Πολλές γυναίκες βλέπουν τα σημάδια της εμμηνόπαυσης να εμφανίζονται νωρίτερα σε εκείνες απ’ ότι σε άλλες γυναίκες. Έτσι, αποφασίζουν με την καθοδήγηση του γιατρούς τους φυσικά, να παρατείνουν την εμμηνόπαυση ώστε να καθυστερήσουν κι άλλου συμπτώματα όπως η οστεοπόρωση και άλλα. Τώρα, νέα μεγάλη έρευνα δείχνει πως η παράταση της εμμηνόπαυσης προστατεύει και από την κατάθλιψη.
Ομάδα Ελλήνων ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, το Πανεπιστήμιο της Ουψάλας στη Σουηδία και το Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά έκαναν μετα-ανάλυση στοιχείων 14 προηγούμενων ερευνών που έγιναν πάνω σε περισσότερες από 67,000 γυναίκες
Τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο έγκριτο ιατρικό περιοδικό JAMA- Ψυχιατρική έδειξαν πως η αυξανόμενη ηλικία εμμηνόπαυσης φαίνεται να δρα προστατευτικά έναντι του κινδύνου να εμφανίσουν οι γυναίκες κατάθλιψη μετά την εμμηνόπαυση.
Με άλλα λόγια, σε όσο μεγαλύτερη ηλικία είναι η γυναίκα όταν μπαίνει στην εμμηνόπαυση, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει να εμφανίσει κατάθλιψη.
Μάλιστα, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως η αύξηση κατά 2 χρόνια τόσο της ηλικίας εμμηνόπαυσης όσο και της διάρκειας της αναπαραγωγικής περιόδου σχετίζεται με μείωση του κινδύνου εμφάνισης κατάθλιψης κατά 2%.
Τα ευρήματα αυτά θα βοηθήσουν πολύ στο να καταλάβουμε γιατί εμφανίζεται η γεροντική κατάθλιψη. Θα βοηθήσουν ακόμα στο να βρεθούν και σχετικές θεραπείες για αυτή.
Η κατάθλιψη προσβάλει έναν στους δέκα ηλικιωμένους και οι γυναίκες θεωρούνται περισσότερο ευπαθείς ανάμεσα στα δυο φύλα. Στο διάστημα της αναπαραγωγικής ζωής, ο οργανισμός της γυναίκας παράγει υψηλά επίπεδα οιστρογόνων, τα οποία μειώνονται απότομα με την εμμηνόπαυση. Τόσο η ηλικία εμμηνόπαυσης, όσο και η διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, δηλαδή η περίοδος από την εμμηναρχή μέχρι την εμμηνόπαυση, δείχνουν πόσα χρόνια στη διάρκεια της ζωής της βρίσκεται μια γυναίκα κάτω από την επίδραση των ενδογενών αυτών ορμονών.
Ειδικότερα, η μελέτη έδειξε ότι η μεγάλη ηλικία εμμηνόπαυσης και η μεγαλύτερη διάρκεια της αναπραγωγικής περιόδου, σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο κατάθλιψης στην τρίτη ηλικία.
Όπως είπε η Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής Αθηνών Ελένη Πετρίδου, όλες οι έρευνες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι τα οιστρογόνα έχουν αντικαταθλιπτική δράση στον εγκέφαλο. Ωστόσο η χρήση εξωγενών οιστρογόνων για τη θεραπεία της κατάθλιψης στις γυναίκες δεν φαίνεται να έχει επιτυχή αποτελέσματα, σύμφωνα με κλινικές δοκιμές.
Ο Μάριος Γεωργάκης, πρώτος συγγραφέας της μελέτης, αριστούχος απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και υποψήφιος διδάκτορας τόνισε πως «με μια πρώτη ματιά ο βαθμός της προστατευτικής επίδρασης φαίνεται μηδαμινός. Αν όμως αναλογιστεί κανείς ότι η ηλικία εμμηνόπαυσης και η αναπαραγωγική περίοδος μπορεί να ποικίλει από γυναίκα σε γυναίκα έως και 20 χρόνια, τότε η προστατευτική δράση είναι ευμεγέθης. Μάλιστα, σε γυναίκες με πολύ πρόωρη εμμηνόπαυση (<40 ετών), ο κίνδυνος ήταν ακόμη μεγαλύτερος καθώς υπολογίστηκε διπλάσιος».
«Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους μπορεί να θεωρηθεί ως διαφορετική νοσολογική οντότητα συγκριτικά με εκείνη που παρουσιάζεται στις νεότερες ηλικίες, καθώς παρουσιάζει ιδιαιτερότητες στην αιτιολογία και την αντιμετώπιση με τα διαθέσιμα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Η δυνατότητα εφαρμογής προληπτικών παρεμβάσεων φαίνεται επίσης ελκυστική και πιθανότατα εφαρμόσιμη», λέει η Στέλλα Δασκαλοπούλου από τον Καναδά. Πράγματι, σύμφωνα με τα ευρήματα της συγκεκριμένης μελέτης, υποκλινικές μορφές κατάθλιψης μπορούν να αναγνωριστούν έγκαιρα αν οι γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση έχουν συστηματική παρακολούθηση της ψυχικής τους υγείας ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα πρωιμότερης και περισσότερο αποτελεσματικής παρέμβασης.
Η μελέτη αναθερμαίνει το ερευνητικό ενδιαφέρον αναφορικά με τις θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης κατά την μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο. «Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης μετά την εμμηνόπαυση σχετιζόταν με σοβαρές παρενέργειες, οι οποίες και περιορίζουν τη χρήση της. Νεότερα όμως δεδομένα υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια κρίσιμη περίοδος αμέσως μετά την εμμηνόπαυση, κατά την οποία αν η γυναίκα ξεκινήσει θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, πιθανώς να έχει την ευεργετική δράση για αποφυγή εκδήλωσης κατάθλιψης. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα αποτελέσματα της δημοσίευσης αναφέρονται στη δράση ενδογενών οιστρογόνων, τα οποία παρουσιάζουν διαφορές σε σχέση με τα εξωγενώς χορηγούμενα», σημειώνει η Άλκηστις Σκαλκίδου από τη Σουηδία.
Η ερευνητική ομάδα καταλήγει ότι χρειάζονται περισσότερες μελέτες για να διερευνηθούν σε βάθος οι επιδράσεις των ορμονών του φύλου στον εγκέφαλο και την ψυχική υγεία γενικότερα.
Ακόμη και αν η αντικαταθλιπτική δράση των οιστρογόνων θεωρηθεί τεκμηριωμένη, υπολείπεται η επιστημονική γνώση για σύσταση ασφαλών θεραπειών βασισμένων σε οιστρογόνα για την πρόληψη της μετεμμηνοπαυσιακής κατάθλιψης.
Μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις αναμένεται να στραφούν στην ανάπτυξη εξωγενών οιστρογονικών παραγόντων με στοχευμένη δράση στον εγκέφαλο, οι οποίες θα πρέπει όμως να ελαχιστοποιούν τις παρενέργειες από τα υπόλοιπα συστήματα του οργανισμού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: