Περίπου 1.000 ευρώ ετησίως σε φαγητό πετάει στα σκουπίδια κάθε νοικοκυριό στην Ελλάδα, με τη χώρα μας να βρίσκεται στην 3η θέση με τη μεγαλύτερη σπατάλη τροφίμων σ’ όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτά τα στοιχεία παρουσίασε, μεταξύ άλλων, η Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη, στο 10o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Η κα Αγαπηδάκη υποστήριξε την ανάγκη να χτίσουμε υγιεινές συνήθειες και βιώσιμες επιλογές από μικροί, σημειώνοντας ότι ενόσω έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής, έχουμε ξεχάσει κάτι βασικό: «Τρώμε όχι για να χορτάσουμε, αλλά για να αναπτυχθούμε». Γι’ αυτόν τον λόγο, συνέχισε, απαιτείται η εκπαίδευση των νέων. Όπως εξήγησε, υπάρχει ειδικό σχέδιο εθνικής δράσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παιδικής παχυσαρκία, με δωρεάν γεύματα και δωρεάν άθληση. Έχουμε αναπτύξει εργαλεία για διαφορετικές ηλικιακές και αναπτυξιακές ομάδες, πρόσθεσε, προτού υπενθυμίσει ότι στο «παιχνίδι» πρέπει να μπουν και οι γονείς, οι οποίοι οφείλουν να ξέρουν ποια τρόφιμα βοηθούν στην ανάπτυξη των παιδιών. Βέβαια, αντέτεινε, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι πρέπει να ενοχοποιήσουμε το φαγητό. Την ίδια στιγμή, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο πρόβλημα της υπο-κινητικότητας. «Δεν κινούμαστε. Αυτό πρέπει να αλλάξει, καθώς έχει σοβαρές επιδράσεις» κατέληξε.
Η Αντωνία Τριχοπούλου, Επικεφαλής Κέντρου Έρευνας & Εκπαίδευσης Δημόσιας Υγείας, Ακαδημία Αθηνών, αφού έκανε μια ιστορική αναδρομή στη μεσογειακή διατροφή, διερωτήθηκε πώς γίνεται η Κρήτη να έχει την πρωτιά στην παιδική παχυσαρκία και πώς οι Έλληνες τρώμε την ίδια ποσότητα κρέατος με τους Άγγλους. «Το θέμα είναι κοινωνικό. Πρέπει να αλλάξει η νοοτροπία της κοινωνίας και το σύστημα αξιών» επεσήμανε, προσθέτοντας ότι αφενός «δεν πρέπει να τρέχουμε πίσω από τη βιομηχανία, αλλά να προηγούμαστε […], αφετέρου πρέπει να εκπαιδεύουμε τα παιδιά, για να εκπαιδεύουν τα ίδια τους γονείς τους», καθώς μέχρι στιγμής οι αντίστροφες παρεμβάσεις δεν είχαν αποτέλεσμα.
Στο ζήτημα της βιώσιμης διατροφής εστίασε η Elisa Pineda, Ερευνήτρια, Imperial College London. Η ίδια διευκρίνισε ότι μεγάλο μέρος των αερίων του θερμοκηπίου προέρχεται από την παραγωγή τροφίμων, καθώς και ότι μόνο 33 χώρες έχουν εκδώσει οδηγίες διατροφής. «Αυτό είναι κάτι που λείπει από τις περισσότερες χώρες» επέμεινε. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι το διατροφικό περιβάλλον θα ευνοήσει την υγιεινή διατροφή», συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος, αποσαφηνίζοντας ότι σ’ αυτό μπορεί να βοηθήσει και η νομοθεσία. Ένα ακόμη ζήτημα που έθιξε η κα Pineda, είναι η πρόσβαση στα τρόφιμα, τα οποία πρέπει να είναι προσιτά ακόμη και στις πιο ευάλωτες ομάδες. «Όταν έχουμε συνδυασμό φορολόγησης και επιδότησης έχουμε πιο αποτελεσματικά μέτρα» διαμήνυσε, εξηγώντας ότι ναι μεν πρέπει να φορολογούμε τα λίπη, αλλά και να επιδοτούμε τα υγιεινά τρόφιμα, ώστε να αυξηθεί η προσφορά.