Άρθρο του Γεράσιμου Λειβαδά: “Βόμβα στα θεμέλια του συστήματος αξιολόγησης ιατροτεχνολογικών”

26-12-2016

Γράφει ο κ. Γεράσιμος Λειβαδάς, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Ιατρικών & Βιοτεχνολογικών προϊόντων (ΣΕΙΒ)

 

Το 2010 αποκαλύφθηκε δημοσιογραφικά η υπόθεση των ελαττωματικών εμφυτευμάτων στήθους από σιλικόνη της εταιρείας PIP, κάνοντας πάταγο στην παγκόσμια κοινότητα. Το θέμα αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα του πώς ένα ποινικό θέμα, μπορεί να λάβει δυσανάλογα μεγάλες διαστάσεις και να οδηγήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην υιοθέτηση μέτρων, τα οποία, ενώ αποσκοπούν στην προστασία των ασθενών ή απλά καταναλωτών, καταλήγει να γίνεται βόμβα η οποία εκρηγνυόμενη θα έχει ως συνέπεια την περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου αναμονής για την πρόσβαση των ασθενών στην νέα και καινοτόμο ιατρική τεχνολογία. Η αναμονή αυτή υπολογίζεται σε 3-5 χρόνια επί πλέον αυτού που ισχύει σήμερα, ενώ δεύτερο σημαντικό επακόλουθο θα είναι η αποχώρηση από την Ευρώπη πολλών ερευνητικών κέντρων ιατροτεχνολογίας με σκοπό την αναζήτηση τρίτων χωρών για την μελέτη και αξιολόγηση των νέων συσκευών και προϊόντων.

Παρακολουθώντας την συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2013 για την μελέτη της πρότασης της Επιτροπής Περιβάλλοντος και Δημόσιας Υγείας για αντικατάσταση των οδηγιών περί των Ιατροτεχνολογικών Προϊόντων με νέο κανονισμό, διαπιστώνει κανείς μια προσποιητή ευαισθησία των Ευρωβουλευτών και μια μάλλον επιπόλαιη προσέγγιση, πιθανώς προς δημιουργία εντυπώσεων. Οι Ευρωβουλευτές δυστυχώς παρακολουθούν βουβοί και αδιάφοροι την επικαιρότητα μέχρις ότου τα ΜΜΕ αναδείξουν ένα θέμα που δονεί τις χορδές ευσυγκινησίας της κοινής γνώμης που απαιτεί άμεσα κάτι να γίνει. Σαν αποτέλεσμα σταματούν στην είδηση και δεν προβαίνουν στην νηφάλια αξιολόγηση των γεγονότων, ενώ μεγιστοποιούν τη σημασία τους ανάλογα με τον λαϊκό αντίκτυπο και τον συντελεστή ευαισθησίας που προσφέρουν. Ενίοτε δε δικάζουν και καταδικάζουν ενόχους και αθώους μόνο και μόνο για να επιδείξουν το πόσο υπεύθυνοι είναι σε θέματα που άπτονται της κοινωνικής υγείας, αδιαφορώντας όμως για τις συνέπειες.

Και οι συνέπειες είναι όντως τεράστιες. Πέρα από το σοβαρότατο, και συνάμα απροσδιορίστου κόστους, πρόβλημα της μη ταχείας πρόσβασης  ασθενών στις νέες τεχνολογίες, υπολογίζεται από έγκυρες πηγές ότι το επιπλέον κόστος των χιλιάδων μικρο-μεσαίων κατά κανόνα επιχειρήσεων στον χώρο των ιατροτεχνολογικών θα είναι τεράστιο. Μόνο στην Ευρώπη, θα επιβαρυνθούν με €17,5δις για την πλήρη εφαρμογή της προτεινόμενης οδηγίας, ενώ είναι βέβαιο ότι η ετήσια ροή επενδύσεων ύψους €4δις θα μειωθεί δραματικά παρασύροντας στο έρεβος χιλιάδες θέσεις εργασίας. Μπορεί να συμπεράνει και ο πλέον απλός νους ότι το κόστος αυτό θα μετακυληθεί στους καταναλωτές, επομένως, στα κράτη μέσω της δημόσιας ασφάλισης που παρέχουν.

Αν το αντάλλαγμα ήταν ισοδύναμο, ασφαλώς θα άξιζε το κόπο. Ας αξιολογήσουμε λοιπόν τι θα κερδίσουμε  με τον νέο κανονισμό. Από την υπόθεση PIP, για την οποία και ξεκίνησε το όλο θέμα, επ’ ουδενί συνάγεται ότι αν  είχε εφαρμοστεί δεν θα είχαμε τα αρνητικά αποτελέσματα που στην πορεία προέκυψαν. Ποια ήταν αυτά; Ένας θάνατος στην Γαλλία που αποδίδεται στο εμφύτευμα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όπως αναφέρεται από όλες τις χώρες είναι το άγχος για τις 300.000 γυναίκες στις οποίες τοποθετήθηκαν επιθέματα από την εταιρεία PIP. 

Ας σημειωθεί ότι οι περισσότερες εταιρείες που κατασκευάζουν ιατροτεχνολογικά προϊόντα αποδέχονται τις περισσότερες από τις αλλαγές που προτείνει η επιτροπή ενώ μεγάλος αριθμός εταιρειών εφαρμόζει συστήματα ελέγχου και αξιολόγησης ασφαλέστερα και πιο αυστηρά από αυτά που προτείνονται. Ας τις ακούσουν οι υπεύθυνοι πριν ψηφίσουν!