Ενδιαφέροντα συμπεράσματα, από έρευνα σε παιδιά θύματα ενδοοικογενειακής βίας

26-12-2016

Δεν είναι απλά «παθητικοί θεατές» τα παιδιά που βιώνουν περιστατικά βίας μεταξύ των γονιών τους ή άλλων ενηλίκων στο σπίτι. Επηρεάζονται σοβαρά από την ενδοοικογενειακή βία και επιθετική συμπεριφορά, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα περίπλοκους και δημιουργικούς –καινοφανείς- τρόπους,  προκειμένου να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν αυτές τις εμπειρίες. 

Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα του ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Προσπάθεια κατανόησης της ενεργού δράσης και της ψυχικής ανθεκτικότητας νεαρών ατόμων με εμπειρίες ενδοοικογενειακής βίας» (UNARS). Το πρόγραμμα  χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Πρωτοβουλία  DAPNEIII για δύο χρόνια και υλοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες, τη Βρετανία, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. 

Συνολικά, συγκεντρώθηκαν 110 συνεντεύξεις παιδιών από οικογένειες με περιστατικά βίας στις 4 χώρες, με στόχο τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αυτά βιώνουν τη βία και τις εμπειρίες τους.  Με βάση ευρήματα που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις αυτές, η ερευνητική ομάδα ανέπτυξε ένα Ομαδικό Θεραπευτικό Πρόγραμμα  Παρέμβασης με σκοπό να ενισχύσει τις υπάρχουσες ικανότητες και τις στρατηγικές των νεαρών ατόμων. Έτσι, η βασική επιδίωξη της παρέμβασης αυτής είναι να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτύξουν την ψυχική ανθεκτικότητα και μια θετική εικόνα του εαυτού, καθώς προσπαθούν να ξεπεράσουν τις αρνητικές εμπειρίες της ενδοοικογενειακής βίας. 

Οι ερευνήτριες του προγράμματος UNARS υποστηρίζουν ότι είναι αναγκαίο να ανασκευάσουμε την σύλληψη των συγκεκριμένων παιδιών ως παθητικών, αβοήθητων θυμάτων, καταδικασμένων να επαναλάβουν και τα ίδια τη βία στις μεταγενέστερες σχέσεις τους. Σε καμία περίπτωση, πάντως,  τα αποτελέσματα της έρευνας  UNARS δεν υποστηρίζουν ότι η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι μια επώδυνη εμπειρία για τα παιδιά. 

Είναι σίγουρο ότι πρόκειται για μια τρομακτική και αγχογόνο  εμπειρία και ότι τα παιδιά πληγώνονται και τραυματίζονται τόσο από τα ίδια τη βία που βιώνουν μέσα στο σπίτι τους,  όσο και από τις καταναγκαστικές και ελεγκτικές συμπεριφορές που συχνά συνοδεύουν τη βία αυτή. 

Ωστόσο, μέσα από τις αφηγήσεις των παιδιών γίνεται σαφές ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της εμπειρίας από τη μια και η κινητοποίηση για την αντιμετώπισή τους από την άλλη, εμπλέκονται σε μια αναπόσπαστη σχέση μεταξύ τους. Οι εμπειρίες των παιδιών από τη βία στην οικογένεια μοιάζουν  λίγο πολύ με έναν διπλό έλικα, στον οποίο οι δυο πλευρές της βλάβης και της αντιμετώπισης αλληλοσυνδέονται. 

Η ικανότητα των παιδιών να είναι δυνατά, να «ενεργοποιούνται» και να είναι ανθεκτικά μπορεί να γίνει αντιληπτή εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι είναι αναγκασμένα να ζουν σ’ αυτό το πλαίσιο βίας, το οποίο λειτουργεί υπονομεύοντας την ανάπτυξη της ενεργού δράσης και της ανθεκτικότητας, σ’ αυτές τις μορφές σχέσεων, δηλαδή, που χαρακτηρίζουν τη βία, την κακοποίηση και τον καταναγκαστικό έλεγχο. 

Όπως τονίζουν οι ερευνητές που μελέτησαν τα δεδομένα : “ας σκεφτούμε,  λ.χ., τη συμπεριφορά των παιδιών που κρύβονται μέσα σε ντουλάπες, καταφεύγουν σε σκοτεινά σημεία και υποδοχές του σπιτιού.  Κατά μια έννοια, αυτή μοιάζει σαν μια παράδοση στην κακοποίηση και τον έλεγχο, -τα παιδιά μπορούν να θεωρηθούν από τους επαγγελματίες και τους επιστήμονες ότι θέλουν να ξεφύγουν, ότι ζαρώνουν από το φόβο στις γωνιές. 

Αν, όμως, δώσουμε προσοχή  μόνο σ’ αυτή την επώδυνη και δύσκολη όψη της παιδικής συμπεριφοράς και δεν προσπαθήσουμε να βρούμε ολόκληρο το μήνυμα το οποίο η ίδια εμπεριέχει, δεν θα μπορέσουμε να δούμε την αντίσταση και την ανθεκτικότητα που κρύβονται μέσα της την ίδια στιγμή. Τα παιδιά δεν είναι μόνο τρομαγμένα, δεν κρύβονται απλά. Δημιουργούν χώρους για τους εαυτούς τους,  όπου μπορούν να αισθανθούν λίγο ασφαλέστερα, έστω και λίγο καλύτερα εξασφαλισμένα, και στους οποίους έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν τον έλεγχο τα ίδια».