Ο Ντίκινσον Ρίτσαρντς (30 Οκτωβρίου 1895 – 23 Φεβρουαρίου 1973) ήταν Αμερικανός γιατρός και φυσιολόγος. Κέρδισε το Νόμπελ Ιατρικής το 1956 μαζί με τους André Cournand και Werner Forssmann,α για την ανάπτυξη του καρδιακού καθετηριασμού και τον χαρακτηρισμό ορισμένων καρδιακών παθήσεων.
Ο Ρίτσαρντς φοίτησε στο Κολέγιο Ιατρών και Χειρουργών του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Αποφοίτησε με μεταπτυχιακό το 1922 και πήρε το πτυχίο του το 1923.
Ήταν μέλος του προσωπικού του Presbyterian Hospital στη Νέα Υόρκη μέχρι το 1927. Πήγε στην Αγγλία για να εργαστεί στο Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας στο Λονδίνο, υπό τον Sir Henry Dale, για τον έλεγχο της κυκλοφορίας στο ήπαρ.
Το 1928, ο Ρίτσαρντς επέστρεψε στο Presbyterian Hospital και ξεκίνησε την έρευνά του για την πνευμονική και κυκλοφορική φυσιολογία, δουλεύοντας υπό τον καθηγητή Lawrence Henderson του Χάρβαρντ. Άρχισε συνεργασίες με τον André Cournand στο Bellevue Hospital της Νέας Υόρκης, ασχολούμενος με την πνευμονική λειτουργία. Αρχικά η έρευνά τους επικεντρώθηκε σε μεθόδους μελέτης της πνευμονικής λειτουργίας σε ασθενείς με πνευμονική νόσο.
Ο επόμενος τομέας έρευνάς τους ήταν η ανάπτυξη μιας τεχνικής για τον καθετηριασμό της καρδιάς. Χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνική μπόρεσαν να μελετήσουν και να χαρακτηρίσουν το τραυματικό σοκ, τη φυσιολογία της καρδιακής ανεπάρκειας. Μέτρησαν τα αποτελέσματα των καρδιακών φαρμάκων και περιέγραψαν διάφορες μορφές δυσλειτουργίας σε χρόνιες καρδιακές παθήσεις και πνευμονικές παθήσεις και τη θεραπεία τους και ανέπτυξαν τεχνικές για τη διάγνωση συγγενών καρδιοπαθειών. Για αυτό το έργο, οι Richards, Cournand και Werner Forssmann τιμήθηκαν με το Νόμπελ Ιατρικής για το 1956.