Πάνω από ένα δισ ευρώ τα πρόστιμα κατά φαρμακευτικών εταιρειών από το 2009-2017

31-01-2019

Σε περισσότερα από ένα δισ. ευρώ ανέρχονται τα πρόστιμα κατά φαρμακευτικών εταιρειών για αθέμιτες πρακτικές. Ενδεικτικό είναι ότι από το 2009 οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού εξέδωσαν από κοινού 29 αντιμονοπωλιακές αποφάσεις κατά φαρμακευτικών εταιρειών. Με τις αποφάσεις αυτές έχουν επιβληθεί κυρώσεις ή δεσμευτικές υποχρεώσεις για την αντιμετώπιση της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς.

Τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την περίοδο 2009-2017, σύμφωνα με την οποία οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού διερεύνησαν πάνω από 100 άλλες υποθέσεις, ενώ επί του παρόντος εξετάζονται πάνω από 20 υποθέσεις πιθανών παραβιάσεων της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, στον φαρμακευτικό κλάδο απαιτούνται αυστηροί έλεγχοι βάσει της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και οι υποθέσεις που έχουν αναφερθεί σχετικά με τις αντιμονοπωλιακές πρακτικές και τις συγκεντρώσεις παρέχουν ευρύ φάσμα παραδειγμάτων για τον τρόπο με τον οποίο η επιβολή της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού συμβάλλει στη διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών της ΕΕ σε οικονομικώς προσιτά και καινοτόμα φάρμακα.

Όπως δήλωσε η επίτροπος Μαγκρέιτε Βέστεϊγιερ, αρμόδια για την πολιτική ανταγωνισμού: «Μία από τις κύριες προκλήσεις και τους στόχους της Ευρώπης είναι να παρέχεται στους Ευρωπαίους ασθενείς και τα συστήματα υγείας πρόσβαση σε οικονομικώς προσιτά και καινοτόμα φάρμακα. Με την έκθεση που δημοσιεύεται σήμερα παρέχονται βασικές πληροφορίες σχετικά με το πολύτιμο έργο που επιτελούν οι αρχές ανταγωνισμού σε ολόκληρη την Ευρώπη, ώστε να διασφαλίσουν ότι οι φαρμακευτικές αγορές συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου. Είναι σημαντικό να συνεχίσουμε να δίνουμε υψηλή προτεραιότητα στο έργο μας σε αυτόν τον τομέα.»

Οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές που ακολουθήθηκαν την εξεταζόμενη περίοδο ήταν κυρίως οι ακόλουθες: πρακτικές αποκλεισμού για να καθυστερήσει η είσοδος γενοσήμων στην αγορά, πρακτικές καταμερισμού της αγοράς / καθορισμού των τιμών και συμφωνίες αντίστροφης πληρωμής («pay-for-delay»), κατά τις οποίες εταιρείες παραγωγής πρωτότυπων σκευασμάτων και εταιρείες γενοσήμων συνέπρατταν για να παρεμποδίσουν την είσοδο των γενοσήμων στην αγορά και, στη συνέχεια, μοιράζονταν τα κέρδη που αποκόμιζε η εταιρεία παραγωγής πρωτότυπων σκευασμάτων από αυτήν την πρακτική.