Φωνίατρος! Αν και δεν είμαστε εξοικειωμένοι με αυτή την ιατρική ειδικότητα, υποψιαζόμαστε όλοι τι μπορεί να σημαίνει. Ο Δρ. Κωνσταντίνος Λαμπρόπουλος, Χειρουργός ωτορινολαρυγγολόγος με ειδίκευση στη φωνιατρική και πλέον των 30 ετών εμπειρία, μιλά στο healthview.gr σε μια συνέντευξη «ποταμό» για τα προβλήματα και τις ασθένειες της φωνής τη διάγνωση και τη θεραπεία, παραδείγματα από επαγγελματίες στον καλλιτεχνικό και άλλους χώρους.
Τι σας οδήγησε να επιλέξετε την ειδικότητα της Ωτορινολαρυγγολογίας και στη συνέχεια να εξειδικευτείτε στη Φωνιατρική – Φωνοχειρουργική;
«Όπως πάντα συμβαίνει ήταν μια σειρά από ευτυχείς συγκυρίες και συμπτώσεις. Τον Μάρτιο του 1989 τελείωνα τον πρώτο χρόνο ειδικότητας στη γενική χειρουργική στο νοσοκομείο Μεταξά και έπρεπε να επιλέξω σε ποια χειρουργική ειδικότητα θα συνέχιζα, έχοντας στο μυαλό μου την πλαστική χειρουργική ή την παιδοχειρουργική. Στην ΩΡΛ Κλινική του νοσοκομείου είχε αναλάβει τη διεύθυνση ένας εξαιρετικός γιατρός, ο καθηγητής Κ. Μπάνης, που μου ζήτησε να πάω στη νεοσύστατη τότε Κλινική του, ανοίγοντάς μου έναν καινούργιο δρόμο σε μια εκπληκτική ειδικότητα που άλλαζε, γινόταν σύγχρονη με φοβερές προκλήσεις και άγνωστα μέχρι τότε επιστημονικά πεδία. Μια απόφαση, για την οποία όχι μόνο ποτέ δεν μετάνιωσα, αλλά κρίνοντας εκ των υστέρων, χωρίς κανέναν δισταγμό, πάλι την ίδια θα έπαιρνα.
Λίγους μήνες πριν ολοκληρώσω τα χρόνια της ειδικότητας τον Μάρτιο του 1993, έπεσε στα χέρια μου ένα τεύχος του ORL Clinics of North America, αφιερωμένο στη Φωνιατρική, για την οποία δεν είχα την παραμικρή ιδέα, αφού ήταν μια υποειδικότητα τελείως άγνωστη στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο με ενθουσίασε και απευθύνθηκα με συστατικές επιστολές στον prof. Manfred Gross στην Πανεπιστημιακή Φωνιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, ο οποίος με δέχθηκε στην Κλινική του μέχρι τον Αύγουστο του 1994, όπου και εκπαιδεύτηκα στη Φωνιατρική και τη Φωνοχειρουργική. Από τον Σεπτέμβριο του 1994 εργάζομαι ως Ωτορινολαρυγγολόγος – Φωνίατρος στο ιδιωτικό μου ιατρείο στο Παλαιό Φάληρο».
Από τι επηρεάζεται η υγεία της φωνής;
«Ο φωνητικός μηχανισμός απαιτεί τη συνεργασία όλων των δομικών του στοιχείων, (οστών, χόνδρων, μυών, νεύρων, συνδέσμων, αρθρώσεων και περιτονιών) σε μια πολύπλοκη και αρμονική αλληλεπίδραση για την παραγωγή της φωνής. Ο βλεννογόνος που τον καλύπτει έρχεται σε επαφή με τον αναπνεόμενο αέρα και επηρεάζεται από κάθε αλλαγή στο περιβάλλον. Τα πιο σημαντικά στοιχεία είναι η επαρκής ενυδάτωση με άφθονη πρόσληψη υγρών και εισπνοή υδρατμών, η καλή φυσική και σωματική κατάσταση για την εύρυθμη μυική λειτουργία, η αποφυγή καπνίσματος και φωνητικών «ακροβασιών» και η σωστή φωνητική εκπαίδευση για την επίτευξη των φωνητικών μας στόχων».
Με ποιον τρόπο βλάπτουμε τη φωνή μας;
«Υπάρχουν τρεις αιτίες, που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στην φωνή:
• Ασθένειες (π.χ. απλές φλεγμονές του αναπνευστικού, νεοπλάσματα, συστηματικά νοσήματα, νευρολογικές παθήσεις)
• Αλλαγή στις συνήθειες του ατόμου (π.χ. κάπνισμα, κακή διατροφή με εμφάνιση γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, διαταραχές ύπνου)
• Αλλαγή απαιτήσεων (οι επαγγελματίες φωνής καλούνται να χρησιμοποιούν υψηλότερες εντάσεις και συχνότητες φώνησης, συνήθως σε μεγαλύτερη χρονικά διάρκεια από έναν «απλό» άνθρωπο)».
Αναφέρεστε συχνά στη σημασία της φωνητικής υγιεινής. Ποιες πρακτικές συστήνετε για την προστασία των φωνητικών χορδών;
• Επαρκής ενυδάτωση
• Φωνητική εκπαίδευση
• Σωστές διατροφικές επιλογές
• Αποφυγή καπνίσματος
• Προθέρμανση – Αποθεραπεία σε κάθε επαγγελματική φωνητική χρήση
• Τακτικός φωνιατρικός έλεγχος
• Γνώση ανατομίας και φυσιολογίας φωνητικού μηχανισμού
Και τι συνιστά η φωνητική εκπαίδευση που αναφέρετε, για έναν επαγγελματία, ή έναν απλό άνθρωπο, ακόμα κι αν είναι δάσκαλος κλπ.
«Η φώνηση είναι μια μυϊκή ενέργεια και απαιτείται μια συνεργασία και συντονισμός πολλών μυϊκών ομάδων για την ολοκλήρωσή της. Στην καθημερινότητα έχουμε μάθει να μιλάμε χωρίς να σκεφτόμαστε ή να υπολογίζουμε τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε μυϊκά, για να το πετύχουμε.
Όταν όμως αλλάζουν οι απαιτήσεις της φωνητικής μας καθημερινότητας (σε ένταση φωνής, τονικότητα και διάρκεια), πρέπει να προσαρμόσουμε τη μυϊκή δραστηριότητα των συμμετεχόντων μυών για να επιτευχθεί το ζητούμενο φωνητικό αποτέλεσμα. Αν μάλιστα έχουμε ένα φωνητικό επάγγελμα, δεν αρκεί συνήθως η εμπειρική γνώση, του πως χρησιμοποιούμε σωστά τη φωνή μας. Χρειάζεται η φωνητική εκπαίδευση, για να γνωρίσουμε τον φωνητικό μηχανισμό, να συντονίσουμε αποτελεσματικά αναπνοή και φώνηση και να μιλάμε χωρίς να πιέζουμε, με αποκλειστικό σκοπό την ασφάλεια και την αποφυγή φωνητικών τραυματισμών».
Υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα που συνδέουν τη φωνητική χροιά με την προσωπικότητα ενός ατόμου;
«Με αυτό το πεδίο ασχολείται η ψυχοακουστική, όπου συνδυάζονται υποκειμενικές και αντικειμενικές αξιολογήσεις της επίδρασης της φωνής στους ακροατές. Υπάρχουν εξειδικευμένοι επιστήμονες, που ασχολούνται με το θέμα».
Σε ποιο βαθμό η φωνή ενός ατόμου επηρεάζεται από τη γλώσσα που μιλάει ή από τη διάλεκτο;
«Διαφορετικές γλώσσες και διάλεκτοι απαιτούν διαφορετική άρθρωση, άρα διαφορετική διαμόρφωση των αντηχείων του ανθρώπινου φωνητικού μηχανισμού (φάρυγγας, γλώσσα, χείλη, υπερώα, παρειές). Η ανάπτυξη της φώνησης είναι σε μεγάλο βαθμό μια διαδικασίας μίμησης ήχων από την πρώτη ηλικία. Σε κάθε κοινότητα, χώρα ή κοινωνική ομάδα η φωνή ενέχει το στοιχείο του οικείου ακούσματος, άρα τα επιμέρους χαρακτηριστικά της φωνής χαρακτηρίζουν και τον ομιλητή. Προβλήματα μπορεί να εμφανιστούν όταν προσπαθούμε να αναπαραγάγουμε φωνητικούς ήχους σε μια μη οικεία για εμάς διάλεκτο ή γλώσσα».
Ποιοι είναι οι βιολογικοί και φυσιολογικοί παράγοντες που διαφοροποιούν τις φωνές των ανθρώπων μεταξύ τους, για παράδειγμα τις γυναικείες από τις ανδρικές;
«Με την εμφάνιση των ορμονών του φύλου στην εφηβεία, επηρεάζεται διαφορετικά η μορφολογία των χορδών ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια. Ενώ στα παιδιά το μήκος των χορδών είναι το ίδιο, στα κορίτσια αυξάνεται κατά μισή φορά ενώ στα αγόρια διπλασιάζεται. Το μήκος παίζει ουσιαστικό ρόλο στην παραγόμενη βασική συχνότητα, όσο πιο μεγάλες είναι οι χορδές (ανδρικοί λάρυγγες) τόσο πιο βαθιά (μπάσα) είναι η φωνή και αντίστροφα. Αλλά και ανάμεσα στους λάρυγγες των ατόμων του ίδιου φύλου, παρατηρούνται ανατομικές μικροδιαφορές, που διαμορφώνουν τελικά υποκατηγορίες φωνών, όπως σοπράνο και μέτζο στις γυναικείες και τενόρους, βαρύτονους και μπάσους στις ανδρικές φωνές. Σε μεγάλο βαθμό στην τελική φωνητική διαμόρφωση συμμετέχει και η λειτουργική χωρητικότητα των πνευμόνων, το μυικό σύστημα, η ανατομία των οστών του προσώπου, που συνδέονται και εξαρτώνται άμεσα από τη διαφορετική φυλετική ιδιαιτερότητα και ανατομική κατασκευή των ανθρώπων».
Υπάρχουν τρόποι να αποκατασταθεί ή να βελτιωθεί η φωνή μετά από κάποιο σοβαρό φωνητικό τραύμα ή χειρουργική επέμβαση;
«Εξαρτάται από το είδος του φωνητικού τραύματος και την επιλογή της χειρουργικής τεχνικής. Η βελτίωση μπορεί συνήθως να επιτευχθεί, με τη βοήθεια εξειδικευμένων φωνοθεραπευτών και εκπαιδευτών φωνής. Από την άλλη πλευρά η πλήρης αποκατάσταση είναι σχετική, και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στον σχεδιασμό της θεραπευτικής αγωγής τον χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την εμφάνιση της δυσφωνίας, την προσαρμοστικότητα του ατόμου, τη συνειδητοποίηση του τι έγινε και τον βαθμό συμμόρφωσής του με την προτεινόμενη θεραπεία».
Ποια είναι τα συχνότερα επαγγέλματα που σας επισκέπτονται; Έχετε κάποια ιστορία που έχει ενδιαφέρον;
«Βλέπω ασθενείς από όλα τα φωνητικά επαγγέλματα (π.χ. καλλιτέχνες, ψάλτες, εκπαιδευτικούς, πολιτικούς, δικηγόρους, στελέχη επιχειρήσεων) αλλά και «απλούς» ανθρώπους, που μετά από κάποια ασθένεια ή χειρουργική επιπλοκή (π.χ. πάρεση νεύρου μετά από θυρεοειδεκτομή) εμφανίζουν δυσφωνία. Και παιδιά με βράγχος από φωνητική κατάχρηση ή συμμετοχή σε παιδικές χορωδίες ή θεατρικομουσικές παραστάσεις. Ενδιαφέρον ή μάλλον επιστημονική πρόκληση έχουν η ανάγκη γρήγορης επανόδου καλλιτεχνών σε παραστάσεις με πιεστικές ημερομηνίες και προθεσμίες, όπως μια ηθοποιός που τηλεφώνησε Τετάρτη βράδυ σχεδόν χωρίς φωνή, ζητώντας βοήθεια για τη συμμετοχή της στην πρεμιέρα της Παρασκευής στην Επίδαυρο. Όλα πήγαν καλά τελικά, αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Σε μια παράσταση κρατικού θεάτρου πριν κάποια Χριστούγεννα, οι δύο πρωταγωνίστριες βράχνιασαν, δεν προλαβαίναμε να επανενταχθούν άμεσα, οι παραστάσεις παραμονής και ανήμερα Χριστούγεννα αναβλήθηκαν, και όταν πήγα να παρακολουθήσω την παράσταση μερικές ημέρες μετά, δέχθηκα (χαμηλόφωνες) ευχαριστίες από όλον τον υπόλοιπο θίασο, γιατί μπόρεσαν να περάσουν τις γιορτές με τις οικογένειές τους».
Έχει επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο τη φωνή η πανδημία και ο κορονοϊός;
«Σε μεγάλο βαθμό. Η αδράνεια, η απογοήτευση, η ματαίωση, η ανασφάλεια και η συναισθηματική καταθλιπτική αντίδραση σε όλα αυτά που ζήσαμε, επηρέασαν τις φωνές των ανθρώπων. Από την πρώτη στιγμή, με όσους επικοινώνησαν μαζί μου, συνέστησα να εξασκούν καθημερινά τη φωνή τους, ως εάν επρόκειτο να συμμετάσχουν την επομένη σε παράσταση. Η εγκατάλειψη δημιούργησε πολλά προβλήματα επανένταξης, όταν η πανδημία υποχώρησε. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε και τα προβλήματα υγείας (αναπνευστικά, μυικά και νευρολογικά) που εμφανίστηκαν άμεσα ή σε βάθος χρόνου σε κάποιους που νόσησαν από κορονοϊό. Κούραση, έλλειψη συντονισμού, μειωμένη εκπνευστική ικανότητα, βλάβες βλεννογόνου, είναι μόνο κάποια από τα ευρήματα σε ασθενείς με Covid αλλά και post Covid. Δεν ήταν για όλους εύκολο να επανέλθουν στη «φωνητική» τους ζωή, αλλά πιστεύω ότι ο χρόνος κύλησε για τους περισσότερους ευνοϊκά».
Μιλήστε μας λίγο για την περίπτωση των καστράτι. Πραγματικά μια ξεχωριστή περίπτωση στα χρονικά που παρουσιάζει ενδιαφέρον από ποικίλες σκοπιές.
«Με τον όρο καστράτο (castrato, από την ιταλική λέξη castrare = ευνουχισμός) χαρακτηρίζουμε τον άνδρα τραγουδιστή, πού έχει υποστεί «εκουσίως» μια αφαιρετική χειρουργική επέμβαση στα γεννητικά του όργανα πριν την εφηβεία, με συνέπεια να αναπτύξει μια εξαιρετικά υψηλή τονικά φωνή. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 17ο αιώνα σε εκκλησιαστικές χορωδίες, όπου τα αγόρια ευνουχίζονταν, για να διατηρήσουν τις «ψηλές», παιδικές τους φωνές. Η καθολική εκκλησία «συγχωρούσε» τον ευνουχισμό, με την πρόφαση ότι ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του επέβαλε να μένουν σιωπηλές οι γυναίκες μέσα στον ναό.
Οι καστράτι γρήγορα εμφανίστηκαν στην όπερα και επιβλήθηκαν, σε σημείο που κάποια εποχή στο μπαρόκ (baroque), ήταν οι πιο σημαντικοί ρόλοι. Στις αρχές του 19ου αιώνα το κίνημα του ανθρωπισμού αποδοκίμασε τη βαρβαρότητα της πράξης, που σταδιακά χαρακτηρίστηκε παράνομη. Οι τελευταίοι συνθέτες, που έγραψαν μουσική για καστράτους ήταν ο Rossini και ο Meyerbeer (1820), σε μια εποχή, που η φωνή αντηχούσε πλέον παράξενη και κάπως δυσάρεστη. Τελευταίος επαγγελματίας καστράτο ήταν ο Alessandro Moreschi (1858 – 1922), του οποίου η φωνή έχει καταγραφεί σε δίσκους. Ο ευνουχισμός νεαρών αγοριών για «δημιουργία» καστράτων απαγορεύτηκε τελικά το 1903 από τον πάπα Pious Χ. Οι ρόλοι, που είχαν γραφτεί για καστράτους, ερμηνεύονται σήμερα από άλλες «ψηλές» φωνές, όπως οι κόντρα τενόροι και οι μέτζο σοπράνο».
Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε εκλαϊκευμένα τις διαφορές αλλά και τις απαιτήσεις που έχει ένας εργαζόμενος στη λαϊκή αγορά και μία σοπράνο;
«Ένας εργαζόμενος σε μια λαϊκή αγορά χρειάζεται ένταση στη φωνή, ακουστότητα, επομένως πιέζει τους μύες του σώματος και του λαιμού για να ακουστεί, χωρίς να υπολογίζει την καθαρότητα ή την ασφάλειά του, και συχνά βραχνές χαρακτηριστικές φωνές δημιουργούν έναν συγκεκριμένο φωνητικό τύπο και είναι αναγνωρίσιμες και εμπορικά συμφέρουσες.
Στην όπερα μια σοπράνο έχει να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες προκλήσεις: να τραγουδήσει απαιτητικές και πολύ ψηλές νότες, με την απόλυτη προϋπόθεση να διατηρεί σταθερό τον τόνο σε κάθε νότα και ταυτόχρονα να εκμεταλλευθεί την αντήχηση και την προβολή της φωνής της για να ακούγεται μαζί ή πάνω από μιά πολυμελή ορχήστρα και τους υπόλοιπους τραγουδιστές. Δεν μπορεί να πιέσει τον λαιμό της, αλλά πρέπει να συντονίσει και να στηριχθεί σε όλο της το μυικό σύστημα. Να διατηρήσει το ηχόχρωμά της για να μπορεί να αποδώσει τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις του ρόλου. Και όλα αυτά ντυμένη με κοστούμια και κινούμενη συνεχώς για να εξυπηρετηθεί η σκηνοθετική άποψη της παράστασης».
Πείτε μας μία γυναικεία και μία αντρική φωνή που θεωρούνται «θαύματα φωνητικής», ας το πούμε έτσι, ανεξαρτήτως επαγγέλματος.
«Θαύμα φωνητικής» είναι λίγο υπερβολικός όρος από επιστημονική άποψη. Θα μιλήσω για δύο καλλιτέχνες, ανεξάρτητα από την εποχή που έζησαν ή το είδος της μουσικής ή τέχνης που υπηρέτησαν, την απόλυτη «καλλιτεχνική τους αξία» και σαφώς επηρεασμένος όμως από την υποκειμενική μου αξιολόγηση.
Η Ίμα Σουμάκ (Yma Sumac, 1922 – 2008) ήταν μια περουβιανή κολορατούρα σοπράνο. Στη δεκαετία του 1950 αποτέλεσε μία από τις κυριότερες ερμηνεύτριες εξωτικής μουσικής (είδος τζαζ με στοιχεία λατινοαμερικάνικης και πολυνησιακής μουσικής). Σημείωσε παγκόσμια επιτυχία, κυρίως λόγω του ακραίου φωνητικού εύρους της, που ξεπερνούσε τις τέσσερις οκτάβες (Σι 2 – Ντο# 7), καλύπτοντας μια έκταση από το φωνητικό φάσμα ενός βαρύτονου έως και αρκετά πάνω απ’ αυτό μιας συνηθισμένης σοπράνο. Κυκλοφορούν βίντεο, στα οποία συναγωνίζεται ήχους φλάουτου σε απίστευτα ακραίες τονικότητες.
Αν επιλέξω μια τεχνικά άρτια αντρική φωνή θα διάλεγα τον Τάκη Ζαχαράτο, όχι τόσο για το τέλειο ή απαιτητικό τραγούδι, αλλά για την εκπληκτική του ικανότητα να διαμορφώνει τους φαρυγγικούς μύες με τέτοιο τρόπο και ταχύτητα εναλλαγής, ώστε να ακούγεται σαν πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, μιμούμενος χρώματα, συμπεριφορές και τονικότητες, όντας ο ίδιος ανατομικά βαρύτονος».
Περιγράψτε μας ορισμένες από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχετε αντιμετωπίσει στη δουλειά σας.
«Θα στεκόμουν σε δύο προκλήσεις. Τον (ελάχιστο) συνήθως χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους οι καλλιτέχνες για αποκατάσταση και θεραπεία και στη διαχείριση της αντίδρασης των ανθρώπων μπροστά σε μια αρρώστια. Άρνηση, θυμός, αμφιβολία, απογοήτευση και στο τέλος αποδοχή και θετική αντίδραση. Και η ανάγκη να τους υποστηρίξω φωνιατρικά, ψυχολογικά και αποτελεσματικά, χωρίς να δίνω αβάσιμες ελπίδες».
Στο επάγγελμα του γιατρού πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η φωνή;
«Ο γιατρός πρέπει να πείθει, να ηρεμεί τον ασθενή, να δίνει την αίσθηση της γνώσης και της ασφάλειας, να δημιουργεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Η φωνή του αλλά και η γλώσσα του σώματος είναι δύο θαυμάσια «εργαλεία» για να χτίσει αυτήν τη σχέση με τον ασθενή του. Χωρίς κομπασμούς αλλά με γνώση, χωρίς αλαζονεία αλλά με αυτοπεποίθηση, χωρίς απρόσωπη αυθεντία αλλά με ανθρωπιά».
Έχετε συμμετάσχει σε πολυάριθμα σεμινάρια και συνέδρια. Πώς πιστεύετε ότι έχει εξελιχθεί η επιστήμη της Φωνιατρικής τα τελευταία χρόνια;
«Στο εξωτερικό λόγω υποδομών, εξοπλισμού, χρηματοδότησης και στελεχών η εξέλιξη είναι εκπληκτική. Νέες γνώσεις προστίθενται συνεχώς, έρευνες και μελέτες προσπαθούν να πλησιάσουν ακόμα περισσότερο την ουσία της έννοιας «φωνή».
Στην Ελλάδα έχουμε καταφέρει με ατομική πρωτοβουλία, ενδιαφέρον και ενθουσιασμό και παρά τα πενιχρά μέσα (απουσία ουσιαστικής πανεπιστημιακής έρευνας, βιοποριστικές ανάγκες και υποχρεωτική μετεκπαίδευση μέχρι πρόσφατα στο εξωτερικό) να έχουμε ένα πραγματικά εξαιρετικό και αξιοζήλευτο επίπεδο στον τομέα της κλινικής παρατήρησης, της διάγνωσης και της θεραπείας, όπου δεν υστερούμε σε γνώσεις και αποτελεσματικότητα από άλλα κέντρα. Από την πλήρη απουσία της έννοιας «Φωνιατρική» στην Ωτορινολαρυγγολογία το 1994, όταν επέστρεψα από το Βερολίνο, μπορούμε σήμερα να μιλάμε για ομάδες φωνής, στελεχωμένες με εξειδικευμένους επιστήμονες και μια συνεχή διαρκή εκπαίδευση νέων συναδέλφων.
Αν κάποια στιγμή μπορέσουμε να έχουμε και χρηματοδοτούμενα πρωτόκολλα για έρευνα, είμαι σίγουρος ότι οι νέοι συνάδελφοι από πολλές ειδικότητες σχετικές με την επιστήμη της φωνής μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην ανάδειξη και αποδοχή της Φωνιατρικής σε όλη την επιστημονική κοινότητα».