Τι απαντά η ΕΣΔΥ στους πανεπιστημιακούς που αντιδρούν στην “πανεπιστημιοποίησή” της

14-10-2017

Με ανακοίνωσή της η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας απαντά στο Προεδρείο της Συνόδου Πρυτάνεων οι οποίοι κατήγγειλαν  τη διαδικασία “πανεπιστημιοποίησης” του διδακτικού προσωπικού κάνοντας λόγο για ρουσφετολογικό θάρρος και για κλειστές διαδικασίες, (χωρίς ανοιχτή προκήρυξη θέσης ώστε να τη διεκδικήσουν όσοι θεωρούν ότι έχουν τα ακαδημαϊκά προσόντα) ενώ μάλιστα είναι οι ίδιοι οι υποψήφιοι που επιλέγουν το γνωστικό αντικείμενο και τη βαθμίδα για τα οποία θα κριθούν.

Η ΕΣΔΥ στην απάντηση της χαρακτηρίζει ως ασύμμετρη την ένταση που έλαβε το θέμα της διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη για την κρίση του Διδακτικού Προσωπικού της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), και ζητάει να αποκατασταθεί η αλήθεια αναφέροντας τα εξής:

Κατ’ αρχάς, απουσιάζει από την ανακοίνωση η «μεγάλη εικόνα» και το ουσιαστικό νόημα των κρίσεων
αυτών. Η ΕΣΔΥ ιδρύθηκε το 1929. Από τον 1994 λειτουργεί με μεταβατικό οργανισμό της δεκαετίας του
1980, γεγονός που έχει δημιουργήσει πολλαπλά προβλήματα και δυσχέρειες. Η διαδικασία κρίσης, λοιπόν,
αποτελεί στοιχείο της μετάβασης της ΕΣΔΥ σε ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και τρόπο λειτουργίας, με
στόχο τη διευθέτηση της εκκρεμότητας αυτής.
Είναι κατανοητό και αποδεκτό από όλες τις πλευρές ότι η μετάβαση στο νέο θεσμικό πλαίσιο θα συμβάλει
στην αναβάθμιση τόσο της ίδιας της Σχολής όσο και γενικά της Δημόσιας Υγείας στη χώρα μας. Η μετάβαση
αυτή, που αποτελεί ad hoc διαδικασία, είναι απαραίτητο να γίνει με ουσιαστική κρίση του συνόλου του
Διδακτικού Προσωπικού από ανεξάρτητους κριτές και τοποθέτησή του σε θέσεις που αντιστοιχούν στα
σύγχρονα δεδομένα. Εξάλλου, έτσι έχει συμβεί στο παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις μετάβασης και
μαζικής διαδικασίας κρίσης, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί η εμπιστοσύνη στο αδιάβλητο των κρίσεων.
Η παρούσα διαδικασία κρίσης του Διδακτικού Προσωπικού της ΕΣΔΥ για ένταξη σε μια από τις τρεις
βαθμίδες καθηγητή διέπεται από το άρθρο 22 του ν.4452/2017 (ΦΕΚ 17 Α’/15-2-2017), που ψηφίστηκε
διακομματικά από τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, μετά από διαβούλευση
και συζήτηση στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων τον Φεβρουάριο 2017 όπου συμμετείχαν όλοι οι
θεσμικοί φορείς.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η αξιολόγηση γίνεται με ακαδημαϊκά κριτήρια όπως ακριβώς αυτά ισχύουν στα
πανεπιστήμια της χώρας, από ειδικές επιτροπές οι οποίες αποτελούνται εξ ολοκλήρου από καθηγητές
πανεπιστημίων από το σχετικό μητρώο εκλεκτόρων. Συνεπώς, διασφαλίζεται η ακαδημαϊκή διαδικασία.
Όσον αφορά στο γνωστικό αντικείμενο, σημειώνουμε ότι το άρθρο 22 του ν.4452/2017 ρητώς περιορίζει
τους κρινόμενους ότι θα κριθούν στο γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύουν κατά τη δημοσίευση του
νόμου και όχι σε όποιο άλλο αντικείμενο θα ήθελαν να δηλώσουν. Είναι, λοιπόν, ακατανόητος ο ισχυρισμός
για «φωτογραφικά» αντικείμενα.
Μια απλή εξέταση του μητρώου εκλεκτόρων των πανεπιστημίων καταδεικνύει ότι είναι περιορισμένος ο
αριθμός των εκλεκτόρων με γνωστικό αντικείμενο τη Δημόσια Υγεία, έστω με την ευρύτερη δυνατή έννοιά
της, και ακόμη πιο περιορισμένος για τα επιμέρους αντικείμενα της Δημόσιας Υγείας και το γεγονός αυτό όπως αναφέρει η Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας οδήγησε στη συγκρότηση επιτροπών κρίσης με μέλη που έχουν γνωστικά αντικείμενα όχι μόνο ίδια αλλά και συναφή με τα γνωστικά αντικείμενα των κρινόμενων (όπως προβλέπεται για όλα τα ΑΕΙ), τα οποία ούτως ή άλλως βρίσκονται όλα στο πεδίο της Δημόσιας Υγείας. Επίσης, και ότι στις επιτροπές κρίσης έχουν οριστεί οι καθηγητές Α΄ βαθμίδας του ευρέος επιστημονικού πεδίου της Δημόσιας Υγείας, και μάλιστα όλοι χωρίς επιλεκτικότητα και από όλα τα πανεπιστήμια της χώρας.