ΑΟΥΓΚΟΥΣΤ ΒΑΪΣΜΑΝ

August Weismann
04-11-2021

Ο Άουγκουστ Βάισμαν (17 Ιανουαρίου 1834 – 5 Νοεμβρίου 1914) ήταν Γερμανός εξελικτικός βιολόγος. Ο Ερνστ Μάυρ τον κατέταξε ως τον δεύτερο πιο αξιόλογο θεωρητικό εξελικτικό του 19ου αιώνα μετά τον ίδιο τον Κάρολο Δαρβίνο και ως έναν «από τους μεγαλύτερους βιολόγους όλων των εποχών».

Ο Βάισμαν, γιος καθηγητή γυμνασίου, γεννήθηκε στη Φραγκφούρτη. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν και αργότερα διετέλεσε διευθυντής του Ζωολογικού Ινστιτούτου και ο πρώτος καθηγητής της ζωολογίας στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Απεβίωσε στο Φράιμπουργκ σε ηλικία 80 ετών.

Η βασική συνεισφορά του ήταν η θεωρία της συνεχίσεως του βλαστοπλάσματος ή πλάσματος των γαμετών (Germ plasm theory), γνωστή κάποτε και ως «βαϊσμανισμός», κατά την οποία σε έναν πολυκύτταρο οργανισμό η κληρονομικότητα μεταδίδεται μόνο δια των ωαρίων και των σπερματοζωαρίων (που από κοινού ονομάζονται γαμέτες): Τα άλλα κύτταρα του σώματος, τα λεγόμενα «σωματικά κύτταρα», δεν λειτουργούν ως φορείς κληρονομικότητας. Η γενετική πληροφορία δεν μπορεί να περάσει από το σώμα στο βλαστόπλασμα και από εκεί στην επόμενη γενεά. Αυτός ο φραγμός αναφέρεται ως φραγμός Βάισμαν. Ο φραγμός αυτός αποκλείει την κληρονόμηση των επίκτητων χαρακτηριστικών, κάτι που είχε υποστηρίξει ο Ζαν Μπατίστ Λαμάρκ («Λαμαρκισμός»).

Ο Βάισμαν έκανε και πειράματα για να ελέγξει τη θεωρία του: Αφαίρεσε τις ουρές 68 λευκών ποντικών και των απογόνων τους, επανειλημμένα επί 5 γενεές και ανέφερε ότι κανένας ποντικός δεν γεννήθηκε ως συνέπεια χωρίς ουρά, ούτε καν με βραχύτερη ουρά: «901 ποντικάκια παράχθηκαν από 5 γενεές τεχνητώς ακρωτηριασθέντων γονέων και όμως δεν υπήρξε ούτε ένα παράδειγμα μικρής ουράς ή οποιασδήποτε άλλης ανωμαλίας της».

Η ιδέα του φραγμού Βάισμαν κατέχει κεντρική θέση στη σύγχρονη εξελικτική βιολογία, παρότι δεν εκφράζεται πλέον με τους ίδιους όρους. Για τον Βάισμαν, η κυρίως τυχαία διαδικασία των μεταλλάξεων, που πρέπει να συμβαίνουν στους γαμέτες (ή στα βλαστοκύτταρα από τα οποία αυτοί προέρχονται), είναι η μοναδική πηγή αλλαγών, ώστε να επενεργήσει η φυσική επιλογή. Οι ιδέες του Βάισμαν προηγήθηκαν της επανανακαλύψεως των ερευνών του Γκρέγκορ Μέντελ και, παρά το ότι ο Βάισμαν ήταν επιφυλακτικός ως προς την αποδοχή του «μενδελισμού», οι νεότεροι ερευνητές δεν άργησαν να πραγματοποιήσουν τη σύνδεση.