Σακχαρώδης Διαβήτης και Καρδιά

26-12-2016

Τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη έχουν αυξημένη πιθανότητα, 2-4 φορές μεγαλύτερη από τον γενικό πληθυσμό, να εμφανίσουν καρδιαγγειακά νοσήματα. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μεγάλες πληθυσμιακές μελέτες και φαίνεται ότι εκτός από τα αυξημένα επίπεδα του σακχάρου, σημαντικό ρόλο παίζουν και άλλοι παράγοντες καρδιακού κινδύνου, όπως είναι η υπέρταση και η αύξηση των λιπιδίων, που συνήθως συνοδεύουν τον σακχαρώδη διαβήτη.

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, με προεξάρχοντα τη στεφανιαία νόσο και το έμφραγμα του μυοκαρδίου, εκτός από το ότι είναι συχνότερα στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, παρουσιάζουν και δυσμενέστερη έκβαση και ευθύνονται για περισσότερο από 50% των θανάτων τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη. Στην αυξημένη αυτή θνητότητα συμβάλλουν η καρδιακή ανεπάρκεια και οι αρρυθμίες – γνωστές επιπλοκές του εμφράγματος του μυοκαρδίου- και τα επανεμφράγματα.

Ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές επιπλοκές

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και για τα άτομα που βρίσκονται σε προ-διαβητική φάση (διαταραχή της καμπύλης γλυκόζης). Φαίνεται λοιπόν ότι και αυτά τα άτομα διατρέχουν τουλάχιστον διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό. Σύμφωνα μάλιστα με τα δεδομένα μεγάλων μελετών ένα ποσοστό 50% περίπου κατά τη στιγμή της διάγνωσης του διαβήτη, έχουν ήδη καρδιαγγειακές επιπλοκές.

Το ρολόι κινδύνου για τη στεφανιαία νόσο αρχίζει να δουλεύει πολύ πριν από την εμφάνιση του σακχαρώδη διαβήτη (ticking clock hypothesis του S. Haffner). Οι διαταραχές των λιπιδίων -χοληστερίνη και τριγλυκερίδια-, η υπέρταση που μπορεί να προϋπάρχουν της διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη και κυρίως η «αντίσταση στην ινσουλίνη» θεωρούνται υπεύθυνοι παράγοντες για την πρώιμη αυτή εμφάνιση της στεφανιαίας νόσου. Σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο έχουν ταυτοποιηθεί συγκεκριμένοι παθογενετικοί μηχανισμοί που κυρίως μέσω των αυξημένων επιπέδων του σακχάρου οδηγούν στις καρδιαγγειακές βλάβες. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα συζητείται έντονα και ο ρόλος του οξειδωτικού στρες. Παρ’ όλα αυτά δεν κρίνονται επαρκή τα δεδομένα, που να τεκμηριώνουν κάποια σημαντικά οφέλη στην πρόληψη και αντιμετώπιση της στεφανιαίας νόσου με τη χορήγηση αντιοξειδωτικών ουσιών.

Σακχαρώδης Διαβήτης και Στεφανιαία Νόσος

Η αυξημένη συχνότητα και η σοβαρότερη εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου στο σακχαρώδη διαβήτη αντανακλά τη διάχυτη και ιδιαίτερα επιταχυνόμενη διαδικασία της αθηρωμάτωσης των στεφανιαίων αγγείων στα άτομα αυτά. Η στεφανιογραφία είναι η εξέταση, η οποία αποκαλύπτει την έκταση και το μέγεθος των αθηρωματικών στενώσεων των στεφανιαίων αγγείων. Ενώ η ίδια η αθηρωματική πλάκα των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη δεν διαφέρει στη σύσταση της από αυτή των μη διαβητικών ατόμων, εν τούτοις τα στεφανιογραφικά ευρήματα δείχνουν στενωτικές βλάβες πλέον διάχυτες πολυεστιακές ακόμη και στις γυναίκες. Οι γυναίκες γενικά διατηρούν ένα πλεονέκτημα κατά την αναπαραγωγική τους ηλικία που τους προστατεύει από τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι γυναίκες όμως με σακχαρώδη διαβήτη στερούνται εξ αιτίας της πάθησης τους το προστατευτικό αυτό προνόμιο και έχουν παρόμοιο καρδιαγγειακό κίνδυνο με τους άνδρες.

Σακχαρώδης διαβήτης, έμφραγμα και νευροπάθεια

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη παρουσιάζει και το «ανώδυνο έμφραγμα του μυοκαρδίου». Σ’ αυτό συμβάλλει η νευροπάθεια , που αποτελεί μια συχνή επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη. Έτσι αρκετά άτομα με σακχαρώδη διαβήτη έχουν περάσει στο παρελθόν έμφραγμα του μυοκαρδίου  χωρίς να το αντιληφθούν. Δεν είναι καθόλου σπάνιο σε μια καρδιολογική εξέταση ρουτίνας, ο καρδιολόγος να διαπιστώσει στο καρδιογράφημα ένα παλαιό έμφραγμα, για το οποίο ο ίδιος ο ασθενής δεν είχε την παραμικρή ιδέα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο αυξημένος αυτός κίνδυνος ίσως υπογραμμίζει τη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει για τακτικούς προληπτικούς ελέγχους. Εκτός από την κλινική εξέταση και το ηλεκτροκαρδιογράφημα, η δοκιμασία κόπωσης και οι ραδιοïσοτοπικές τεχνικές με θάλλιο ή τεχνήτιο, αποτελούν χρήσιμα διαγνωστικά εργαλεία για το σκοπό αυτό. Νεότερες εξελίξεις στην απεικόνιση των στεφανιαίων αγγείων με την αξονική τομογραφία και τη μελέτη αιμάτωσης του μυοκαρδίου με τη μαγνητική τομογραφία, φαίνεται ότι θα διαφοροποιήσουν και θα απλοποιήσουν τον προληπτικό έλεγχο για στεφανιαία νόσο στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη.

Σακχαρώδης διαβήτης και αλλαγή συνηθειών

Ο σύγχρονος τρόπος διατροφής και ζωής γενικότερα δυστυχώς ευνοεί την αθηρωμάτωση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα τόσο στο σύνολο του πληθυσμού, όσο και στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Η αλλαγή του τρόπου ζωής με έμφαση στις υγιεινοδιαιτητικές συνήθειες και την αερόβια σωματική άσκηση αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο στην πρόληψη αλλά και στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών παθήσεων.

Για την πρωτογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου σημαντικό ρόλο κατέχει η διακοπή του καπνίσματος, η τήρηση ενός υγιεινού διαιτολογίου με χαμηλά κεκορεσμένα λιπαρά και η εφαρμογή προγράμματος ελαφράς σωματικής άσκησης 20′ έως 30′ λεπτά  καθημερινά.

Σακχαρώδης διαβήτης και λήψη ασπιρίνης

Πέρα από τα μέτρα αυτά, η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρία συνιστά προληπτικά για όλα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη ηλικίας μεγαλύτερης από 35 ετών με ένα τουλάχιστον παράγοντα κινδύνου, τη λήψη μικρής δόσης ασπιρίνης (100-325 mg). Βέβαια στις περιπτώσεις δευτερογενούς παρέμβασης, δηλαδή σε όλα τα άτομα που έχουν ήδη στεφανιαία νόσο, η χορήγηση της ασπιρίνης αποτελεί κανόνα. Η αντιμετώπιση των λοιπών παραγόντων κινδύνου, όπως είναι η υπέρταση και οι διαταραχές των λιπιδίων, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική.

Σακχαρώδης διαβήτης, χοληστερίνη και επίπεδα σακχάρου

Όπως έδειξαν μεγάλες μελέτες παρέμβασης, η πολυπαραγοντική παρέμβαση στους τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, μπορεί να μειώσει τα καρδιαγγειακά επεισόδια περισσότερο από 50%. Οι στόχοι μάλιστα που προτείνουν οι διεθνείς οργανισμοί και επιστημονικές εταιρίες θεωρούνται από κάποιους ιδιαίτερα αυστηροί. Προτείνονται δηλαδή επίπεδα LDL χοληστερόλης μικρότερα από 100 mg/dl και επίπεδα αρτηριακής πίεσης μικρότερα από 130/80 mm Hg.

Σημαντική είναι βέβαια και η σημασία της ρύθμισης των επιπέδων του σακχάρου στην εμφάνιση και την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου. Εκτός από τις τιμές του σακχάρου νηστείας δίδεται έμφαση και στις τιμές του σακχάρου μετά το γεύμα, οι οποίες φαίνεται ότι αποτελούν σημαντικότερο παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου από ότι τιμές του πρωινού σακχάρου νηστείας.

Το Αμερικανικό Κολέγιο της Καρδιολογίας συστήνει αυστηρή γλυκαιμική ρύθμιση σε κάθε περίπτωση οξέος στεφανιαίου επεισοδίου. Τις πρώτες ώρες και μέρες, στην εντατική μονάδα μετά από ένα οξύ στεφανιαίο επεισόδιο, θα πρέπει να δίδεται μεγάλη προσοχή στη ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου. Φυσιολογικές τιμές σακχάρου σχετίζονται με καλύτερη έκβαση ,ενώ αντίθετα οι υψηλές τιμές σχετίζονται με επιπλοκές και αυξημένη θνητότητα.

Ποια είναι τα ιδανικά επίπεδα σακχάρου

Μεγάλη επιστημονική συζήτηση γίνεται σχετικά με τα “ιδανικά επίπεδα σακχάρου” για την πρόληψη της στεφανιαίας νόσου. Αν και τα δεδομένα είναι αμφιλεγόμενα, επιδημιολογικές αναλύσεις δείχνουν ότι το σάκχαρο του αίματος αποτελεί ένα συνεχή παράγοντα κινδύνου, και ο στόχος για τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη θα πρέπει αν είναι 6,5-7% (Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι η εξέταση που δείχνει το μέσο όρο του σακχάρου που είχε ένα άτομο, τους τρεις περίπου προηγούμενους μήνες).

Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί, ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι συχνότερος και μεγαλύτερος στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Ο προληπτικός έλεγχος από ειδικούς και η τήρηση υγιεινοδιαιτητικών συνθηκών στην καθημερινή ζωή αποτελούν απλά και ασφαλή μέσα για την αντιμετώπιση αυτών των καταστάσεων.

Δρ. Κυριάκος Καζάκος

Παθολόγος-Διαβητολόγος

Επίκουρος Καθηγητής Νοσηλευτικής ΑΤΕΙΘ