«Τα βάρη τα σηκώνουν οι Έλληνες!»

26-12-2016

Μια συνέντευξη στα γραφεία της ελληνικής φαρμακευτικής εταιρείας DEMO, με τον Πρόεδρο της εταιρείας, αλλά και της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας, Δημήτρη Δέμο, αναμενόταν να είχε ενδιαφέρον και γρήγορα επιβεβαιώθηκε. Ο κος Δέμος μίλησε για τα προβλήματα του συστήματος, τη λειτουργία του ΕΟΦ, τις σχέσεις με την Πολιτεία, τις πολυεθνικές αλλά και για τον πρώην και τον νυν υπουργό. Βλέπετε η ημέρα που έγινε η συνέντευξη ήταν και ημέρα παράδοσης- παραλαβής του  υπουργείου Υγείας στο νέο υπουργό Μάκη Βορίδη από τον απελθόντα Άδωνι Γεωργιάδη. Οπότε και η συνέντευξη δε θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από τον πρώην υπουργό και συγκεκριμένα από την ερώτηση, αν ήταν πετυχημένος ως υπουργός υγείας, ο Άδωνις Γεωργιάδης.

«Πιστεύω ότι έκανε ότι μπορούσε και το γεγονός ότι δεν παρέμεινε υπουργός οφείλεται όχι σε προσωπικά κριτήρια αλλά σε πολιτικές επιλογές. Ο πρωθυπουργός πιέστηκε από το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και δεν έκρινε τι έκανε ο καθένας σε ατομικό επίπεδο, αλλά προσπάθησε να δώσει μια νέα πνοή».

 Πιστεύετε ότι ο κος Γεωργιάδης πλήρωσε τις συγκρούσεις του με τους φαρμακοποιούς και γιατρούς;

 «Να σας το θέσω απλά. Όποιος βρίσκεται σε αυτή τη θέση και θέλει να παράγει έργο πρέπει να σπάσει αυγά. Κακά τα ψέματα πρέπει να διαχειριστεί πολλά χρήματα, χρήματα των φορολογουμένων και αυτό θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Από την άλλη, το σύστημα πρέπει να αλλάξει και χρειάζονται για αυτό διαρθρωτικές κινήσεις. Υπάρχουν πολλοί που ξεβολεύονται και δε θέλουν να δημιουργηθεί αυτή η Ελλάδα του αύριο για την οποία όλοι συζητούν. Ο κος Γεωργιάδης μελέτησε το αντικείμενο, είχε άποψη και επιχείρησε να αλλάξει πολλά πράγματα, όμως όταν κάνεις αλλαγές είναι αναμενόμενο να εισπράττεις και δυσαρέσκειες. Το να έχουμε να ξοδεύουμε 2 δις από εκεί που ξοδεύαμε πάνω από 5, σημαίνει οικονομικές απώλειες για χιλιάδες επαγγελματίες, άρα και φαγωμάρα».

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ  ΕΙΝΑΙ ΣΠΑΡΜΕΝΟΣ ΜΕ ΚΑΛΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ

 

Γιατί τελικά η πολιτική του υπουργείου υπέρ των γενοσήμων δε φέρνει τα αναμενόμενα  αποτελέσματα και δεν έρχεται η πολυπόθητη αύξηση του όγκου των γενοσήμων όπως λέγεται;

 «Πράγματι υπάρχει μεγάλη υστέρηση σε αυτό το θέμα αλλά και έλλειψη ενημέρωσης. Είναι άξιο απορίας το γεγονός ότι ενώ υπάρχουν τα στοιχεία του ΕΟΦ, του ΕΟΠΥΥ, της ΗΔΙΚΑ, εντούτοις λείπει η ξεκάθαρη ματιά στη συνολική εικόνα. Θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε ότι το πρόβλημα της δαπάνης είναι κυρίως πρόβλημα υπερβολικής κατανάλωσης ακριβών φαρμάκων, η οποία ακόμη και τώρα, έπειτα από τέσσερα χρόνια καταιγισμού μέτρων φαρμακευτικής πολιτικής, παραμένει πολύ υψηλότερη σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτό έχει μεγάλη σημασία διότι έτσι δε δημιουργούμε χώρο για τα γενόσημα. Από την άλλη, εδώ και χρόνια το σύστημα στην Ελλάδα όχι μόνο δεν έδινε κανένα κίνητρο για τη χρήση των φθηνότερων φαρμάκων αλλά αντίθετα ευνοούσε τα ακριβά φάρμακα π.χ. μέσω της έλλειψης οδηγιών συνταγογράφησης, ή του σταθερού ποσοστού κέρδους του φαρμακοποιού και του φαρμακαποθηκάριου ανεξαρτήτως της τιμής του φαρμάκου. Αντίστοιχα, ουδέποτε υπήρξε κάποιο ουσιαστικό κίνητρο για τη συνταγογράφηση των γενοσήμων από τους γιατρούς. Μάλιστα η υποχρεωτική συνταγογράφηση με δραστική,  έκανε ακόμη πιο διστακτικούς τους γιατρούς που μη γνωρίζοντας τι τελικά θα πάρει ο ασθενής τους, προτιμούν να συνταγογραφούν καινούργια on patent φάρμακα που δεν έχουν γενόσημα. Όμως με τον τρόπο αυτό στο τέλος καταλήγουμε να έχουμε διόγκωση του φαινομένου της υποκατάστασης και αύξηση της δαπάνης. Το οξύμωρο είναι ότι κάθε πολιτική ηγεσία δηλώνει πολύ καλές προθέσεις απέναντι στα γενόσημα και αυτό πιστεύω ότι ισχύει. Υπάρχει καλή διάθεση αλλά συχνά στο τέλος τα μέτρα είναι σε λάθος κατεύθυνση».

 

Ποιος επωφελείται αυτής της κατάστασης;

 Θα σας απαντήσω με ένα παράδειγμα. Γίνεται μεγάλη κουβέντα σχετικά με τις μειώσεις των τιμών των φαρμάκων και δε βλέπουμε στοιχεία που αφορούν στη κατανάλωσή τους. Π.χ.  γίνεται ολόκληρη ιστορία για το πόσο θα μειώσουμε την τιμή στο κουτί των 3€ και δε βλέπουμε ότι η συνταγογράφηση έχει φύγει από το κουτί των 3€ και έχει πάει στο κουτί των 30€ και αντί να ασχοληθούμε με το πρόβλημα αυτό της υποκατάστασης, επιμένουμε να συζητάμε για το αν οι μειώσεις στα φθηνά φάρμακα θα είναι 3% ή 2,5%. Νομίζω οι προτεραιότητες που έχουμε βάλει είναι στη λάθος κατεύθυνση, έχουμε κάνει «focus» στις τιμές, δε βλέπουμε που είναι το μεγαλύτερο μέρος από τα 2 δις €  της φαρμακευτικής δαπάνης, και αν δεν αλλάξουμε την ιεράρχηση των θεμάτων δε θα μπορέσουμε να οδηγηθούμε σε μια πραγματική φαρμακευτική πολιτική.

 

Πολλοί λένε ότι κι εσείς από την πλευρά σας «πιέζετε» την πολιτεία χρησιμοποιώντας ως μόνιμη επωδό την ελληνικότητα σας και μάλιστα υπό τη δαμόκλειο σπάθη της απώλειας θέσεων εργασίας αντί να προσπαθείτε να γίνετε πιο εξωστρεφείς

 Εμείς ποτέ δεν μπήκαμε στη λογική  του διλήμματος: η διατηρούμε τις τιμές, ή διώχνουμε κόσμο. Ίσα – ίσα, θα πρέπει να σας θυμίσω ότι τη δεκαετία του ΄80 οι εξαγγελίες της τότε κυβέρνησης περί κρατικοποίησης των φαρμακοβιομηχανιών και της δημιουργίας εθνικής φαρμακοβιομηχανίας, οδήγησαν τις πολυεθνικές να εγκαταλείψουν σε μια νύκτα τα εδώ εργοστάσια τους. Ο κίνδυνος να χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας απετράπη από μια ελληνική εταιρεία, τη ΒΙΑΝΕΞ, που μπήκε μπροστά, αγόρασε τα εργοστάσια των πολυεθνικών και τα δούλεψε για λογαριασμό τους. Ένας Έλληνας λοιπόν, έσωσε τότε αυτές τις θέσεις εργασίας. Οι ελληνικές εταιρείες ούτε έχουν απολύσει ούτε έχουν μειώσει τη μισθοδοσία. Προτιμήσαμε να μειώσουμε την κερδοφορία μας παρά να πετάξουμε τον κόσμο μας στο δρόμο. Είμαστε σε μεγάλο βαθμό οικογενειακές επιχειρήσεις, έχουμε προσωπική σχέση με τους εργαζόμενους και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να τους κοιτάξουμε στα μάτια και να τους πούμε ότι θα σας απολύσω ή θα σας μειώσω τους μισθούς προκειμένου να συνεχίσουμε να έχουμε την κερδοφορία που είχαμε χθες. Σε ένα απρόσωπο σύστημα με χιλιάδες εργαζόμενους σε διαφορετικές χώρες μια τέτοια απόφαση ίσως να λαμβάνεται πιο εύκολα.

 

Απαντήσατε ως προς την ελληνικότητα, ως προς την εξωστρέφεια όμως;

 Να έρθουμε λοιπόν και στην εξωστρέφεια. Είναι γνωστό ότι για να πάρεις άδεια για ένα φάρμακο σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει πρώτα  να έχεις πάρει άδεια στη χώρα σου. Ο ΕΟΦ βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι υποχρεωμένος να απαντήσει στα αιτήματα αδειοδότησης των ξένων εταιρειών μέσα σε 60 – 90 μέρες. Ενώ λοιπόν καλείται να είναι συνεπής με τις διεθνείς υποχρεώσεις του, ο ΕΟΦ παραμένει τα τελευταία χρόνια υποστελεχωμένος και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των διοικήσεων και του εναπομείναντος προσωπικού, το αποτέλεσμα είναι να καθυστερούν τα ελληνικά αιτήματα και να δίνεται προτεραιότητα στους ξένους. Έτσι πολλές ελληνικές εταιρείες αντί να περιμένουν δύο και τρία χρόνια για να πάρουν έγκριση τελικά επιλέγουν να εγκρίνουν τα προϊόντα τους σε αντίστοιχους οργανισμούς φαρμάκων του εξωτερικού. Αυτό σημαίνει τεράστια απώλεια εσόδων για τον ελληνικό ΕΟΦ  αλλά δυστυχώς αποτελεί το μόνο τρόπο να κάνουμε εξαγωγές στην Ευρώπη. Επίσης, εάν επιδιώξω  να κάνω εξαγωγές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης π.χ. στη Σαουδική Αραβία, στην Τουρκία, κλπ. οι χώρες αυτές μου ζητούν να έχω άδεια για το φάρμακο στη χώρα παραγωγής άρα λοιπόν όσο ο ΕΟΦ καθυστερεί την άδεια, δε μπορώ να κάνω εξαγωγή! Ακόμη, προκειμένου μια ελληνική εταιρεία να εξάγει κάποιο φάρμακο της στην αγορά μιας τρίτης χώρας, ο αντίστοιχος οργανισμός φαρμάκου ζητά πληροφορίες για την τιμή του φαρμάκου στην Ελλάδα. Σήμερα όμως τα φάρμακα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών τιμολογούνται σε τόσο χαμηλό επίπεδο που σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατο κοστολογικά να παραχθούν και να πουληθούν στην Ελλάδα. Βλέπουμε δηλαδή ότι η χωρίς όριο συμπίεση των τιμών των ελληνικών φαρμάκων έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορούν να διατεθούν τα προϊόντα στην ελληνική αγορά αλλά ούτε καν να εξαχθούν. Είναι σαν να εξωθούνται οι ελληνικές εταιρείες να μεταφέρουν τα εργοστάσια τους σε γειτονικές χώρες για να μπορέσουν να πάρουν αφενός άδεια στην ώρα τους και αφετέρου μια λογική τιμή για να πουλήσουν. Αυτή είναι μια εντελώς λανθασμένη πολιτική που λειτουργεί κατά της εξωστρέφειας του κλάδου.

 

 

Πως βάζετε  διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της ιδιότητας σας ως πρόεδρος της ΠΕΦ και ως ιδιοκτήτης της εταιρείας  DEMO;

 Αυτό είναι μάλλον θέμα χαρακτήρα. Προσωπικά πιστεύω στην αναγκαιότητα μίας ακριβοδίκαιης πολιτικής όπου ο καθένας θα έχει τα ποσοστά που του αναλογούν και του αξίζουν. Το παιχνίδι πρέπει να έχει διαφανείς κανόνες και η πίτα θα πρέπει να μοιράζεται δίκαια για να μπορέσει ο κάθε επιχειρηματίας να λειτουργήσει στο πλαίσιο ενός βιώσιμου συστήματος.

Δυστυχώς απέχουμε ακόμη από το φθάσουμε στο επίπεδο αυτό. Για παράδειγμα, με την τελευταία υπουργική απόφαση για την τιμολογιακή πολιτική, όταν ένα πρωτότυπο φάρμακο σήμερα έχει 10 € και λήξει η πατέντα του, η τιμή του πέφτει από τα 10€ στα 5€, εφόσον κυκλοφορήσουν γενόσημα. Τα δε γενόσημα τιμολογούνται στο 65% της νέας αυτής τιμής δηλαδή στα 3,25€. Στην τιμή αυτή πρέπει να υπολογιστεί και η επιβάρυνση από τα διάφορα υποχρεωτικά rebate και clawback.

Τι σημαίνει στην ουσία όλο αυτό: Ότι εάν το γενόσημο δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στην αγορά στα 3,25€ (μείον τα rebateclawback), η τιμή του πρωτότυπου φαρμάκου δεν θα πέφτει από τα 10€ στα 5€. Είναι σα να λέει η Πολιτεία: Είτε Έλληνα παραγωγέ μου δίνεις 70% έκπτωση, – κάτι που σε πολλές περιπτώσεις είναι αδύνατο κοστολογικά – είτε εγώ θα συνεχίζω να αγοράζω σε υψηλή τιμή το πρωτότυπο.

Θεωρώ ότι το πιο σημαντικό ερώτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί όλους αφορά στο ποιά είναι η συνολική προστιθέμενη αξία των εταιρειών που σήμερα έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας. Μήπως τελικά με το άλλοθι της καινοτομίας, (για την οποία πρέπει να σημειωθεί ότι ουδέποτε εξετάσαμε τη σχέση θεραπευτικού οφέλους προς το κόστος όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο), χαρίζουμε λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου και πριμοδοτούμε εκείνους που επιβαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο στα φάρμακα, προχωρούν σε μαζικές απολύσεις και στο τέλος καταβάλλουν ελάχιστους φόρους σε σχέση με τον τζίρο τους;

 

Η δική σας εταιρεία πως κατάφερε  ακόμη και στα πέτρινα χρόνια της κρίσης να αναπτύσσεται συνεχώς;

 Εμείς εξαρχής είχαμε πολύ μεγάλη εξωστρέφεια. Συμμετείχαμε από νωρίς σε διαγωνισμούς και στο εξωτερικό και έτσι αυτή η λογική και η διαδικασία δεν ήταν πρωτόγνωρη για εμάς.

 

Γιατί οι υπόλοιπες εταιρείες δε μπορούν λοιπόν να ακολουθήσουν το παράδειγμα σας;

Θα σας το θέσω απλά. Ο κλάδος του φαρμάκου χρειάζεται μια προετοιμασία για να μπορέσεις να βγάλεις τα πρώτα σου χρήματα. 4-5 χρόνια όταν πρόκειται για γενόσημο φάρμακο και 10-15 όταν πρόκειται για πρωτότυπο. Όταν λοιπόν θέλεις μια πενταετία για να αρχίσεις να ελπίζεις ότι θα αποσβέσεις το πρώτο ευρώ που δαπάνησες δεν είναι κάτι εύκολο που σου επιτρέπει να έχεις διεθνή παρουσία. Δεν πρόκειται για τον κλάδο των τροφίμων που πας σε μία έκθεση στο εξωτερικό και βγάζεις κάποια πιστοποιητικά μέσα σε ένα εξάμηνο ή σε ένα χρόνο και …sky is the limit. Στο φάρμακο πρέπει να πάρεις έγκριση από κάθε χώρα και για να φτάσεις σε ένα σημείο που να σε συντηρεί το εξωτερικό πρέπει να έχουν περάσει 10 χρόνια. Άρα λοιπόν όσοι είχαν ξεκινήσει από παλιά μπορούν να επενδύσουν στις εξαγωγές. Εμείς τις πρώτες εξαγωγές τις κάναμε το 1980 και δημιουργήσαμε τμήμα διεθνών πωλήσεων το 2000.

Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι σε όλες τις χώρες οι πολυεθνικές έχουν μια βάση των πωλήσεων τους και μια καλύτερη αντιμετώπιση από τις μητρικές χώρες. Στη Γαλλία, στην Σουηδία, στη Φινλανδία δε θα αγοράσουν εύκολα από σένα εάν η δική τους εταιρεία έχει το ίδιο προϊόν. Αυτά που γίνονται στην Ελλάδα όπου με μόνο κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, τα νοσοκομεία μπορούν να προμηθεύονται από οποιονδήποτε, ο οποίος όταν δεν έχει να παραδώσει σφυρίζει αδιάφορα, δε γίνονται αλλού. Στην Ελλάδα εύκολα ξεχνιέται η υποστήριξη χρόνων σε ένα νοσοκομείο και για ένα σεντ μπορεί να τεθεί εκτός ο Έλληνας προμηθευτής αδιαφορώντας για τις θέσεις εργασίας, αδιαφορώντας για τις χαμένες εισφορές. Για παράδειγμα εμείς ως εταιρεία συμμετείχαμε σε διαγωνισμό τον οποίο κέρδισε μια ξένη εταιρεία επειδή η προσφορά της ήταν μερικά σεντς χαμηλότερη. Για λίγα λοιπόν σεντς  χαθήκαν 1500 μεροκάματα, ασφαλιστικές εισφορές κλπ. Αυτή είναι η πραγματική ζημιά της Πολιτείας ώστε να εξοικονομηθούν κάποια λίγα σεντς.

 

Αυτό έγινε την τελευταία διετία;

 Βεβαίως, με τους διαγωνισμούς της ΕΠΥ οι οποίοι – πρέπει να αναφερθεί – κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Και βέβαια πέρα από τελικό αρνητικό ισοζύγιο μεταξύ της πρόσκαιρης εξοικονόμησης και της μεσοπρόθεσμης ζημιάς είναι σημαντικό το θέμα της εξάρτησης από έναν μόνο προμηθευτή. Εμείς από την αρχή υποστηρίξαμε ότι η λογική του ενός μοναδικού μειοδότη δημιουργεί μονοπώλιο, κάτι που ευτυχώς άλλαξε και πλέον η προμήθεια επιμερίζεται στους τρεις πρώτους μειοδότες. Θα σας δώσω παράδειγμα: Έγινε διαγωνισμός για την προμήθεια ενός αντιεμετικού για χημειοθεραπείες στον οποίο μειοδότησε μια ξένη εταιρεία. Η ξένη εταιρεία όμως δήλωσε αδυναμία να παραδώσει για ένα μήνα μέσα στο χρόνο. Το μοναδικό εναλλακτικό φάρμακο με το οποίο καλύφθηκαν οι ανάγκες του νοσοκομείου είχε πολλαπλάσιο κόστος ημερήσιας θεραπείας… Επίσης θεωρώ ότι πρέπει να δούμε πόσα τελικά από τα προϊόντα των διαγωνισμών έφθασαν να χορηγηθούν στους ασθενείς, αφού υπάρχουν ενδείξεις ότι αρκετοί γιατροί άλλαξαν τη συνταγογράφηση τους σε άλλες θεραπείες με μεγαλύτερο κόστος.

 

Είναι θέμα εμπιστοσύνης των γιατρών;

 Πρόκειται περί λογικής και δικαιολογημένης αντίδρασης. Όταν ο γιατρός στην εντατική μονάδα πρέπει να δώσει ένα φάρμακο για να αντιδράσει ό ασθενής και να τον κρατήσει ζωντανό, δε θα επιλέξει ένα φάρμακο που δεν το γνωρίζει, αλλά θα προτιμήσει αυτό που πιστεύει ότι θα σώσει τη ζωή του ασθενούς του.

Η κατάσταση θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: Για να πιαστεί ο στόχος της δαπάνης, προμηθευόμαστε φάρμακα με μόνο κριτήριο την χαμηλή τιμή, οι γιατροί δεν τα εμπιστεύονται και για τις ίδιες ενδείξεις συνταγογραφούν νέα ακριβά φάρμακα, με αποτέλεσμα την αύξηση της δαπάνης. Επειδή η δαπάνη πρέπει πάση θυσία να συγκρατηθεί, η Πολιτεία επιβάλλει νέες μειώσεις τιμών που επιβαρύνουν ασύμμετρα τα ήδη φθηνά ελληνικά φάρμακα διαλύοντας την υγιή επιχειρηματικότητα και στερώντας οξυγόνο από την ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο πρέπει να ξεφύγουμε. Εμείς έχουμε ζητήσει να υπάρχει μία επιτροπή παρακολούθησης φαρμακευτικής δαπάνης που θα προτείνει και μέτρα εξετάζοντας τις μεσοπρόθεσμες επιδράσεις τους. Αυτό που ξέρω είναι ότι μέχρι σήμερα τα βάρη τα σηκώνουν οι έλληνες. Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως λύση στο πρόβλημα όπως άλλωστε μας βλέπουν οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης στις οποίες εξάγουμε οικονομικά προσιτό, ποιοτικό ασφαλές και αποτελεσματικό ελληνικό φάρμακο.

 

Αρχίσαμε με τον κο Γεωργιάδη, να κλείσουμε με τον κο Βορίδη. Τι πιστεύετε ότι είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει ο νέος υπουργός;

Να μελετήσει τα στοιχεία κατανάλωσης φαρμάκων. Εύχομαι και πιστεύω ότι θα έχει καθαρό μυαλό για να είναι αποδέκτης της σωστής ενημέρωσης για να παίρνει δίκαιες αποφάσεις.

 

Κρατούμε τη σύσταση και την ευχή προς το νέο υπουργό και ευχαριστούμε!

 Σας ευχαριστώ κι εγώ.