Θαλιδομίδη: Η ιστορία του φαρμάκου

θαλιδομίδη
25-11-2021

Η θαλιδομίδη (από την πλήρη ονομασία της, Ν-φθαλίμιδο-γλουταριμίδη) είναι ανοσορυθμιστικό φάρμακο και το πρωτότυπο της κατηγορίας των φαρμάκων της θαλιδομίδης. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1957 στη Δυτική Γερμανία, υπό την εμπορική ονομασία Contegran. Το φάρμακο ανέπτυξε και κυκλοφόρησε πρώτη στην αγορά η γερμανική φαρμακευτική εταιρεία Chemie Grünenthal. Συνταγογραφούνταν, κατά κύριο λόγο, σαν υπνωτικό ή ηρεμιστικό, αλλά και για τη θεραπεία του άγχους, της αϋπνίας, της γαστρίτιδας και της υπερέντασης. Στη συνέχεια, χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο ενάντια στη ναυτία και ως ανασχετικό της πρωινής ναυτίας για τις εγκύους. Την 1η Οκτωβρίου 1957, η θαλιδομίδη χαρακτηρίστηκε μη συνταγογραφούμενο φάρμακο στη Γερμανία.

Λίγο μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στη χώρα, γεννήθηκαν 5.000 έως 7.000 βρέφη με δυσπλασία των άκρων (φωκομέλεια). Μόνο το 40% αυτών των παιδιών επέζησαν. Παγκόσμια αναφέρθηκαν περίπου 10.000 περιπτώσεις βρεφών με φωκομέλεια λόγω της θαλιδομίδης, από τα οποία μόνο το 50% επέζησαν. Τα παιδιά αυτά έμειναν γνωστά ως “παιδιά της θαλιδομίδης”. Τα νεογνά που εκτέθηκαν στη θαλιδομίδη ενόσω ήταν στη μήτρα παρουσίασαν αναπηρίες στα άκρα, τα οποία είτε δεν αναπτύχθηκαν είτε αναπτύχθηκαν ατελώς. Άλλες παρενέργειες περιελάμβαναν ανωμαλίες στα μάτια, την καρδιά, την πεπτική και την ουροφόρο οδό, καθώς και τύφλωση και κώφωση. Οι αρνητικές επιπτώσεις της χρήσης της θαλιδομίδης οδήγησαν στην ανάπτυξη περισσότερο αυστηρών ελέγχων και κανονισμών όσον αφορά τη χρήση και την ανάπτυξη των φαρμάκων.

Σήμερα η θαλιδομίδη διατίθεται στο εμπόριο από την εταιρεία Celgene κυρίως για τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων (πολλαπλό μυέλωμα) και μιας επιπλοκής της λέπρας.