Η πρόληψη των παροξύνσεων “κλειδί” για τη διαχείριση της ΧΑΠ

26-12-2016

Με τον αριθμό των καπνιστών να παραμένει, παρά την πτώση του, αρκετά υψηλός, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των νοσημάτων που σχετίζονται με το τσιγάρο, όπως είναι η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) αποτελεί κάτι παραπάνω από επιτακτική ανάγκη.

Σήμερα στην Ελλάδα, από την απειλητική αυτή για τη ζωή νόσο, εκτιμάται ότι πάσχουν περίπου 600.000 άτομα, με τα μισά εξ αυτών μάλιστα να μην το γνωρίζουν καν (56%) και να συνεχίζουν να καπνίζουν! Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας PLOS ONE, την ίδια ώρα που ο επιπολασμός στη χώρα ανέρχεται στο 8,4% του πληθυσμού, μόλις το 1,75% των συνταγών αφορούν την αντιμετώπιση της ΧΑΠ.

Η υπο-διάγνωση της νόσου, ωστόσο, προκαλεί μία σειρά προβλημάτων στους ίδιους τους ασθενείς και τις οικογένειές τους, καθώς η, έως και 10 έτη πολλές φορές, καθυστέρηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη της νόσου, αυξάνει δραματικά τη συνοσηρότητα, αλλά και το κόστος αντιμετώπισης της ΧΑΠ.

Όπως ανέφερε μάλιστα ο Καθηγητής Πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Διευθυντής της Πνευμονολογική Κλινικής του ΠΓΝ Λάρισας, κ. Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, μονάχα το κόστος της φαρμακευτικής αγωγής για τη ΧΑΠ αγγίζει περίπου τα 1.000 ευρώ κάθε χρόνο, εκ των οποίων τα 240 βγαίνουν από την τσέπη των ασφαλισμένων. Έχει υπολογιστεί, επίσης, πως εξαιτίας της, ένας ασθενής με ΧΑΠ μπορεί να δαπανά έως και το 50% της σύνταξής του για φαρμακευτική αγωγή.

Παράλληλα με την υπο-διάγνωση πάντως, ιδιαίτερα βαρύ είναι το κόστος και από την μη αποτελεσματική αντιμετώπιση και αποτροπή των παροξύνσεων, των οξέων δηλαδή εκείνων συμβάντων που χαρακτηρίζονται από επιδείνωση των αναπνευστικών συμπτωμάτων -πέραν από την ημερήσια τους διακύμανση- και τα οποία οδηγούν σε αλλαγή της φαρμακευτικής αγωγής.

“Σκεφτείτε ότι το κόστος μιας μίας σοβαρής παρόξυνσης κοστίζει όσο δύο χρόνια θεραπείας!” ανέφερε μάλιστα χαρακτηριστικά ο κ. Γουργουλιάνης, εξηγώντας παράλληλα πως μπορεί αρχικά τα συμπτώματα να είναι ήπια, όμως ένας στους τρεις αναφέρει μία σοβαρή παρόξυνση, τέτοια που να χρήζει νοσηλείας σε νοσοκομείο.

Η μελέτη FLAME

Παράλληλα με την ευαισθητοποίηση του κοινού, μέσα από την παρότρυνση διακοπής του καπνίσματος, του εμβολιασμού και της αντιμετώπισης των συνυπαρχουσών παθήσεων, σημαντικό είναι ωστόσο οι ασθενείς να λαμβάνουν και αποτελεσματικές θεραπείες, οι οποίες θα προλαμβάνουν τις παροξύνσεις. Και στον τομέα αυτόν, τουλάχιστον, τα μηνύματα είναι ευτυχώς θετικά. 

Μεγάλη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο New England Journal of Medicine επιβεβαίωσε πως ο συνδυασμός ινδακατερόλης/ γλυκοπυρρονίου μείσωσε σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης παροξύνσεων και παρέτεινε το χρόνο μέχρι και την πρώτη μέτρια ή σοβαρή παρόξυνση, συγκριτικά με τον συνδυασμό σαλμετερόλης/ φλουτικαζόνης.

Τα αποτελέσματα της μελέτης FLAME, τα οποία παρουσιάστηκαν στην επιστημονική κοινότητα για πρώτη φορά τον Μάιο, στο πλαίσιο της Ετήσιας Συνάντησης της Αμερικανικής Θωρακικής Εταιρείας (ATS), στο Σαν Φρανσίσκο θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά. Κι αυτό διότι όπως εξήγησε ο Σ. Λουκίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πνευμονολογίας, Β΄ Πνευμονολογική Κλινική ΕΚΠΑ, Ν. Αττικόν και ένας εκ των ερευνητών που συμμετείχαν στη μελέτη: “Η μελέτη συνέκρινε δύο θεραπείες. Δηλαδή είχαμε έναν συνδυασμό versus active treatment και όχι versus placebo”.

Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη FLAME – στην οποία συμμετείχαν και 72 Έλληνες ασθενείς- φάνηκε ότι υπάρχει σταθερή ανωτερότητα του συνδυασμού ινδακατερόλης/ γλυκοπυρρονίου έναντι του συνδυασμού σαλμετερόλης/ φλουτικαζόνης στη μείωση των παροξύνσεων, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της νόσου και τα επίπεδα ηωσινόφιλων των ασθενών.

Παράλληλα, από την διεθνή μελέτη, κατεδείχθη ότι σε σύγκριση με το συνδυασμό σαλμετερόλης/φλουτικαζόνης, ο σταθερός συνδυασμός ινδακατερόλης/γλυκοπυρρονίου μείωσε το ποσοστό των μέτριων ή σοβαρών παροξύνσεων κατά 17% (αναλογία ποσοστού, 0,83), και παρέτεινε το χρόνο έως την εμφάνιση της πρώτης παρόξυνσης 22% (αναλογία κινδύνου, 0.78).

Το προφίλ ασφάλειας των δύο θεραπειών, δε, ήταν σύμφωνο με τα προφίλ ασφαλείας που είναι ήδη γνωστά για τις δύο θεραπευτικές επιλογές. Η συχνότητα εμφάνισης πνευμονίας ήταν υψηλότερη με το συνδυασμό σαλμετερόλης/φλουτικαζόνης από ότι με τον σταθερό συνδυασμό ινδακατερόλης/γλυκοπυρρονίου (3,2% έναντι 4,8%: μια στατιστικά σημαντική διαφορά).