Άρθρο του Κυριάκου Σουλιώτη Επίκουρου Καθηγητή Πολιτικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε ως κοινωνία την αποκάλυψη στρεβλώσεων που, επί σειρά ετών, οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια την οικονομία της χώρας σε κρίση. Σε αυτό το γενικό τοπίο, ο τομέας της υγείας, δυστυχώς, πρωταγωνίστησε, καθώς σε πολλές κατηγορίες φροντίδας υγείας ο ρυθμός αύξησης ήταν ιλιγγιώδης και σε κάθε περίπτωση υπερέβαινε τις δυνατότητες της οικονομίας να τον υποστηρίξει. Ωστόσο, όσο και αν αυτό φαντάζει μακρινό για Ευρωπαϊκή χώρα, η Ελλάδα αδυνατούσε, μεταξύ άλλων, να συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος καθώς οι σχετικές καταγραφές ήταν ανακριβείς και τα όποια επίσημα στοιχεία αναδεικνύονταν με μεγάλη χρονική υστέρηση με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η έγκαιρη διορθωτική παρέμβαση από την πλευρά της πολιτικής υγείας.
Κατ’ αποτέλεσμα, η χώρα κλήθηκε να εφαρμόσει σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα εξαιρετικό σφιχτό πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του τομέα της υγείας, ωστόσο, με τις διαρκείς προσαρμογές των στόχων δαπάνης στα (συρρικνωμένα) έσοδα του κράτους, είναι ορατός ο κίνδυνος μιας νέας υπερβολής, αυτή τη φορά με την αδυναμία κάλυψης πραγματικών αναγκών υγείας των πολιτών. Σε αυτό το περιβάλλον, η ολοκλήρωση του έργου του νέου Συστήματος Λογαριασμών Υγείας το οποίο είναι εναρμονισμένο με το διεθνές πρότυπο “System of Health Accounts” του ΟΟΣΑ, η κεντρική διοίκηση μπορεί αφ’ ενός να σταθεί με τεκμήρια έναντι των προκλήσεων της εποχής (πχ διαπραγματεύσεις με τους δανειστές) και αφ’ ετέρου να υποστηρίξει το διαφαινόμενο κενό στο διαθρωτικό εγχείρημα του ΕΟΠΥΥ, ήτοι την αλλαγή του χρηματοδοτικού υποδείγματος.
Είναι προφανές ότι μια τέτοια κρίσιμη και αναγκαία προσπάθεια μεταρρύθμισης καθίσταται ορθολογική μόνο όταν συνοδεύεται από αξιόπιστα δεδομένα για την κατανομή των (σπάνιων) πόρων. Την προϋπόθεση τη διασφάλισε μετά από χρόνια η επιστημονική κοινότητα. Τη μεταρρύθμιση θα πρέπει να την αναλάβει η κεντρική διοίκηση η οποία πλέον γνωρίζει…