Ο Ιούλιος Γαλβάνης ήταν Έλληνας γιατρός χειρουργός και οφθαλμολόγος… ένας από τους πρώτους χειρουργούς της νεότερης Ελλάδας και Πανεπιστημιακός καθηγητής. Γεννήθηκε το 1838 στη Ζάκυνθο και πέθανε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 στη διάρκεια ενός κυνηγετικού περιπάτου στο Σούνιο. Η κηδεία του έγινε στις 5 το απόγευμα της Δευτέρας 3 Σεπτεμβρίου 1901, με δαπάνη του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον επικήδειο εκφώνησε ο Σπυρίδων Μαγγίνας, καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και Ακαδημαϊκός.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1896, ο Γαλβάνης ζήτησε από τους φοιτητές να παρουσιάσουν ένα ιατρικό περιστατικό στο αμφιθέατρο, ενώπιον όλων των συναδέλφων τους. Ήταν μια μέθοδος που θα βελτίωνε την ποιότητα της διδασκαλίας, αλλά ενώ στην Ιατρική φοιτούσαν 250 άτομα, οι ασθενείς του νοσοκομείου ήταν μόνο 70 και δεν επαρκούσαν για όλους και ο Γαλβάνης αρνείτο να τους χορηγήσει αποδείξεις, με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι φοιτητές να πάρουν το πτυχίο τους. Μια επιτροπή επισκέφτηκε τον καθηγητή και αιτήθηκε τη μη εφαρμογή του μέτρου, όμως ο Γαλβανης αρνήθηκε λέγοντας στους φοιτητές ότι δεν δέχεται υποδείξεις κι ότι αυτοί ούτε επιθυμούν να σπουδάσουν ούτε έχουν ιδέα από την επιστήμη τους και ότι ατιμάζουν την Ελλάδα… κάτι που επιβεβαίωσε λέγοντας ότι το επαναλαμβάνει και στην αίθουσα να το ακούσουν όλοι, αν και αργότερα θέλησε να κατευνάσει τα πνεύματα λέγοντας ότι τα λεγόμενά του παρεξηγήθηκαν. Οι φοιτητές άρχισαν να αποδοκιμάζουν τον καθηγητή χτυπώντας τα πόδια τους, κάτι που προκάλεσε την παρέμβαση του διοικητή του νοσοκομείου. Η αντίδραση των φοιτητών ήταν να εκκενώσουν την αίθουσα.
Ο Γαλβάνης ενημέρωσε τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου για όσα έγιναν στην κλινική του και υποστήριξε ότι δεν εκστόμισε ύβρεις και ότι «…ουδέν άλλο έπραξεν ειμή να υποτιμήσει τους θορυβήσαντες και ατακτήσαντας χωρίς όμως να έχει την ελαχίστην πρόθεσιν δια της επιτιμήσεώς τους να προσβάλλει κάποιον από τους φοιτητές πράγμα το οποίο και εις τον χαρακτήραν του αντίκειτα…ι». Η Σύγκλητος αφού άκουσε τον καθηγητή, συνέταξε την ακόλουθη ανακοίνωση, «…Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος συνελθούσα εις συνεδρίασιν την 18η Δεκεμβρίου 1896 και εξετάσασα τα κατά την 17ην του μηνός γενόμενα εν τη κλινική του καθηγητού κ. Γαλβάνη, επείσθη ότι ουδέν συνέβη εκ των διαδοθέντων. Ο κ. Γαλβάνης επετίμησεν μόνον τους ατακτήσαντας εν τη παραδόσει του ουδαμώς δε εξεφράσθη κατά των ακροατών αυτού, πολλώ δε ολιγώτερον κατά του συνόλου των φοιτητών. Η Ακαδημαϊκή Σύγκλητος προτρέπει τους κ.κ. φοιτητάς να εξακολουθήσωσιν ησύχως το εαυτών έργον…».
Οι φοιτητικές ταραχές που ακολούθησαν είχαν ως αφορμή το λεκτικό επεισόδιο, όμως αιτία τους ήταν η αναταραχή που είχε προκαλέσει το Κρητικό ζήτημα. Οι ταραχές κράτησαν από τις 9 έως τις 19 Ιανουαρίου 1897, κι έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως «Γαλβανικά» ή «Πανεπιστημιακά», Έληξαν με την επέμβαση της Χωροφυλακής αλλά και του Στρατού, υπό τη διοίκηση του Δημητρίου Μπαϊρακτάρη, που, με το βαθμό του Ταγματάρχη, ασκούσε καθήκοντα αστυνομικού διευθυντή Αθηνών. Στη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 1897 ο Πρύτανης Αναστάσιος Χρηστομάνος δέχθηκε έγγραφο του Μπαϊρακτάρη με το οποίο του ζητούσε ονομαστικό κατάλογο των φοιτητών «…των μη ακολουθούντων το μάθημα του καθηγητή Ι. Γαλβάνη, ίνα ούτω δυνηθώμεν να ανεύρωμεν τους υπαιτίους και καταδιώξωμεν αυτούς κατά τον νόμον…». Το αίτημα του το απέρριψε η Σύγκλητος θεωρώντας ότι το θέμα αφορά, «….την εσωτερικήν του Πανεπιστημίου τάξιν….» για τη οποία «…τόσο η Σύγκλητος όσο και η Πρυτανεία λαμβάνουν τα προσήκοντα μέτρα…». Εκτός των χώρων του Πανεπιστημίου και γύρω του υπήρχαν ισχυρές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις υπό τις διαταγάς του Μπαϊρακτάρη, καθώς επίσης και φοιτητές οι οποίοι ενημέρωναν τους πολίτες για την κατάληψη και οργάνωναν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας.
Σε ένα από τα συλλαλητήρια αυτά φοιτητές και πολίτες συγκρούσθηκαν ενόπλων με τις αστυνομικές δυνάμεις στην οδό Σταδίου με αποτέλεσμα το θάνατο του μαθητή Βαρότση, τη σύλληψη και τον τραυματισμό δεκάδων φοιτητών και πολιτών. Μετά τα δραματικά αυτά γεγονότα και την ανεξέλεγκτη πλέον κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη των Αθηνών η Κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει τους φοιτητές «εν στάσει» και να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής του στρατιωτικού νόμου. Τα γεγονότα έληξαν με τη μεσολάβηση του συντάκτη της εφημερίδας «Ακρόπολις» Δάσιου, του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου καθώς και ομάδας καθηγητών του Πανεπιστημίου με επικεφαλής τον καθηγητή Γεωργίου Μιστριώτη ο οποίος πληροφόρησε τους φοιτητές ότι έχει -δήθεν- την έγκριση της Κυβερνήσεως να τους ανακοινώσει ότι τα αιτήματά τους έγιναν αποδεκτά.
Οι φοιτητές με επικεφαλής τον Μιστριώτη και τον Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιο αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο και κατευθύνθηκαν στην πλατεία του Κολωνακίου, όπου πληροφορήθηκαν ότι η Κυβέρνηση «…έλαβεν απόφασιν να καταδιώξη τους πρωταιτίους των επεισοδίων και εζήτα τας κλείδας όπως εγκαταστήση φρουράν εν τω πανεπιστημίω..». Την επομένη εγκαταστάθηκε στρατιωτική φρουρά στο Πανεπιστήμιο και πολλοί από τους φοιτητές οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα είχαν αρχίσει να καταζητούνται από την αστυνομία.