Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ έχουν γενικά χαμηλότερα επίπεδα μυϊκής μάζας, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό αν το σύμπτωμα αυτό προηγείται της διάγνωσης της νόσου ή εμφανίζεται ως συνέπεια αυτής.

Αλτσχάιμερ και παχυσαρκία

Προκειμένου να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν γενετικές πληροφορίες (αλληλόμορφα) για ένα συγκεκριμένο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση Αλτσχάιμερ.

Εξέτασαν περίπου 450.243 εθελοντές από τη βιοτράπεζα UK Biobank.

Συνολικά, 584 γενετικά αλληλόμορφα συνδέονται με τη μυϊκή μάζα και κανένα από αυτά δεν βρίσκεται κοντά στο γονίδιο APOE που αποτελεί το μεγαλύτερο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της νόσου Αλτσχάιμερ.

Διαπίστωσαν ότι τα υψηλότερα επίπεδα μυϊκής μάζας συνδέθηκαν με μέτρια, αλλά στατιστικώς σημαντική μείωση στον κίνδυνο Αλτσχάιμερ.

Το αποτέλεσμα επιβεβαιώθηκε και σε μία διαφορετική βάση δεδομένων στην οποία 7.329 ασθενείς έπασχαν από Αλτσχάιμερ, ενώ και 252.879 υγιείς εθελοντές αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου.

Η μεγαλύτερη μυϊκή μάζα συνδέθηκε επίσης με καλύτερες επιδόσεις στον έλεγχο των γνωστικών λειτουργιών, το γεγονός αυτό όμως, δεν ήταν ικανό να εξηγήσει τον μειωμένο κίνδυνο Αλτσχάιμερ.

«Η ανάλυσή μας αναδεικνύει μία πολύ ενδιαφέρουσα σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στη μυϊκή μάζα και τον κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ», αναφέρουν οι επιστήμονες.

Όπως εξήγησαν, το σωματικό βάρος από μόνο του δεν αποτελεί δείκτη για τον κίνδυνο άνοιας και θα πρέπει πάντοτε να γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στη μυϊκή και τη λιπώδη μάζα του σώματος.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι πρέπει να γίνουν και άλλες έρευνες οι οποίες θα προσδιορίσουν ποια ακριβώς ποσότητα μυϊκής μάζας προσφέρει τα περισσότερα οφέλη, έτσι ώστε να μπορούμε να θέσουμε σαφείς στόχους για κάθε άτομο.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Παχυσαρκία: Πώς δυσχεραίνει την θεραπεία της λευχαιμίας