασθενών με υποτροπιάζουσα διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΣ).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να εκδώσει την τελική απόφαση για την άδεια κυκλοφορίας του alemtuzumab και της τεριφλουνομίδης τους επόμενους μήνες.

“Οι σημερινές αποφάσεις της CHMP, ανοίγουν την αυλαία για την έγκριση δύο νέων σημαντικών θεραπευτικών επιλογών για ασθενείς με ΠΣ. Οι μέχρι τώρα θεραπείες έχουν καλύψει μερικώς  τις ανάγκες στην ΠΣ και εξακολουθούν να έχουν κάποιους περιορισμούς,” δήλωσε ο David Meeker, MD, Πρόεδρος και CEO της Genzyme. “Με την έγκριση, οι ιατροί θα έχουν τη δυνατότητα να συνταγογραφήσουν το alemtuzumab σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα διαλείπουσα ΠΣ που κρίνονται κατάλληλοι με βάση τα κλινικά ή απεικονιστικά χαρακτηριστικά της νόσου, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της νόσου ή τις προηγούμενες θεραπείες. Οι προσδοκίες από το alemtuzumab στην κοινότητα της ΠΣ είναι υψηλές, και με την σημερινή θετική γνωμοδότηση της CHMP είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στο να μπορούμε να διαθέσουμε αυτήν την πολύ καινοτόμα θεραπεία στους ασθενείς με ΠΣ στην Ευρώπη.”

Η θετική γνωμοδότηση της CHMP για την έγκριση του alemtuzumab βασίστηκε στα δεδομένα από τις μελέτες CARE-MS I και CARE-MS II, στις οποίες το alemtuzumab ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματικό από την ιντερφερόνη βήτα-1α 44 mcg τρεις φορές την ημέρα υποδορίως, ως προς την μείωση του ρυθμού υποτροπών. Στην CARE-MS II, η επιδείνωση της αναπηρίας επιβραδύνθηκε σημαντικά στους ασθενείς που έπαιρναν alemtuzumab έναντι ιντερφερόνης και είναι σημαντικό το ότι οι ασθενείς που έπαιρναν alemtuzumab είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες για βελτίωση της ήδη εγκατεστημένης αναπηρίας.

“Η σημερινή ανακοίνωση της Genzyme αποτελεί ένα σημαντικό σημείο αναφοράς στο εκτεταμένο πρόγραμμα αξιολόγησης του alemtuzumab,” δήλωσε ο Καθηγητής Alastair Compston, Επικεφαλής του Τμήματος Κλινικών Νευροεπιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στην Αγγλία. “Η ανώτερη αποτελεσματικότητα του alemtuzumab έναντι της ιντερφερόνης στις κλινικές μελέτες, η οποία διατηρήθηκε παρά την αραιή χορήγηση, αντιπροσωπεύει μία θεραπευτική προσέγγιση η οποία υπόσχεται να ξανασχεδιάσει το μέλλον πολλών ανθρώπων με ενεργή υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση.”

Το alemtuzumab έχει ένα καινοτόμο δοσολογικό σχήμα χορήγησης το οποίο συνιστάται σε δύο ετήσιες συνεδρίες. Η πρώτη συνεδρία του alemtuzumab χορηγείται ενδοφλεβίως σε πέντε συνεχόμενες ημέρες και η δεύτερη συνεδρία χορηγείται σε τρεις συνεχόμενες ημέρες, 12 μήνες αργότερα.

Το κλινικό πρόγραμμα ανάπτυξης του alemtuzumab συμπεριελάμβανε δύο τυχαιοποιημένες μελέτες Φάσης ΙΙΙ οι οποίες συνέκριναν το alemtuzumab με την ιντερφερόνη βήτα-1α 44 mcg τρεις φορές την ημέρα υποδορίως σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα ΠΣ που είχαν ενεργή νόσο και είτε δεν είχαν λάβει άλλη θεραπεία προηγουμένως (CARE-MS I) ή είχαν υποτροπιάσει κατά την διάρκεια προηγούμενης θεραπείας (CARE-MS II), καθώς και μία φάση επέκτασης των μελετών η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Μία μεγάλη τυχαιοποιημένη μελέτη Φάσης ΙΙ είχε βάλει τα θεμέλια για το πρόγραμμα της Φάσης ΙΙΙ.

Τα αποτελέσματα για την ασφάλεια ήταν παρόμοια και στις δύο μελέτες CARE-MS I και CARE-MS II. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίστηκαν με το alemtuzumab ήταν αντιδράσεις σχετιζόμενες με την έγχυση, συμπεριλαμβανομένου του πονοκέφαλου, εξανθήματος, πυρετού, ναυτίας και κνίδωσης. Οι λοιμώξεις ήταν συχνές και στην ομάδα του alemtuzumab και στην ομάδα της ιντερφερόνης. Οι πιο συχνές λοιμώξεις του alemtuzumab συμπεριελάμβαναν λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού και του ουροποιητικού συστήματος, λοιμώξεις από ερπητοϊό και γρίπη. Οι περισσότερες αντιδράσεις που σχετίζονταν με την έγχυση ήταν ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας και ανταποκρίθηκαν στις καθιερωθέντες αγωγές.

Τόσο στην CARE-MS I όσο και στην CARE-MS II, η επίπτωση σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν παρόμοια μεταξύ των δύο θεραπευτικών ομάδων. Όπως έχει αναφερθεί και στο παρελθόν, αυτοάνοσες διαταραχές ήταν πιο συχνές στους ασθενείς που έλαβαν alemtuzumab, πρωτίστως αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα που παρατηρήθηκε στο 36 % περίπου των ασθενών κατά την μακροχρόνια παρακολούθησή τους. Αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα παρατηρήθηκε στο 1.4 % των ασθενών σε alemtuzumab κατά την μακροχρόνια παρακολούθηση, ενώ 0.3 % εμφάνισαν σπειραματονεφρίτιδα. Οι αυτοάνοσες διαταραχές ανιχνεύθηκαν πολύ σύντομα μετά την έναρξη τους μέσω ενός προγράμματος παρακολούθησης και γενικά αντιμετωπίστηκαν με τις καθιερωμένες αγωγές.

Ένα εκτενές πρόγραμμα διαχείρισης των κινδύνων έχει προταθεί για να υποστηρίξει την έγκαιρη ανίχνευσα και αντιμετώπιση των ανεπιθύμητων ενεργειών.