Το θέμα της ΠΦΥ στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται και σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης αλλά και της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα, επιστημονικούς, κοινωνικούς και άλλους φορείς. Η συζήτηση αυτή συχνά εξαντλείται στα οργανωτικά σχήματα, στα συστήματα αποζημίωσης και στα επαγγελματικά δικαιώματα, φυσικά θέματα σοβαρά που χρήζουν της απαραίτητης προσοχής και σημασίας.
Όμως ο διάλογος αυτός αρκετές φορές δεν εστιάζεται στον άνθρωπο ή καλύτερα στο πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες υγείας και φροντίδας, είτε είναι ασθενής ή επισκέπτης των υπηρεσιών υγείας. Έτσι συχνά δε γίνεται συζήτηση για τις δεξιότητες και πρακτικές επικοινωνίας που θα πρέπει να έχουν οι γιατροί αλλά και όλοι οι υγειονομικοί προκειμένου να ενθαρρύνουν και να προτρέψουν τον ασθενή και τον επισκέπτη τους να λάβει αποφάσεις σχετικές για τον τρόπο ζωής του αλλά και για την υγεία του.
Το σημερινό άρθρο δε σκοπεύει να κάνει εκτενή αναφορά στη θεωρία που συνοδεύει το θέμα αυτό, ούτε να μεταφέρει εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί στη χώρα μας. Επιθυμεί μόνο να μεταφέρει το λόγο μιας πρωτοετούς φοιτήτριας (κ. Ευτυχία Νικολάου) που συμπύκνωσε απόψεις πρωτοετών φοιτητών στη διδασκαλία δεξιοτήτων επικοινωνίας σε φοιτητές ιατρικής στο πλαίσιο του μαθήματος “Σχέση Ιατρού- Ασθενούς” στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αποτελεί επίσης μια μαρτυρία για το ρόλο του υπογράφοντος στη σημερινή έντονη και συχνά με φανατισμό συζήτηση για την ΠΦΥ, αλλά και το ρόλο που προκύπτει από την ακαδημαϊκή ιδιότητα των διδασκόντων, που δεν είναι άλλος παρά να διατυπώνει προτάσεις και γνώμες με βάση επιχειρήματα και τεκμηρίωση σε κάθε διακυβέρνηση για τα μέτρα και τα νομοθετήματα που αφορούν τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού και όχι να συμμετέχει σε θέματα διοίκησης ή διαχείρισης. Θα ακολουθήσουν άρθρα γιαυτά που δε συζητάμε συχνά σχετικά με την ανάπτυξη της ΠΦΥ στη χώρα μας.
Τις απόψεις της φοιτήτριας τις παραθέτω παρακάτω αυτούσιες όπως γράφτηκαν (έχοντας και την έγγραφη συγκατάθεση της) με μόνο σκοπό τη διεύρυνση του διαλόγου για το τι χρειάζεται η ΠΦΥ σήμερα.
«Παρατηρήσεις αναφορικά με την προσέγγιση του ιατρού στον ασθενή (motivational interviewing)
Ξεκινώντας τη συνεδρία:
• Ο γιατρός δεν υποδέχτηκε σωστά τον ασθενή, παρέμεινε καθισμένος, δεν συστήθηκε και δεν χαιρέτισε τον ασθενή με το όνομα του.
• Δεν απολογήθηκε για την καθυστέρηση, αντιθέτως εκνευρίστηκε με το παράπονο του ασθενή λέγοντάς του ότι έχει μεγάλο φόρτο εργασίας
• Δεν ενθαρρύνει τον ασθενή να μοιραστεί τα προβλήματα του αποπαίρνοντας τον, λόγω του ότι τον έχει παραπέμψει κάποιος άλλος γιατρός
• Δεν ενημέρωσε τον ασθενή, δεν όρισαν μαζί, το πρόγραμμα το οποίο θα ακολουθηθεί κατά την διάρκεια της συνεδρίας
Κατά την διάρκεια της συνεδρίας:
• Κατά την συλλογή της πληροφορίας, ο γιατρός κάνει κλειστού τέλους ερωτήσεις, χάνοντας πιθανόν χρήσιμες πληροφορίες που μπορεί να του δώσει ο ασθενής απαντώντας πιο ελεύθερα σε ανοιχτού τέλους ερωτήσεις
• Δεν υιοθετεί μια ολιστική προσέγγιση του ασθενούς:
o Μέσα από τις ερωτήσεις του δεν ενδιαφέρεται να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με το οικογενειακό περιβάλλον, την οικονομική κατάσταση και τις προσωπικές συνήθειες του ασθενή.
o Αντιμετωπίζει τον ασθενή σαν ιατρικό πρόβλημα, αναφερόμενος σε αυτόν με το όνομα της ασθένειας του και εστιαζόμενος μόνο στα χαρακτηριστικά της ασθένειας και στον μεμονωμένο τρόπο αντιμετώπισής της
• Δεν ακούει προσεκτικά τον ασθενή και μάλιστα τον διακόπτει συχνά για να σχολιάσει, καταλήγοντας να μονολογεί
• Αποθαρρύνει και προσβάλλει τον ασθενή με αρνητικούς σχολιασμούς της συμπεριφοράς και οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας προέρχεται από τον ασθενή, αποδοκιμάζει επιλογές και συνήθειες του ασθενή με έντονο τρόπο. Δεν δείχνει ευαισθησία σε θέματα που φέρνουν σε δύσκολη θέση τον ασθενή
• Έχει αυστηρό ύφος και ο τόνος της φωνής του είναι επιβλητικός
• Δεν προωθεί την διεπιστημονική συνεργασία απορρίπτοντας κατηγορηματικά φάρμακα που χορηγήθηκαν από άλλους συναδέλφους
• Κοιτάζει συνεχώς το ρολόι/τηλέφωνο, κάνοντας τον ασθενή να αισθάνεται ότι η πίεση του χρόνου δεν επιτρέπει στον γιατρό να του αφιερώσει την απαραίτητη ώρα και προσοχή
• Υιοθετεί ένα πατερναλιστικό πρότυπο, χορηγώντας στον ασθενή φαρμακευτική αγωγή η οποία δεν έχει συναποφασιστεί (δεν προσφέρει επιλογές στο πλάνο θεραπείας) και μάλιστα δεν επεξηγεί καν ποια θα είναι η πορεία της θεραπείας (δράση φαρμάκων, επιπτώσεις, πιθανή επανεξέταση)
Κλείνοντας τη συνεδρία:
• Δεν κρατάει σημείο σταθερής επαφής με τον ασθενή (δεν προτείνει επανεξέταση)
• Δεν αποχαιρετά τον ασθενή, παραμένει καθισμένος και πιθανόν ετοιμάζεται για τον επόμενο ασθενή»
Η υπογράμμιση της σημασίας των δεξιοτήτων επικοινωνίας και αλλαγής της συμπεριφοράς είναι σημαντική στη συζήτηση για ένα άλλο μοντέλο υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας για πολλούς και διάφορους λόγους. Χωρίς αυτές της δεξιότητες τόσο ο οικογενειακός ιατρός όσο και η Μονάδα Υγείας δε θα μπορούν να διατηρήσουν τη συνέχεια στη φροντίδα ούτε και να αλλάξουν τις εκβάσεις στις υπηρεσίες υγείας και ιδιαίτερα τη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής του ασθενή ή προσώπου (πολίτη) που σχετίζονται με τα μείζονα προβλήματα του Ελληνικού πληθυσμού. Δε θα μπορούν οι καινούργιες Μονάδες (ΤΟ.Μ.Υ.) να κρατήσουν τον πληθυσμό τους που θα διαρρέει εκεί που θα συναντά το σεβασμό στο πρόσωπο, στις προσδοκίες και στις αξίες του. Μα είναι μόνο αυτό που χρειάζεται η σημερινή πρόταση για την ΠΦΥ; Φυσικά όχι, αλλά είναι αυτό που θα πρέπει να ξεκινήσουμε για να προχωρήσουμε στις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του οικογενειακού ιατρού που θα πρέπει να είναι γνωστές εκ των προτέρων, να εντάσσονται σε συμβόλαιο που θα υπογράφεται και θα οδηγεί σε στην αξιολόγηση και στην ενίσχυση της απόδοσης. Για όλα αυτά στο επόμενο άρθρο.
*Χρήστος Λιονής
Καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας
Τμήμα Ιατρικής Πανεπιστημίου Κρήτης