Αντιμέτωπα με την πείνα είναι ολοένα και περισσότερα νοικοκυριά στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας έτους 2022, το 6,6% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ το 1,5% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια τροφής. Τα ποσοστά για τη μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής κατά τα προηγούμενα έτη ήταν 6,0% το 2021, 6,1% το 2020 και 8,0% το 2019, ενώ για τη σοβαρή ανεπάρκεια τροφής ήταν, αντίστοιχα, 1,5%, 1,6% και 1,5%.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών πριν τη διενέργεια της έρευνας, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Στην Ευρώπη και την Υφήλιο, για την τριετία 2020-20221, ο επιπολασμός μέτριας ή σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Αφρική ανήλθει στο 58,9% του πληθυσμού, στη Λατινική Αμερική και Καραϊβική στο 39,0%, στην Υφήλιο 29,5%, στην Ασία στο 24,8%, στην Ωκεανία στο 12,7%, στην Ευρώπη στο 7,8% και στη Βόρεια Αμερική στο 7,8% του πληθυσμού.
Αντίστοιχα, ο επιπολασμός σοβαρής ανεπάρκειας τροφής στην Αφρική αφορούσε το 23,4% του πληθυσμού, στη Λατινική Αμερική και Καραϊβική το 13,0%, στην Υφήλιο το 11,3%, στην Ασία το 9,9%, στην Ωκεανία το 3,5%, στην Ευρώπη το 1,7% και στη Βόρεια Αμερική το 0,7.
Τα στοιχεία για την επάρκεια τροφής, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021, ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).