Πως λειτουργεί η ΠΦΥ στη χώρα μας και ποια είναι τα μοντέλα που ακολουθούνται στο εξωτερικό; Γιατί όλες οι μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων δεν επιφέρουν κανένα ποιοτικό αποτέλεσμα, τι συμβαίνει με το θεσμό του οικογενειακού γιατρού και εν τέλει, «Υπάρχει Π.Φ.Υ. στην Ελλάδα σήμερα;». Η Σοφία Δημοπούλου MSc, Διευθύντρια, Κέντρου Υγείας Κασσάνδρειας Χαλκιδικής στο στρογγυλό τραπέζι που διοργανώθηκε με θέμα τη ΠΦΥ στο συνέδριο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (11/12-13/12), απαντάει χωρίς δισταγμό στο τελευταίο ερώτημα, «Όχι!».
Και για να τεκμηριώσει την απάντησή της, η κα Δημοπούλου, διευκρίνισε ότι από τους τρεις βασικούς πυλώνες που απαρτίζουν την πρωτοβάθμια φροντίδα (πιο συγκεκριμένα: α) αγωγή-προαγωγή και άρα πρόληψη και προάσπιση της υγείας, β) διάγνωση, περίθαλψη και θεραπεία και γ) παρακολούθηση, αποκατάσταση και κοινωνική επανένταξη ή τελική φροντίδα), η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (Π.Φ.Υ.) στην Ελλάδα περιλαμβάνει μόνο τον δεύτερο.
Η κ. Σ. Δημοπούλου παραδέχτηκε, ωστόσο, πως τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει κάποιες καινοτομίες, όπως η δημιουργία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και η προσπάθεια ενοποίησης των ταμείων, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και το πρωτοβάθμιο εθνικό δίκτυο υγείας. Εστιάζοντας στο πρωτοβάθμιο εθνικό δίκτυο υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), εξήγησε τι αυτό περιλαμβάνει: τα Κέντρα Υγείας Αγροτικού Τύπου, τα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου και τις πρώην Μονάδες Υγείας ΕΟΠΥΥ (πρώην ΙΚΑ). Επισήμανε, ωστόσο, και αυτά που δεν περιλαμβάνει: τα τακτικά εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, τα ιδιωτικά ιατρεία και τα αναδυόμενα ιδιωτικά πολυϊατρεία, τα ιδιωτικά εργαστήρια, τα δημοτικά ιατρεία, τα επείγοντα εξωτερικά ιατρεία, το Ε.Κ.Α.Β. (την επείγουσα προνοσοκομειακή φροντίδα, το πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», τις μονάδες ψυχικής υγείας, τα κέντρα φροντίδας μάνας και παιδιού κ.λπ. Οι υπηρεσίες αυτές ΔΕΝ έχουν καμία επίσημη διασύνδεση μεταξύ τους και δεν υπάρχει οργανωμένο σύστημα παραπομπών στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη, καθώς και η αντίστοιχη αναφορά προς την πρωτοβάθμια.
Στη συνέχεια, η κ. Ζωή Τσίμτσιου, Επιμελήτρια Α’ Γενικής Ιατρικής, MSc, PhD, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Υγιεινής, Ιατρική Σχολή, Α.Π.Θ., Κ.Υ.Α.Τ. Εύοσμου Θεσσαλονίκης, μας μετέφερε στην πραγματικότητα που ισχύει στο εξωτερικό, αναλύοντας το θέμα «Παραδείγματα συστημάτων Π.Φ.Υ. Τι γίνεται στο εξωτερικό;». Η κ. Ζ. Τσίμτσιου διευκρίνισε ότι και στο εξωτερικό, το ιδανικό μοντέλο οργάνωσης της Π.Φ.Υ. αναζητείται, καθώς το σύστημα υγείας κάθε χώρας αναπτύσσεται και εξελίσσεται, ακολουθώντας τις ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες.
Στο εξωτερικό παρατηρούνται, χονδρικά, τρία μοντέλα οργάνωσης, ανάλογα με το αν εξετάζεται το σύστημα παραπομπών, η σχέση εργασίας ή ο τρόπος αμοιβής.
Με βάση το σύστημα παραπομπών, διακρίνονται α) τα μοντέλα όπου το σύστημα παραπομπών ελέγχεται από την Π.Φ.Υ. (gatekeepers), στα οποία είναι κεντρικός ο ρόλος του γενικού ιατρού και στα οποία χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες λίστες ασθενών (Μ. Βρετανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Φιλανδία, Λιθουανία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Τσεχία) και β) τα μοντέλα στα οποία υπάρχει ελεύθερη επιλογή για πρόσβαση και σε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, ενώ παρέχονται κίνητρα στους ασθενείς για επιλογή αρχικά του γενικού ιατρού και ακολούθως παραπομπή, εάν κριθεί απαραίτητο (Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Σουηδία, Πολωνία, Εσθονία).
Με βάση τη σχέση εργασίας, διακρίνονται α) τα μοντέλα που στηρίζονται αποκλειστικά σε συμβεβλημένους ιδιώτες γιατρούς (που ασκούν το έργο τους μεμονωμένα ή σε ομάδες) και β) οι δημόσιες δομές που λειτουργούν στα πλαίσια ενός δικτύου μονάδων παροχής υπηρεσιών υγείας.
Με βάση τον τρόπο αμοιβής, διακρίνονται τα εξής μοντέλα: α) αμοιβή ανά επίσκεψη/ιατρική πράξη (fee for service), β) αμοιβή κατά κεφαλή (capitation) και γ) μεικτό σύστημα.
Η κ. Ζ. Τσίμτσιου αναφέρθηκε στη συνέχεια στα οικονομικά κίνητρα που παρέχονται σε ορισμένες χώρες για την καλύτερη απόδοση στην Π.Φ.Υ., σχολιάζοντας ειδικά την περίπτωση της Μ. Βρετανίας, όπου η τακτική της επιβράβευσης των γενικών ιατρών για την επίτευξη στόχων οδήγησε σε εκπληκτική βελτίωση των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας.
Τέλος, η κ. Ζ. Τσίμτσιου ανέφερε ορισμένες από τις μεταρρυθμιστικές τάσεις που παρατηρούνται στην Ευρώπη για τη βελτίωση του συντονισμού των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας: παρακίνηση ασθενών να εγγραφούν σε λίστες γενικών ιατρών, οργάνωση ιατρών σε ομαδικά ιατρεία και επένδυση σε ηλεκτρονικές δομές (ηλεκτρονικός φάκελος ασθενούς, ηλεκτρονικό σύστημα παραπομπών, διασύνδεση Π.Φ.Υ. με δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια φροντίδα).
Στην ομιλία του με θέμα «Μεταρρυθμίζοντας την Π.Φ.Υ. από τη σκοπιά της ελληνικής γενικής ιατρικής – Θέσεις και τεκμηρίωση», ο κ. Ευάγγελος Φραγκούλης, MD, MSc, Γενικός Ιατρός, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Γενικής Ιατρικής, Αν. Αρχίατρος, ΕΔΟΕΑΠ, μας μετέφερε την άποψη των γενικών ιατρών για τις προσπάθειες μεταρρύθμισης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Ο κ. Ε. Φραγκούλης επισήμανε αρχικά τα κενά που υπάρχουν στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας λόγω του κατακερματισμού του συστήματος, καθώς και την απουσία καθολικής κάλυψης, με περισσότερους από 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστους. Υπογράμμισε ότι οι εξωνοσοκομειακές δαπάνες είναι αυτές που έχουν δεχτεί το ισχυρότερο πλήγμα από την οικονομική κρίση και παρουσίασε τις θλιβερές πρωτιές της Ελλάδας: πρώτη στην παιδική παχυσαρκία και πρώτη στο κάπνισμα στην Ευρώπη, ενώ η πρωτοβάθμια φροντίδα στη χώρα μας έχει χαρακτηριστεί ως η χειρότερη στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια, ο κ. Ε. Φραγκούλης παρουσίασε ποιο είναι το όραμα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη: η Π.Φ.Υ. θα πρέπει να εξασφαλίζει καθολική κάλυψη του πληθυσμού, καθώς και μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον πάροχο στον ασθενή, περνώντας μέσα από την πρόληψη, τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και την τοποθέτηση της Π.Φ.Υ. στον πυρήνα ενός συστήματος υγείας. Κρίσιμα στοιχεία στην προσπάθεια ενδυνάμωσης της Π.Φ.Υ. είναι η αύξηση της χρηματοδότησής της, η αύξηση της πρόσβασης σε αυτή, η αναμόρφωση των μεθόδων αποζημίωσης των ιατρών, η μετακίνηση της φροντίδας από τα νοσοκομεία προς αυτήν και η αλλαγή του μίγματος δεξιοτήτων των λειτουργών της.
Ο κ. Ε. Φραγκούλης επισήμανε επίσης τη σημασία της δημιουργίας λίστας ασθενών για κάθε οικογενειακό γιατρό, ο οποίος καλείται να αναλάβει τη συνολική ευθύνη για την υγεία του κάθε ασθενούς και την υγεία του πληθυσμού των ασθενών της λίστας. Ο γιατρός δεν περιμένει τον ασθενή να τον επισκεφτεί, αντίθετα ενεργητικά προσεγγίζει τον ασθενή στην κοινότητα. Η καλύτερη φροντίδα σε πρωιμότερο στάδιο της νόσου ελαττώνει την ανάγκη για τραυματική και ακριβή τριτοβάθμια φροντίδα.
Ο οικογενειακός γιατρός αποτελεί το σημείο εισόδου και πρώτης επαφής του ασθενούς με το σύστημα, ενώ, στη συνέχεια, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ενός συστήματος παραπομπής (με κρίσιμο το ρόλο της τεχνολογίας και της διασύνδεσης των δομών). Ο συντονισμός της ομάδας υγείας, του οικογενειακού γιατρού και των ειδικών είναι απαραίτητος αν θέλουμε λαμπρά αποτελέσματα. Χαρακτηριστικό για την ανάγκη διασύνδεσης των δομών είναι το παράδειγμα μιας ηλικιωμένης, με πολλαπλές συνοσηρότητες, που δυσκολεύεται να κινηθεί μέσα στο κατακερματισμένο σύστημα, με τις ασύνδετες μεταξύ τους δομές. Το σύστημα πρέπει να αναμορφωθεί και να απαρτιωθεί γύρω από τις ανάγκες τέτοιων ευάλωτων ασθενών.
Όπως ανέφερε στη συνέχεια ο ομιλητής, είναι γνωστό το αξίωμα στο χώρο του μάνατζμεντ πως «δεν μπορείς να βελτιώσεις ό,τι δεν μπορείς να μετρήσεις». Η μέτρηση, η αναφορά και η σύγκριση των αποτελεσμάτων είναι τα σημαντικότερα βήματα προς τη βελτίωση των αποτελεσμάτων και την πραγματοποίηση σωστών επιλογών για την ελάττωση του κόστους.
Μετά την παρουσίαση ορισμένων στατιστικών στοιχείων, καθώς και της εμπειρίας της Πορτογαλίας σε σχέση με την πρωτοβάθμια φροντίδα, ο κ. Ε. Φραγκούλης δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η ζητούμενη οργανωτική αναμόρφωση αφορά ουσιαστικά στη μετάβαση από ένα μη-σύστημα σε ένα σύστημα και σχολίασε με έμφαση ότι με τόσα δεδομένα που διαθέτουμε υπέρ της οργανωμένης Π.Φ.Υ., είναι πλέον εγκληματικό να μην την εφαρμόζουμε.
Κληθείσα να παρουσιάσει το «Ρόλο της ακαδημαϊκής γενικής ιατρικής στην ανάπτυξη της Π.Φ.Υ.», η κ. Αθηνά Τατσιώνη, Επίκουρη Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, επισήμανε το διττό ρόλο που έχει η ακαδημαϊκή γενική ιατρική μέσα από τη συμβολή της α) στην εκπαίδευση και β) στην έρευνα.
Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, οι φοιτητές των ιατρικών σχολών θα πρέπει κατ’ αρχήν να μάθουν τα βασικά χαρακτηριστικά της Π.Φ.Υ.: α) πρώτη επαφή του ασθενούς με το σύστημα υγείας, β) συνεχής και μακροχρόνια φροντίδα, γ) ολοκληρωμένη φροντίδα και δ) συντονισμός των επαγγελματιών και των υπηρεσιών φροντίδας.
Ποικίλοι ανασταλτικοί παράγοντες μπορεί να εμποδίσουν έναν απόφοιτο ιατρικής σχολής να επιλέξει τη γενική ιατρική: οι συνθήκες εργασίας, τα επικριτικά σχόλια για την Π.Φ.Υ. από τους ειδικευόμενους και ειδικευμένους, αλλά και από την ευρύτερη κοινωνία, το εκτεταμένο εύρος των απαιτούμενων γνώσεων, ο φόβος για μια «ανιαρή» καθημερινότητα και η απουσία κέντρων εκπαίδευσης για την Π.Φ.Υ.
Για την προαγωγή της Π.Φ.Υ. απαιτείται προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών στις ιατρικές σχολές, καθώς και εξοικείωση με την «επικεντρωμένη στον ασθενή» προσέγγιση, αλλά και μέριμνα για την απόκτηση κλινικών δεξιοτήτων και δεξιοτήτων επικοινωνίας. Οι εκπαιδευόμενοι θα πρέπει να μάθουν να λειτουργούν ως μέλη μιας ομάδας επιστημόνων από διαφορετικά πεδία και να έχουν πραγματοποιήσει κλινική άσκηση στην κοινότητα, σε δομές Π.Φ.Υ.
Ακόμα και οι φοιτητές που τελικά δεν θα επιλέξουν να ακολουθήσουν μια επαγγελματική πορεία στην Π.Φ.Υ., θα έχουν μάθει να την κατανοούν καλύτερα και θα είναι περισσότερο δεκτικοί σε αυτήν.
Στη συνέχεια, η κ Α. Τατσιώνη αναφέρθηκε στο ρόλο της ακαδημαϊκής γενικής ιατρικής στην ανάπτυξη της έρευνας για την Π.Φ.Υ., επισημαίνοντας τη σημασία της ανάπτυξης ερευνητικών πρωτοκόλλων με σκοπό τη βελτίωση της φροντίδας υγείας. Η ακαδημαϊκή κοινότητα καλείται επίσης να διευκολύνει τους επιστήμονες στη συζήτηση θεωριών, στην ανταλλαγή ιδεών, στην παρουσίαση προκλήσεων και στην πρόταση αναδυόμενων λύσεων. Επίσης, μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των μονάδων Π.Φ.Υ. με τους εξής τρόπους: α) υποστηρίζοντας τις δομές Π.Φ.Υ. ώστε να μπορούν να εφαρμόσουν τις πιο πρόσφατες κατευθυντήριες οδηγίες και εργαλεία με σκοπό τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, β) συμβάλλοντας στην εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας των δομών Π.Φ.Υ. και γ) παρέχοντας προτάσεις για κατάλληλο σχεδιασμό και αξιολόγηση των δομών Π.Φ.Υ. Η ακαδημαϊκή κοινότητα μπορεί, τέλος, να συμβάλει ιδιαίτερα μέσω της ανάπτυξης προγραμμάτων ολοκληρωμένης φροντίδας και μέσω του συντονισμού των δικτύων έρευνας των δομών Π.Φ.Υ.
Στην ομιλία του με θέμα «Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας μπροστά στην πρόκληση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης: προκλήσεις, αδυναμίες και δυνατότητες», ο κ. Χρήστος Λιονής, Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, ξεκίνησε λέγοντας ότι θα πρέπει να λάβουμε τα μηνύματα του παρελθόντος για να προχωρήσουμε προς το μέλλον, αν θέλουμε να καλύψουμε την τεράστια απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη στον τομέα της Π.Φ.Υ. Ο κ. Χ. Λιονής επισήμανε αρχικά θεμελιώδεις έννοιες και όρους σχετικά με τα χρόνια νοσήματα και τη συννοσηρότητα, τα οποία δεν έχουν περιληφθεί στη συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Π.Φ.Υ. Τέτοιες έννοιες είναι, για παράδειγμα, οι αξίες στο σύστημα υγείας, ο επαγγελματισμός, η ισότητα, η ποιότητα στις υπηρεσίες υγείας, η ασφάλεια του ασθενούς, η εστίαση της φροντίδας στον ασθενή, η απαρτιωμένη φροντίδα, η συμπονετική φροντίδα, η αμοιβαία λήψη της απόφασης και η δέσμευση της κοινότητας. Σημεία που, σύμφωνα με τον ομιλητή, επίσης δεν έχουν συζητηθεί όσο θα έπρεπε στην Π.Φ.Υ. είναι η σημασία της γενικής ιατρικής στη διαχείριση των χρόνιων νοσημάτων, η συνέχεια στη φροντίδα, η παροχή ολοκληρωμένης και συντονισμένης φροντίδας, η διεπιστημονική και διεπαγγελματική συνεργασία στη φροντίδα υγείας, η αποτελεσματικότητα και η ποιότητα στις υπηρεσίες υγείας και η συμμετοχή των ασθενών στις κλινικές αποφάσεις.
Ο κ. Χ. Λιονής υπογράμμισε επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι γίνεται πολλή συζήτηση για την εστίαση στον ασθενή, στην πραγματικότητα η εστιασμένη στον ασθενή φροντίδα είναι ίσως αυτό που μας λείπει. Ο ομιλητής παρουσίασε, βασιζόμενος σε μελέτες, ορισμένους παράγοντες που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί από τους ασθενείς στη σχέση τους με τον ιατρό, όπως για παράδειγμα, η τήρηση των ραντεβού, η κατανοητή συζήτηση, ο σεβασμός εκ μέρους του ιατρού και η έλλειψη προκαταλήψεων εκ μέρους του ιατρού.
Ο κ. Χ. Λιονής επισήμανε στη συνέχεια το φαινόμενο του «burnout» που παρατηρείται στους ιατρούς της Π.Φ.Υ., παρά τις αντίθετες δηλώσεις των πολιτικών περί επένδυσης στο έμψυχο υλικό του συστήματος υγείας, αλλά και την απουσία διεπιστημονικής και διακλαδικής συνεργασίας.
Ο ομιλητής παρουσίασε ορισμένες προτάσεις για τη βελτίωση της ποιότητας στην Π.Φ.Υ., αλλά και για την εκπαίδευση στις ιατρικές σχολές, προτείνοντας αλλαγή στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Ο κ. Χ. Λιονής ολοκλήρωσε την ομιλία του αναφέροντας συνοπτικά πως για την ανάπτυξη μιας εθνικής προοπτικής απαιτείται μια νέα κουλτούρα στην εκπαίδευση, στην έρευνα και στην κλινική άσκηση, ένα νέο διδακτικό μοντέλο και νέα ιατρική διδακτέα ύλη, εστίαση στην αλλαγή της συμπεριφοράς και εστίαση στον ασθενή και, τέλος, ανάπτυξη κλινικών εργαλείων και συστημάτων υποστήριξης αποφάσεων.
Τέλος, στο πόντιουμ κλήθηκε ο κ. Μποδοσάκης-Πρόδρομος Μερκούρης, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Γενικής Ιατρικής (ΕΛΕΓΕΙΑ), ο οποίος ξεκίνησε γλαφυρά το σχολιασμό του λέγοντας ότι έχει, δυστυχώς, το δυσάρεστο καθήκον να προσγειώσει τους ομιλητές και το κοινό στη σκληρή πραγματικότητα, μετά τα όσα ωραία ακούστηκαν. Ο κ. Μερκούρης αναφέρθηκε στις δεκαετίες μη εκπληρωμένων προσδοκιών και αθέτησης προεκλογικών υποσχέσεων εκ μέρους των κυβερνήσεων. Υπογράμμισε ότι, παρόλο που ο θεσμός του οικογενειακού ιατρού έχει θεσπιστεί από το 1983, στην πραγματικότητα δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Επισήμανε το μεγάλο κύμα μετανάστευσης των Ελλήνων γιατρών στο εξωτερικό, χαρακτηρίζοντάς το ως ντροπή για τη χώρα μας, ενώ στη συνέχεια τόνισε ότι η πρακτική της αποκλειστικής απασχόλησης και η μισθωτή εργασία οδηγούν τους γενικούς ιατρούς σε παντελή έλλειψη κινήτρων και, τελικά, σε αδιαφορία. Επισήμανε ότι τα συστήματα του εξωτερικού δεν είναι «pret-a-porter» και ότι απαιτείται προσαρμογή τους προκειμένου να εφαρμοστούν αποτελεσματικά στη χώρα μας. Και για να υπογραμμίσει τον τεράστιο ρόλο του ιατρού της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, ο κ. Μερκούρης ολοκλήρωσε ρητορικά το σχολιασμό του θέτοντας το εξής ερώτημα: «Θα πάρει ποτέ ένας γενικός ιατρός Νόμπελ ιατρικής;». Για να απαντήσει ο ίδιος: «Όχι. Ελπίζω όμως να πάρει Νόμπελ ειρήνης».