Του Κωνσταντίνου Μαυρουδή ενδοκρινολόγου, “Οστεοπόρωση, η σιωπηλή επιδημία”

26-12-2016

Η λέξη ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ προέρχεται από τις Ελληνικές λέξεις οστούν & πόρος, πορώδες οστούν και χαρακτηρίζεται από την απώλεια της οστικής αντοχής που οδηγεί σε κατάγματα ευθραυστότητας, χωρίς δηλαδή να προηγηθεί σοβαρός τραυματισμός.

Η οστεοπόρωση είναι μία σοβαρή νόσος που περιγράφεται ως «σιωπηλή επιδημία», διότι πριν συμβεί κάταγμα ο ασθενής δεν έχει κανένα σύμπτωμα. Όταν συμβεί κάταγμα εμφανίζεται ο πόνος και η παραμόρφωση. Στα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης, που και αυτά μπορεί να είναι σιωπηλά, οφείλεται η κύφωση των ηλικιωμένων που δημιουργεί δυσκολία στην αναπνοή κλπ.

Στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι, κάθε 30 δευτερόλεπτα, συμβαίνει σε κάτοικο χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα κάταγμα που οφείλεται σε οστεοπόρωση. Το 41% των γυναικών άνω των 50 ετών πάσχει από οστεοπενία, ενώ το 15% των γυναικών 50-59 ετών πάσχει από οστεοπόρωση. Στην ηλικία των 50 ετών, 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άνδρες θα υποστεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα στο υπόλοιπο της ζωής τους. Για τις γυναίκες αυτός ο κίνδυνος είναι υψηλότερος από ότι ο κίνδυνος των καρκίνων του μαστού, ωοθηκών και μήτρας μαζί, ενώ για τους άνδρες είναι αντίστοιχα πολύ υψηλότερος από τον κίνδυνο καρκίνου του προστάτου. Περίπου το 50% αυτών που έπαθαν ένα οστεοπορωτικό κάταγμα θα πάθουν άλλο ένα, με εκθετική αύξηση του κινδύνου για καθένα κάταγμα.  

Είναι όμως σημαντικό το εύρημα ότι λιγότερο από το 1/3 των ασθενών, με οστεοπορωτικό κάταγμα, το γνωρίζουν, εκτιμώνται και θεραπεύονται κατάλληλα και ακόμη σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι πάρα πολλοί ασθενείς που υπέστησαν κάταγμα και νοσηλεύτηκαν – χειρουργήθηκαν σε Νοσοκομείο ΔΕΝ γνωρίζουν ότι αυτό οφείλεται στην οστεοπόρωση και ΔΕΝ υποβάλλονται στον απαραίτητο κλινικοεργαστηριακό έλεγχο και κατάλληλη θεραπεία για τη μείωση του κινδύνου μελλοντικών καταγμάτων.   

Κάταγμα συμβαίνει όταν η “βία” που ασκείται στο οστούν ξεπερνά την αντοχή του οστού. Συγκεκριμένα στην οστεοπόρωση, η δύναμη που ασκείται στο οστούν είναι πολύ μικρή, πχ πτώση στο δρόμο ή γλίστρημα μέσα στο σπίτι, αλλά και η αντοχή του οστού είναι ελαττωμένη, λόγω της οστεοπόρωσης.

 Πρόληψη

Είναι γνωστό ότι η οστεοπόρωση είναι κυρίως πάθηση της τρίτης ηλικίας και προσβάλει και τα δύο φύλα, τα μέτρα όμως για τη πρόληψή της πρέπει να αρχίζουν από τη παιδική ηλικία. Όλοι πρέπει να παίρνουν ασβέστιο, βιταμίνη D, να μη καπνίζουν, να ασκούνται, ώστε να πετύχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη Κορυφαία Οστική Πυκνότητα, να κάνουν δηλαδή κατά το δυνατόν γερά οστά γύρω στην ηλικία των 30 ετών, που ολοκληρώνεται το κτίσιμο του σκελετού μας, ώστε αυτός να έχει πολλές εφεδρείες για τα μετέπειτα χρόνια που τα οστά φθείρονται σταδιακά ή ταχέως σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις ή με τη λήψη φαρμάκων, όπως κορτιζόνη. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα προφυλακτικά μέτρα για τα οστεοπορωτικά κατάγματα υπάγεται και η πρόληψη των πτώσεων, π.χ. όχι καλώδια στο σπίτι, όχι γυαλιστερά πατώματα (παρκέ), επαρκής φωτισμός κλπ.

 Θεραπεία

Ο στόχος κάθε θεραπευτικής παρέμβασης στην οστεοπόρωση συνίσταται στο να προφυλάξουμε τους ασθενείς  από το να πάθουν οστεοπορωτικό κάταγμα, εάν δεν έχουν ήδη πάθει, ή εάν ήδη έχουν πάθει, να ανακόψουμε την εξέλιξη της νόσου,  προφυλάσσοντάς τους από νέα κατάγματα. Οστεοπορωτικό κάταγμα έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να πάθουν όσοι  έχουν υποστεί κάταγμα στο παρελθόν, σε σύγκριση με αυτούς που δεν έπαθαν. Νέο κάταγμα παθαίνουν, 1 στους 5 στον πρώτο χρόνο, μετά από το πρώτο κάταγμα. Θα πρέπει να ξανατονισθεί ότι ένα οστεοπορωτικό κάταγμα αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου νέων καταγμάτων και αποτελεί ίσως τον πιο αντικειμενικό μέχρι σήμερα τρόπο εκτίμησης της ποιότητας των οστών.

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούντα σήμερα στη θεραπεία της οστεοπόρωσης διαιρούνται σε Αντιοστεοαπορροφητικά & Οστεοαναβολικά. Θα πρέπει να τονισθεί ότι όποια θεραπεία και αν χορηγηθεί θα πρέπει να χορηγούνται και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D, που δεν θεωρούνται ειδικά φάρμακα για την οστεοπόρωση.

Στα αντιοστεοαπορροφητικά ανήκουν τα διφωσφονικά, που δίνονται σήμερα από του στόματος, μια φορά την εβδομάδα ή το μήνα, ή ενδοφλεβίως μία φορά το 3μηνο ή το χρόνο, το Denosumab, που δίνεται υποδορίως ανά 6μηνο, και τα SERMS όπως, η βαζεδοξιφαίνη και η ραλοξιφαίνη, που εκτός από την οστεοπόρωση έχει και ευεργετική επίδραση στη πρόληψη του καρκίνου του μαστού, δηλαδή με ένα φάρμακο μειώνουμε το κίνδυνο κατάγματος και ορισμένων μορφών καρκίνου.

Στα οστεοαναβολικά ανήκει η Τεριπαρατίδη που χρησιμοποιείται από το 2002 στην Αμερική και από τις αρχές του 2003 στην Ευρώπη, και είναι το μοναδικό αναβολικό φάρμακο, που χορηγείται σήμερα σε όλο τον κόσμο και μειώνει το κίνδυνο καταγμάτων ευθραυστότητας.

Ο θεράπων ιατρός είναι εκείνος, που ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ασθενούς, θα αποφασίσει πότε για πόσο και ποιο φάρμακο θα χορηγήσει.

Ποια είναι η διαφορά της Τεριπαρατίδης (οστεοαναβολικό) από τα υπόλοιπα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία της Οστεοπόρωσης;

Ο σκελετός μας χάρη στη λειτουργία της οστικής εναλλαγής συνεχώς ανακατασκευάζεται (αναδομείται), με αποτέλεσμα διαρκώς να ανανεώνεται. Κατά τη διαδικασία αυτή απομακρύνεται, ανά πολύ μικρά τμήματα (bone remodeling units), φθαρμένο και καταπονημένο οστούν και στη θέση του παράγεται νέο οστούν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκελετός, χάρη στη λειτουργία της οστικής εναλλαγής, ανά δεκαετία ανανεώνεται πλήρως, κατά συνέπεια, μετά την επίτευξη του τελικού ύψους, σταδιακά, όλα τα οστά μπορεί να αλλάξουν μέχρι και επτά φορές, ανάλογα με τα χρόνια ζωής. Μετά όμως από την εμμηνόπαυση, όπως και σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις, όπως ο υπερθυρεοειδισμός, ο υπερπαραθυρεοειδισμός κλπ, το οστούν που απομακρύνεται είναι περισσότερο από αυτό που παράγεται με αποτέλεσμα τα οστά να εξασθενούν, γιατί ελαττώνονται οι δοκίδες τους. Όταν ελαττώνονται οι δοκίδες τα οστά χάνουν την αντοχή τους. Οι δοκίδες είναι σαν τα λεπτά σίδερα που βάζουμε στις κολώνες των σπιτιών, τα τσέρκια, χωρίς αυτές τα χονδρά σίδερα δεν προσφέρουν καμιά αντοχή στην κολώνα.

 Τα αντιοστεοαπορροφητικά φάρμακα εμποδίζουν την απομάκρυνση/απορρόφηση του οστού, αναστέλλουν δηλαδή βασικά την εξασθένηση του οστού, την μείωση της αντοχής του ενισχύοντας τα δομικά συστατικά του, τις ήδη υπάρχουσες δοκίδες, την ήδη υπάρχουσα ύφανση του οστού. Αντιθέτως, τα οστεοαναβολικά φάρμακα, δηλαδή η Τεριπαρατίδη, που είναι το πλέον δοκιμασμένο και μοναδικό στη κατηγορία του, με πάνω από 10 χρόνια κλινικής εμπειρίας, έχει καλύτερο μηχανισμό δράσης από τα αντιοστεοαπορροφητικά. Η Τεριπαρατίδη δημιουργεί νέο και ισχυρό οστούν de novo, δηλαδή διεγείρει τη παραγωγή καινούργιου και ανθεκτικού οστού, κάνει καινούργιες δοκίδες και μπορεί να επανασυνδέει τις σπασμένες, δημιουργεί δηλαδή “πυκνοϋφασμένα” οστά που δεν σπάνε εύκολα. Η Τεριπαρατίδη, ας μου επιτραπεί να αναφέρω, δημιουργεί στο σκελετό της 3ης ηλικίας συνθήκες παρόμοιες με αυτές που συμβαίνουν κατά την περίοδο της εφηβείας, τότε δηλαδή που αναπτύσσεται ο σκελετός και δημιουργείται de novo καινούργιο και δυνατό οστούν.

Τα αποτελέσματα του ξεχωριστού τρόπου δράσης φαίνονται σε πρόσφατες μελέτες που συνέκριναν την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια της Τεριπαρατίδης με γνωστά αντιοστεοαπορροφητικά φάρμακα σε καταστάσεις που ο σκελετός μας υποφέρει. Είναι γνωστό ότι η Κορτιζόνη αποτελεί ένα ισχυρό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση και για κατάγματα, προσβάλει τα οστά με πολλούς μηχανισμούς, είναι θα έλεγε κανείς ένα ισχυρός τοξικός παράγοντας που ελαττώνει την οστική αντοχή, γι’ αυτό όλες οι επιστημονικές εταιρείες συνιστούν σε όλους τους ασθενείς που λαμβάνουν ή θα πάρουν φαρμακολογικές δόσεις κορτιζόνης, για μεγάλο διάστημα, να αρχίσουν αμέσως, προληπτικά και θεραπεία για την Οστεοπόρωση. Σε δύο λοιπόν, head to head, μελέτες συγκρίθηκε η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της Τεριπαρατίδης με δύο διφωσφονικά. Στη μία, με την Αλενδρονάτη και στην άλλη, με τη Ρισεδρονάτη. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά υπέρ της Τεριπαρατίδης, και στις δύο μελέτες δείχθηκε ότι αυξήθηκε στατιστικά σημαντικά περισσότερο  η οστική πυκνότητα και μειώθηκαν σημαντικά τα κατάγματα ευθραυστότητος στις/στους ασθενείς που έπαιρναν Τεριπαρατίδη σε σύγκριση με τη Ρισεδρονάτη και την Αλενδρονάτη. Υπάρχει δε μελέτη που δείχνει ότι το κόστος της θεραπείας σε σχέση με την αποτελεσματικότητα είναι υπέρ της θεραπείας με Τεριπαρατίδη τόσο στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση, όσο και με οστεοπόρωση από κορτικοστεροειδή, σε σύγκριση με τα διφωσφονικά.      

Ένα συχνό και βασανιστικό πρόβλημα στους ασθενείς με οστεοπόρωση είναι ο πόνος στη πλάτη, ο οποίος μειώνεται από τις πρώτες μέρες θεραπείας, με Τεριπαρατίδη, και συγχρόνως οι ασθενείς αισθάνονται πολύ καλύτερα γενικώς. Είναι δε σημαντικό ότι ο πόνος στη πλάτη εξακολουθεί να είναι μειωμένος, όπως και ο κίνδυνος νέων καταγμάτων, για μήνες μετά την ολοκλήρωση της 24μηνης θεραπείας με Τεριπαρατίδη.

Ένα άλλο ευεργετικό αποτέλεσμα, απότοκο της οστεοαναβολικής δράσης της Τεριπαρα­τίδης είναι η επούλωση των καταγμάτων (fracture healing). Υπάρχει πληθώρα μελετών που δείχνουν ότι με Τεριπαρατίδη επιτυγχάνεται ταχύτερη επούλωση των καταγμάτων, επούλωση παλαιών καταγμάτων που για διαφόρους λόγους δεν προχωρούσε η πώρωση (δεν κολλούσαν) και πώρωση των “άτυπων καταγμάτων” και θεραπεία της οστεονέκρωσης της γνάθου, δύο σπάνιες αλλά ταυτόχρονα σοβαρές καταστάσεις που μπορούν να εμφανιστούν μετά από μακροχρόνια θεραπεία με διφωσφονικά ή με το Denosumab. 

Αν και η οστεοπόρωση είναι νόσος της 3ης ηλικίας, αυτή προσβάλει και τις νέες, προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δηλαδή γυναίκες από 20 – 50 ετών με κανονική έμμηνο ρύση, οι οποίες μπορεί να πάθουν και οστεοπορωτικά κατάγματα. Σε πρόσφατη μελέτη, σε νέες, 20 – 48 ετών, γυναίκες με κανονική έμμηνο ρύση και με ένα τουλάχιστον οστεοπορωτικό κάταγμα στην Αμερική, στο Columbia University Medical Center (New York, New York) και στο Creighton University (Omaha, Nebraska), προτιμήθηκε να χορηγηθεί η Τεριπαρατίδη, για λόγους αποτελεσματικότητας και ασφάλειας, διότι οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες μπορεί μετά τη θεραπεία να κυοφορήσουν και να θηλάσουν. Τα πρόδρομα αποτελέσματα είναι θεαματικά όσον αφορά την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της Τεριπαρατίδης, διότι αυξάνεται θεαματικά η οστική πυκνότητα στις ανταποκρινόμενες στη θεραπεία νέες προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Η Τεριπαρατίδη είναι το ισχυρότερο φαρμακευτικό θεραπευτικό μέσο αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης και τα μέχρι σήμερα δεδομένα από την εμπειρία των δέκα ετών αποδεικνύουν ότι είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά ασφαλές.

   

  Κωνσταντίνος Μαυρουδής

Ενδοκρινολόγος-Συντονιστής Ενδοκρινολογίας

Διαβήτη και Μεταβολισμού  ΓΝΑ Ασκληπειίο Βούλας