Τα τραυματισμένα μάτια της όμορφης Ζοέλ – Το healthview.gr συζητά με την Φωτεινή Τσαλίκογλου

28-03-2019

Του Βασίλη Βενιζέλου

 

Μου είπε ότι, μάλλον, αγόρασα το βιβλίο μόλις αυτό είχε κάνει την εμφάνισή του στα κεντρικά βιβλιοπωλεία, ίσως να είμαι επίσης ο πρώτος ο οποίος το αγόρασε!

Η πολύ αγαπητή, ιδιαιτέρως προσηνής και κορυφαία στη χώρα μας καθηγήτρια Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Φωτεινή Τσαλίκογλου είχε την ευγενή καλοσύνη να μου μιλήσει λίγο πιο εκτεταμένα για την όμορφη ψυχωσική Ζοέλ, την οποία έχει συναντήσει πριν πολλά χρόνια σε μία ψυχιατρική κλινική.

Αφορμή για την ερώτησή μου είναι όσα σηζητεί η Φωτεινή Τσαλίκογλου με τη συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου στο εξαιρετικό και ιδιαιτέρως χρήσιμο βιβλίο «Μήπως;», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε για δεύτερη φορά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

«Το βιβλίο αυτό δεν το γράψαμε. Το μιλήσαμε.  Ήταν και για τις δυο  μας μια  συν αποκάλυψη. Ηλθαν στην επιφάνεια γεγονότα της ζωής μας που λογαριάζαμε ως λησμονημένα. Ένα από αυτά για μένα ήταν η Ζοελ. Η πρώτη μου ‘’επίσημη’’ συνάντηση με την ψυχική ασθένεια».

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου ξεκινά με αυτόν τον τρόπο να μας εξηγεί τι συνέβη με τη Ζοέλ.

«Μόλις είχα τελειώσει τις σπουδές μου και ήμουν ασκούμενη ψυχολόγος στο  ψυχιατρείο Βel Air της Γενεύης. Εκεί συνάντησα τη Ζοελ με τα δεμένα με επίδεσμο μάτια.  Μια πανέμορφη, νεαρή κοπέλα,  στην ηλικία μου.  Είχε τρυπήσει με βελόνες πλεξίματος  τα μάτια της. Μιλώντας με τη Μαργαρίτα θυμήθηκα τον τρόμο που είχα νιώσει όταν την αντίκρισα. Ο   Julien Ajuriaguerra, ο χαρισματικός ψυχίατρος διευθυντής της κλινικής,  μου  είχε εξηγήσει ότι κάποιοι  ψυχωτικοί αυτοτραυματίζονται,  για   να αποδείξουν μέσα από τον ακραίο πόνο που προκαλούν στον εαυτό τους, ότι είναι ζωντανοί. Ότι δεν είναι νεκροί. Ταράχτηκα βαθιά. Αυτό είναι λοιπόν το αντίτιμο για να είναι ζωντανός ένας ψυχωτικός; Αναρωτήθηκα. Θα καταφέρει ποτέ η πρόοδος της επιστήμης, ή κάτι άλλο που δεν γνωρίζω, να θεραπεύσει μια τόσο ακραία ψυχική οδύνη; Kαι τι μορφή  θα έχει αυτή η θεραπεία; Με τη Μαργαρίτα και το ‘’Μήπως;’’ όλα αυτά τα ερωτήματα ήλθαν ξανά στο προσκήνιο».

Με ρωτάτε, μου απευθύνεται η Φωτεινή Τσαλίκογλου, «Γιατί αποφύγατε τότε τη Ζοελ»; «Πείτε μου ειλικρινά!’».

«Όπως λέω και στο ΄΄Μήπως; Τα τραυματισμένα μάτια της όμορφης Ζοέλ με γέμιζαν τρόμο. Τη νύχτα την έβλεπα στον ύπνο μου και δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Ένα χρόνο μετά τη συναντώ στο δρόμο. Σαν να τη βλέπω τώρα μπροστά μου να βαδίζει προς τα μένα στην Place Claparede, τρεις η ώρα το μεσημέρι….Δεν ξέρω γιατί, αλλά στρίβω δεξιά και φεύγω. Φεύγω μακριά. Δεν αντέχω αυτή τη συνάντηση.

10 χρόνια μετά την (ενεργή) απουσία της  Μαργαρίτας και πολλά, πολλά περισσότερα από εκείνη την πρώτη μου συνάντηση με την ψύχωση, το ερώτημα μέσα από εσάς επανέρχεται σαν ένα αλλοτινό πεινασμένο φάντασμα που ζητάει την τροφή μιας εξήγησης.

Θα δοκιμάσω  μια κάποια εξήγηση, έχοντας όμως κατά νου, ότι  έτσι κι αλλιως η τελεσίδικη αποσαφήνιση  κάποιων συμπεριφορών μας είναι προορισμένη (δεν θα πω καταδικασμένη) να μας διαφεύγει».

Να, λοιπόν, τι τρόμαξε τότε την Φωτεινή Τσαλίκογλου, η οποία ξεδιπλώνει με μοναδική ειλικρίνεια τις σκέψεις της για το healthview.gr.

«Όταν ειδα τη Ζοελ στο δρόμο, ανάμεσα σε διαβάτες, σε πεζούς, σε αυτοκίνητα, μέσα στην καθημερινή βουή του κανονικού πλήθους, ένιωσα κάτι το αφύσικο. Μια ανοικειότητα.

Ο όρος ανοίκειο “unheimlich” είναι διπλός –Από τη μια σημαίνει  το ξένο, αυτό που προκαλεί φόβο γιατί είναι άγνωστο και από την  άλλη, αυτό που «έπρεπε» να μείνει κρυμμένο αλλά ήρθε στο φως.

Bλέποντας τη Ζοελ ελεύθερη τη ημέρα εκείνη στην πόλη, ένοιωσα μια απερίγραπτη αμηχανία. Λες και στο μυαλό μου θεωρούσα ότι ο φυσικός της χώρος έπρεπε να είναι το άσυλο. Για να είναι εκείνη ή μήπως εγώ προστατευμένη; Aς μην ξεχνάμε ότι ο όρος άσυλο είχε αρχικά την έννοια μιας περίκλειστης θαλπωρής και προστασίας.

Πως γίνεται λοιπόν η Ζοελ, η σοβαρά άρρωστη Ζοελ, με τα πληγωμένα από τα ίδια της τα χεριά μάτια, να είναι εκτός του φυσικού της χώρου, του ασύλου; Kαι τι θα της πω αν έλθει κοντά μου; Πόσο χαίρομαι ή πόσο ανησυχώ για εκείνην; Θεραπεύτηκε η οδύνη της, ή η λέξη ‘’θεραπεία’’, ότι κι αν σημαίνει, είναι  ένα άπιαστο όνειρο; Kαι ποια ήμουν εγώ, μια νεαρή μέχρι πριν από λίγο φοιτήτρια ψυχολογίας, ποια ήμουν εγώ, και με τι προσόντα, πέραν μιας ‘’εύκολης’’  ενσυναισθησης,  θα μπορούσα να έχω μια απάντηση;

Nτροπή; Αμηχανία; Και κύριος οίδε τι άλλο ακατανόμαστο συναισθήματα με κατέκλυσαν. Τo μόνο βέβαιο είναι ότι την απέφυγα. Έφυγα μακριά. Δεν συναντήθηκα ποτέ ξανά μαζί της, ούτε εντός ούτε εκτός των τειχών.

Και κάτι ακόμα. Όταν μοιράστηκα με τη Μαργαρίτα στο ‘’Μήπως;’’ αυτό το περιστατικό ένοιωσα ότι κατάλαβε πολύ περισσότερα πράγματα απ ότι της είπα και μου είπε. Σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή. ‘’Το μόνο που θέλω να πω  αστράφτει απρόσιτο σαν τ ασημικά στο ενεχυροδανειστήριο’’. Κάποια ψυχικά πάσχοντα πλάσματα έχουν μια θεϊκή ικανότητα να αντιλαμβάνονται στο ακέραιο την αλλοτινή  λάμψη των  ενταφιασμένων μέσα στο ενεχυροδανειστήριο παλαιών ασημικών. Η Μαργαρίτα ήταν ένα από αυτά τα πλάσματα».

Το «Μήπως;» είναι ένα βιβλίο, το οποίο αναφέρεται εκτεταμένα στην ψυχική νόσο, αλλά με ένα τρόπο, τον οποίο δεν περιμένει κανείς! Θα μπορούσε να αποτελεί αυτό το βιβλίο το κεντρικό εργαλείο για μία μεγάλη ενημερωτική εκστρατεία στην ελληνική κοινωνία εναντίον του περίφημου στίγματος των ψυχικών διαταραχών, ένα στίγμα το οποίο επιζεί τραγικά στις ημέρες μας, στις ημέρες μίας πολύπαθης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και μίας ασθμαίνουσας αποασυλοποίησης των ψυχικώς πασχόντων…

Κι επειδή, όπως λέει η ίδια η Φωτεινή Τσαλίκογλου στο «Μήπως;», τα άσυλα μπορεί να αναπτυχθούν και έξω από το παραδοσιακό, γνωστό μας ψυχιατρικό άσυλο, είναι πολύ ευχάριστο και χρήσιμο να αναγνώσουμε με όλη μας την ψυχή και όλη μας την ευαισθησία αυτή τη συζήτηση της Μαργαρίτας Καραπάνου με την Φωτεινή Τσαλίκογλου!

Καλή και απολαυστική ανάγνωση, λοιπόν!