Η φωτογραφία είναι από μια παλιότερη επίσκεψη στο Κέντρο Μηχανογραφικού Ελέγχου Συνταγών το Δεκέμβριο του 2013. Τα χαρτοκιβώτια που στοιβάζονται σε ντάνες περιέχουν συνταγές φαρμάκων προς επεξεργασία. Δυστυχώς από τότε και παρά τις σημαντικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων στη φαρμακευτική πολιτική το πρόβλημα της φαρμακευτικής κατανάλωσης όπως αποτυπώνεται στον όγκο των συνταγών όχι μόνο δεν έχει βελτιωθεί αλλά απεναντίας ο όγκος των συνταγών συνεχίζει να αυξάνεται κάθε χρόνο. Εκτιμάται ότι μόνο φέτος, οι συνταγές θα είναι αυξημένες κατά 8,5% σε σχέση με το 2015, φθάνοντας τα 6,5 εκατ. κάθε μήνα.
Το πρόβλημα του όγκου των καταναλούμενων φαρμάκων είναι αρκετά σύνθετο. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η κατά κεφαλή κατανάλωση φαρμάκων στη χώρα μας σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε., διαφέρει σημαντικά ανάλογα με την κατηγορία φαρμάκων : Πολύ υψηλή κατανάλωση στα αντιβιοτικά και τα αντιδιαβητικά, κοντά στον μέσο όρο στα αντιλιπιδαιμικά, πολύ χαμηλή κατανάλωση αντιυπερτασικών και αντικαταθλιπτικών. Οι διαφορές αυτές στην φαρμακευτική κατανάλωση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ είναι δυνατό να συνδέονται με τη διαφορετική διάρθρωση και τις προτεραιότητες των συστημάτων υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας ενώ δεν φαίνεται να αντανακλούν απαραίτητα στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς τη νοσηρότητα.
Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος του όγκου απαιτεί την παρακολούθηση της συνταγογράφησης και την ανάληψη στοχευμένων – εξειδικευμένων παρεμβάσεων. Δυστυχώς καμιά σοβαρή προσπάθεια δεν έχει αναληφθεί μέχρι τώρα προς την κατεύθυνση αυτή. Οι μέχρι σήμερα παρεμβάσεις αφορούν κυρίως σε μειώσεις τιμών και στην επιβολή υποχρεωτικών επιστροφών από τη φαρμακοβιομηχανία προς τα Ταμεία ώστε να επιτυγχάνονται κάθε χρόνο, οι ολοένα και χαμηλότεροι στόχοι των προϋπολογισμών για τη φαρμακευτική δαπάνη.
Η εμπειρία δείχνει ότι οι παρεμβάσεις αυτού του είδους υλοποιούνται σχετικά εύκολα και αποδίδουν άμεσα, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Όμως τα εύκολα φαίνεται πως τελειώνουν. Οι μειώσεις τιμών διαλύουν τα παλιά δοκιμασμένα φάρμακα και εξοντώνουν την εγχώρια φαρμακοβιομηχανία. Οι παράλογες υποχρεωτικές επιστροφές στον ΕΟΠΥΥ και τα νοσοκομεία, που αναμένεται να φθάσουν στο 50% της αξίας των αποζημιούμενων φαρμάκων που προμηθεύεται το κράτος, στραγγαλίζουν την υγιή επιχειρηματικότητα και καθιστούν προβληματική την κυκλοφορία νέων φαρμάκων.
Οι Θεσμοί έχουν θέσει ως στόχο τη μείωση του clawback κατά 30% το 2017. Ο νέος αυτός στόχος δεν μπορεί να επιτευχθεί με το εργαλείο της τιμολόγησης, ή τη μεταφορά μέρους του κόστους στον οικονομικά εξαντλημένο ασθενή αλλά απαιτεί δομικές μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικά μέτρα για τον έλεγχο του όγκου και τον εξορθολογισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης.
Τα μέτρα αυτά, αν και απαραίτητα, σαφώς δεν είναι ευχάριστα για όλους. Η συγκράτηση της αναίτιας υποκατάστασης των φθηνών παλιών φαρμάκων από νεότερα ακριβότερα, φαινόμενο που αποτελεί τον κύριο λόγο της αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης, απαιτεί μέτρα των οποίων η εφαρμογή συναντά αντιστάσεις και προκαλεί δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα για μια κοινωνία σαν την ελληνική που είναι εκπαιδευμένη – εθισμένη- στο να θεωρεί ότι όλα τα νεότερα φάρμακα είναι αυτομάτως και καινοτόμα.
Δυστυχώς η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, δεν διαθέτει κάποιο σύστημα αξιολόγησης του βαθμού καινοτομίας που ενσωματώνεται σε κάθε φάρμακο, αλλά ούτε κάποιο μηχανισμό που να συνδέει τον βαθμό καινοτομίας / θεραπευτικής αποτελεσματικότητας με τον βαθμό κάλυψης και το ύψος της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Η ύπαρξη τέτοιων κοινά αποδεκτών εργαλείων είναι απαραίτητη για τη νομιμοποίηση των όποιων αποφάσεων και την κάμψη των αναμενόμενων αντιστάσεων. Σε αντίθετη περίπτωση η συζήτηση κινδυνεύει να υποβαθμιστεί στο επίπεδο της άγονης αντιπαράθεσης για την ανακατανομή των μεριδίων της αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχής επίθεση στις τιμές των φαρμάκων σε συνδυασμό με τις υπερβολικές υποχρεωτικές επιστροφές απειλεί τη βιωσιμότητα μιας σειράς παλιών και καταξιωμένων φαρμάκων (κυρίως γενοσήμων αλλά και παλαιών πρωτοτύπων χωρίς προστασία πατέντου) που ούτως ή άλλως διατίθενται ήδη σε πολύ χαμηλές τιμές. Τα παλιά αποτελεσματικά φάρμακα συγκρατούν τη δαπάνη που προκαλείται στην περίπτωση της άσκοπης – αδικαιολόγητης χρήσης ακριβότερων νέων φαρμακευτικών θεραπειών για τις ίδιες θεραπευτικές ενδείξεις.
Η Πολιτεία οφείλει να παρέχει ισότιμα φαρμακευτική κάλυψη σε όσους την έχουν ανάγκη. Οι ασθενείς θα πρέπει να συμμετέχουν (ή όχι) στο κόστος όχι μόνο ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου αλλά ανάλογα με τις εισοδηματικές τους ή άλλες δυνατότητες. Αυτό συνεπάγεται διαφορετικούς βαθμούς κάλυψης του ίδιου φαρμάκου για τις ίδιες ενδείξεις σε ασθενείς με διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Η Πολιτεία οφείλει να επιμείνει στην προώθηση της χρήσης των διαθέσιμων οικονομικότερων και θεραπευτικά ισοδύναμων εναλλακτικών, παρέχοντας όμως παράλληλα στον γιατρό και τον ασθενή την πλήρη ελευθερία στην επιλογή της θεραπείας. Η ελευθερία αυτή -όπως κάθε ελευθερία- συνεπάγεται και ανάλογο κόστος.
Από την υπερβολική δημόσια φαρμακευτική δαπάνη της περιόδου 2004-2009, φθάσαμε στους τιμωρητικούς -ανεπαρκείς κλειστούς προϋπολογισμούς των τελευταίων χρόνων και οι οποίοι από φέτος εφαρμόζονται και στα νοσοκομειακά φάρμακα. Όμως στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών, η βαρύτητα του επιχειρήματος περί χαμηλών -μη βιώσιμων- προϋπολογισμών αδυνατίζει σημαντικά λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης της χώρας στην εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων για τον έλεγχο της κατανάλωσης και τον εξορθολογισμό της αποζημίωσης.
Η εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων όπως τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και οι οδηγίες συνταγογράφησης, ο ουσιαστικός έλεγχος μέσω της αξιοποίησης των δυνατοτήτων της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, η ανάπτυξη μηχανισμών φαρμακοοικονομικής αξιολόγησης για τις νέες ακριβές θεραπείες αποτελούν απαραίτητα συστατικά μιας ολοκληρωμένης βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής που θα αντλεί τη μέγιστη προστιθέμενη αξία από κάθε ευρώ που η Πολιτεία δαπανά για φάρμακο και θα ανταποκρίνεται με συνέπεια στο πραγματικό φορτίο της νοσηρότητας.
Ο Μάρκος Ολλανδέζος είναι Επιστημονικός Διευθυντής της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας.