Κλινικές έρευνες: “Γιατί δεν επιταχύνουμε;” “Διότι δε συνενοούμαστε”

26-12-2016

Την τιμητική τους είχαν την εβδομάδα που μας πέρασε οι κλινικές μελέτες, που προχωρούν σε ρυθμό χελώνας στη χώρα μας και δεν ήταν τυχαία φαίνεται, η παγκόσμια μέρα της χελώνας που συνέπεσε για την εκδήλωση που διοργανώθηκε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας με τίτλο: “Κλινικές Μελέτες στην Ελλάδα: Γιατί δεν επιταχύνουμε;” και συντονιστή τον καθηγητή των οικονομικών της Υγείας Γιάννη Κυριόπουλο.

Στο γιατί δεν επιταχύνουμε δε δόθηκε κάποια σοβαρή απάντηση. Συμφώνησαν όμως όλοι στο πόσο σημαντικό είναι για την οικονομία στο χώρο της υγείας να επισπεύσουμε. Έτσι για άλλη μια φορά ακούσαμε τον υπουργό Υγείας  να δηλώνει πρόθυμος να βοηθήσει , αναφέροντας μάλιστα ότι  είναι και προσωπικό μέλημα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά ο οποίος για το θέμα αυτό σύμφωνα με πληροφορίες του Healthview συνομιλεί κατ΄ιδίαν με ανθρώπους από τη φαρμακοβιομηχανία αλλά και με ανθρώπους που έχουν περάσει από θέσεις κλειδιά στο χώρο της υγείας στέλνοντας πλέον σαφές μήνυμα ότι έχει πάρει την υπόθεσή πάνω του.

Ο υπουργός Υγείας πάντως στην εκδήλωση προανείγγελε “μια συμμαχία πολιτείας και φαρμακοβιομηχανίας” προκειμένου να προχωρήσουν οι διαδικασίες και να σταματήσει η Ελλάδα να αποτελεί τον  “ουραγό της Ευρώπης” αφού όλοι γνωρίζουμε ότι ερχόμαστε τελευταίοι κια καταϊδρωμένοι τη στιγμή που άλλες χώρες όπως π.χ η Ουγγαρία η Πολωνία η Τουρκία προχωρούν με ρυθμούς όχι “χελώνας” όπως εμείς αλλά “λαγού”.

Τι συμβαίνει όμως και παρά το ότι από πέρυσι έχει βγει υπουργική απόφαση που καθορίζει τον τρόπο έγκρισης και διενέργειας των κλινικών ερευνών αντί να προχωράμε, βρισκόμαστε καθηλωμένοι και η Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας όχι μόνο αδυνατεί να εγκρίνει τις κλινικές μελέτες που κατατίθενται, αλλά βάζει εμπόδια όπως καταγγέλλουν άνθρωποι από το χώρο των φαρμακευτικών εταιρειών καθυστερώντας τα ραντεβού με συνέπεια να μη μπορούν να τηρηθούν τα χρονοδιαγράμματα; Αδικούν άραγε τη σημερινή Εθνική Επιτροπή αυτοί που της καταλογίζουν δυσκινησία τη στιγμή που όπως υποστηρίζουν η προηγούμενη επιτροπή είχε εξομαλύνει κάπως την κατάσταση εγκρίνοντας κανονικά τις κατατιθέμενες μελέτες τακτικά ανά μήνα και χωρίς καθυστερήσεις; Η αλήθεια είναι χωρίς αυτό να αποτελεί δικαιολογία ότι η επιτροπή ήταν υποστελεχωμένη και δε μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά. Χρειάστηκε η παρέμβαση του προέδρου του ΕΟΦ για να προσληφθούν δύο άτομα για γραμματειακή υποστήριξη προκειμένου να “τρέξει κάπως η κατάσταση”. Γιατί όμως ακόμη και έτσι δεν είχε παρέμβει νωρίτερα ο πρόεδρος του ΕΟΦ αφού όλοι βλέπουν το μεγάλο συμφέρον της χώρας από την προσέλκυση των κλινικών μελετών και υποστηρίζουν ότι δεκάδες εκατομμυρίων θα εισέρρεαν από αυτές στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία; Επίσης η ασυνενοησία των εμπλεκομένων φορέων που ανέφερε ο κος Λιντζέρης στην οποία απέδωσε τη μη επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος ποιανού άραγε ευθύνη είναι; Ποιοι τέλος πάντων είναι οι εμπλεκόμενοι φορείς που δε μπορούν να συνενοηθούν και γιατί για μια ακόμη φορά είμαστε όμηροι της κακαδαιμονίας που καταδιώκει το ελληνικό κράτος;

 Από την άλλη ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Δεοντολογίας κος Παπαβασιλείου ανέφερε παραλλείψεις στους προς έγκριση φακέλους εκ μέρους των εταιρειών. Άραγε μήπως και οι εταιρείες έχουν ένα μερίδιο ευθύνης.Και ας μη ξεχνάμε ότι δεν είναι η χώρα μόνο που θα κερδίσει πόρους αλλά θα είναι και προς όφελος και μεγάλο μάλιστα των ίδιων των εταιρειών και των στελεχών τους.

Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι σύμφωνα με μελέτη της ΕΣΔΥ κάθε φορά που εγκρίνεται μια κλινική δοκιμή “εισάγονται” στην Ελλάδα περίπου 250.000€ και προκαλείται, σύμφωνα με τους δημοσιευμένους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, καθαρή αύξηση στο ΑΕΠ της χώρας μας, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ τις 500.000€ ανά κλινική δοκιμή μπορεί να συνειδητοποιήσει τη σημασία τους για την ελληνική οικονομία. Για αυτό και η απάντηση από τα χείλη επισήμων και υπευθύνων στο ερώτημα “για τι δεν επιταχύνουμε”, “διότι δε συννενοούμαστε” δε μπορεί να ικανοποιεί κανέναν.