Μέχρι σήμερα είχαμε διαβάσει πως η ευτυχία χαρίζει στον άνθρωπο χρόνια ζωής και πως η δυστυχία μας γερνάει πρόωρα. Κάτι τέτοιο όμως μπορεί και να μην ισχύει. Νέα έρευνα Βρετανών και Αυστραλών επιστημόνων έδειξε πως η ευτυχία και δυστυχία δεν επηρεάζουν καθόλου τη θνησιμότητα.
Οι ερευνητές από τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και της Νέας Νότιας Ουαλίας, μελέτησαν στοιχεία για περίπου 700.000 γυναίκες, με μέσο όρο ηλικίας τα 59
Από αυτές, οι 30.000 πέθαναν κατά τη διάρκεια των 10 ετών που κράτησε η έρευνα.
Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet, έδειξαν πως δεν υπήρχε διαφορά στο ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ όσων προηγουμένως είχαν δηλώσει σε σχετικά ερωτηματολόγια ότι ένιωθαν ευτυχισμένες και όσων είχαν δηλώσει δυστυχισμένες.
Όπως τόνισαν οι ειδικοί, προηγούμενες μελέτες είχαν αντιστρέψει τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνήθως συμβαίνει, δεν είναι ότι οι δυστυχισμένοι αρρωσταίνουν περισσότερο. Απλά οι άνθρωποι που είναι ήδη άρρωστοι λογικά νιώθουν πιο δυστυχισμένοι και αγχωμένοι.
Οι επιστήμονες επεσήμαναν πως η κακή υγεία προκαλεί δυστυχία, γι’ αυτό η δυστυχία έχει συσχετιστεί με την αυξημένη θνησιμότητα. Όμως η ίδια η δυστυχία από μόνη της δεν φαίνεται να φέρνει πρόωρο θάνατο από καρκίνο, καρδιοπάθεια ή άλλη αιτία.
Όπως είπε η επικεφαλής της έρευνας, Δρ Μπέτε Λίου «η αρρώστια σε κάνει δυστυχισμένο, αλλά η ίδια η δυστυχία δεν σε αρρωσταίνει. Στη δεκαετή μελέτη μας, δεν βρήκαμε άμεση επίπτωση της δυστυχίας ή του στρες πάνω στη θνησιμότητα».
Ο συνεργάτης της Σερ Πέτο προσέθεσε πως «πολλοί συνεχίζουν να πιστεύουν ότι το στρες ή η δυστυχία μπορούν άμεσα να προκαλέσουν αρρώστια, όμως απλούστατα μπερδεύουν το αίτιο με το αποτέλεσμα. Φυσικά, οι άνθρωποι που είναι άρρωστοι, τείνουν να είναι πιο δυστυχισμένοι σε σχέση με τους υγιείς, όμως η έρευνά μας δείχνει ότι ούτε η ευτυχία, ούτε η δυστυχία από μόνες τους έχουν οποιαδήποτε άμεση επίπτωση στο ποσοστό των θανάτων».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: