Κορωνοϊός: Πόσο διαρκεί η ανοσία μετά την ανάρρωση

γραφικό που δείχνει πως είναι ο κορωνοϊός και η μετάλλαξη Όμικρον
29-01-2021

Ο κορωνοϊός εδώ κι έναν χρόνο έχει προκαλέσει πολύ φόβο… και πολλά ερωτήματα. Όπως για παράδειγμα: Πόσο διαρκεί η ανοσία αν αρρωστήσω; Η αλήθεια είναι πως μετά τη ανάρρωση από τη λοίμωξη από έναν ιό, το ανοσοποιητικό σύστημα διατηρεί «μνήμη» του ιού αυτού. Δηλαδή διαθέτει μηχανισμούς και ειδικά κύτταρα που θυμούνται την αρχική επαφή με τον εισβολέα. Τα κύτταρα αυτά του ανοσοποιητικού και τα αντισώματα, μπορούν να αναγνωρίσουν και να σκοτώσουν το παθογόνο εάν το συναντήσουν ξανά. Με τον μηχανισμό αυτό προστατευόμαστε από πολλές ασθένειες ή έστω μειώνεται η βαρύτητα της νόσου αν δεν μπορεί να παρέχεται απόλυτη προστασία.

Ο κορωνοϊός και η διάρκεια των αντισωμάτων του

Αυτή η μακροχρόνια ανοσολογική προστασία εμπλέκει διάφορα σκέλη του ανοσοποιητικού συστήματος, το οποίο είναι ιδιαίτερα περίπλοκο. Έτσι, περιλαμβάνει τα αντισώματα αλλά και διαφορετικούς τύπους Τ-λεμφοκυττάρων που βοηθούν στην αναγνώριση και την εξόντωση παθογόνων. Από την άλλη τα Β λεμφοκύτταρα είναι αυτά που δημιουργούν και παράγουν νέα αντισώματα όταν τα χρειάζονται το ανοσοποιητικό.

Όλα αυτά τα συνεργαζόμενα τμήματα του ανοσοποιητικού συστήματος έχει βρεθεί ότι έχουν ουσιαστικό ρόλο και σε άτομα που αναρρώνουν από τον SARS-CoV-2. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες αυτής της ανοσολογικής απόκρισης καθώς και πόσο διαρκεί η ανοσία μετά τη αρχική λοίμωξη είναι μάλλον ασαφείς. Επιπλέον υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές για επαναμόλυνση με τον SARS-CoV-2. Αυτές έχουν προκαλέσει εύλογες ανησυχίες ότι η ανοσολογική απόκριση στον ιό μπορεί να μην έχει μακρά διάρκεια.

Για την καλύτερη κατανόηση της ανοσολογικής μνήμης έναντι του SARS-CoV-2, ερευνητές από την La Jolla των ΗΠΑ, ανέλυσαν πολλαπλά σκέλη του ανοσοποιητικού. Ειδικά κύτταρα και αντισώματα σε 254 δείγματα από 188 περιπτώσεις (80 άντρες, 108 γυναίκες) COVID-19. Οι περισσότεροι είχαν ήπια νόσο, μόνο 7% χρειάστηκε νοσηλεία. Στα δείγματα συμπεριλαμβάνονταν και 43 δείγματα που λήφθηκαν σε χρονική απόσταση τουλάχιστον ≥ 6 μήνων μετά την αρχική λοίμωξη από τον ιό. Ο χρόνος από τη μόλυνση κυμάνθηκε από έξι ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων έως οκτώ μήνες αργότερα. Περίπου 50 άτομα παρείχαν δείγματα αίματος περισσότερες από μία φορές μετά τη αρχική λοίμωξη.

Τα συμπεράσματα των ειδικών

Οι ερευνητές βρήκαν γενικά ότι οι ανοσολογικές αντιδράσεις στην πλειονότητα των ατόμων που μελετήθηκαν ήταν ανθεκτικές στο πέρασμα του χρόνου. Αντισώματα ενάντια στην ακίδα πρωτεΐνη του SARS-CoV-2, την οποία χρησιμοποιεί ο κορωνοϊός για να εισέλθει στα κύτταρα, βρέθηκαν στο 98% των συμμετεχόντων ένα μήνα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων. Ο αριθμός των αντισωμάτων κυμάνθηκε ευρέως μεταξύ ατόμων. Όμως, είναι πολύ σημαντικό ότι τα επίπεδα της ανοσοσφαιρίνης IgG έναντι της πρωτεΐνης-ακίδας παρέμεναν σχετικά σταθερά για τουλάχιστον 6 ή και περισσότερους μήνες. Άρχισαν μα εμφανίζουν μια μικρή σχετικά μείωση μετά σε 6 έως 8 μήνες από τη μόλυνση. Επιπλέον 88% των ατόμων είχαν ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων στους 6-8 μήνες.

Τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης για την πρωτεΐνη ακίδα αυξάνονταν με την πάροδο του χρόνου. Οι περισσότεροι είχαν περισσότερα Β λεμφοκύτταρα μνήμης έξι μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων από ότι ένα μήνα μετά. Αν και ο αριθμός αυτών των κυττάρων φάνηκε να φτάνει σε ένα πλατό μετά από μερικούς μήνες, τα επίπεδα τους δεν μειώθηκαν κατά την περίοδο που μελετήθηκε, ούτε μάλιστα φάνηκε να υπάρχει κάποια τάση μείωσης.

Τα CD4 +T λεμφοκύτταρα και τα CD8+Τ λεμφοκύτταρα που ήταν ειδικά για το SARS-CoV-2 παρέμειναν επίσης σε υψηλά επίπεδα μετά τη μόλυνση αν και μειώθηκαν σταδιακά με χρόνο ημιζωής περίπου 3-5 μήνες. Έξι μήνες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, το 92% των συμμετεχόντων είχαν CD4 +T λεμφοκύτταρα που αναγνώριζαν τον ιό. Αυτά τα κύτταρα βοηθούν στον συντονισμό της ανοσολογικής απόκρισης. Επίσης περίπου οι μισοί συμμετέχοντες είχαν CD8+Τ λεμφοκύτταρα, τα οποία σκοτώνουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από τον ιό.

Η έρευνα χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργίας και Λοιμωδών Νοσημάτων του NIH (NIAID) και το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI) και τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2021, στο περιοδικό Science.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Κορωνοϊός: Πόσο μείωσε το προσδόκιμο ζωής στις Η.Π.Α. η λοίμωξη COVID-19