ΤΣΕΖΑΡΕ ΛΟΜΠΡΟΖΟ

Cesare Lombroso
17-10-2021

Ο Τσέζαρε Λομπρόζο (6 Νοεμβρίου 1835 – 19 Οκτωβρίου 1909) ήταν Ιταλός ιατρός, ανθρωπολόγος, πανεπιστημιακός καθηγητής και εγκληματολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της εγκληματολογίας. Διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχουν συσχετίσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών του κρανίου και των εγκληματικών ιδιοσυγκρασιών, που δεν είναι επιστημονικά αποδεκτή. Ο εγκληματίας για τον Λομπρόζο είναι περισσότερο άρρωστος παρά ένοχος.

Αργότερα, ο Λομπρόζο έγινε διευθυντής στο άσυλο του Πεζάρο, γεγονός που αποδείχθηκε μια θαυμάσια και εποικοδομητική εμπειρία γι’ αυτόν. Εκείνη την περίοδο ετοίμασε και παρουσίασε στις αρμόδιες υπουργικές αρχές μια πρόταση που αφορούσε την ίδρυση ασύλων για διανοητικά διαταραγμένα άτομα που είχαν διαπράξει έγκλημα και για επικίνδυνα διανοητικά διαταραγμένα άτομα.

Στις 10 Απριλίου του 1870 παντρεύτηκε τη Νίνα ντε Μπενεντέτι και απέκτησαν πέντε παιδιά. Το δεύτερο παιδί του, η Τζίνα Λομπρόζο, έγραψε αργότερα τη βιογραφία του. Πέθανε το 1909 σε ηλικία 74 ετών.

Ο Τσέζαρε Λομπρόζο έγινε παγκοσμίως γνωστός για τις μελέτες και τις θεωρίες του πάνω στο πεδίο της χαρακτηρολογίας ή της σχέσης ανάμεσα στα πνευματικά και στα σωματικά χαρακτηριστικά. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έννοια του «εγκληματικού μυαλού» και τόνισε τη σημασία της επιστημονικής μελέτης του. Η θεωρία του έγινε αργότερα γνωστή ως «εγκληματολογική ανθρωπολογία».

Στην αρχή της ιατρικής του σταδιοδρομίας ως νέος γιατρός ταξίδευε στην επαρχία της Λομβαρδίας διανέμοντας στους χωρικούς φυλλάδια με οδηγίες για την πρόληψη ασθενειών, τα οποία είχε τυπώσει με δικά του έξοδα. Από τότε άρχισε να αναπτύσσει ενδιαφέρον για τους φτωχούς, τους περιθωριοποιημένους και τους παράφρονες. Κατόπιν, ως στρατιωτικός γιατρός μετατέθηκε στην Καλαβρία για τρεις μήνες και εκεί μελέτησε τους κατοίκους, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους.

Το ενδιαφέρον του για το έγκλημα ξεκίνησε το 1864, όταν μελετούσε τα τατουάζ στα χέρια των στρατιωτών και τις υποτιμητικές φράσεις (επίσης με τη μορφή τατουάζ) οι οποίες ξεχώριζαν τον «έντιμο από τον μη έντιμο στρατιώτη». Ο Λομπρόζο διαπίστωσε ότι τα τατουάζ από μόνα τους δεν επαρκούσαν για την κατανόηση της φύσης των εγκληματιών και θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να προσδιορίσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του μη φυσιολογικού ατόμου, δηλαδή του εγκληματία και του παράφρονα, μέσω της εμπειρικής μεθόδου. Έτσι ξεκίνησε λεπτομερείς ανθρωπομορφικές μελέτες σε πτώματα και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο σχήμα του κρανίου ως ένδειξη ύπαρξης κάποιας ανωμαλίας. Τέτοιου είδους μελέτες είχαν διεξαχθεί για πρώτη φορά από τον γερμανό γιατρό Φρανς Γιόζεφ Γκαλ, ο οποίος είχε ασχοληθεί με την κρανιολογία, την χαρακτηρολογία και την έμφυτη κοινωνιοπαθολογία.

Οι μελέτες του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συσχετίσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών του κρανίου και των εγκληματικών ιδιοσυγκρασιών. Ο εγκληματίας για το Λομπρόζο είναι περισσότερο άρρωστος παρά ένοχος. Ο Λομπρόζο κατέταξε τους εγκληματίες σε τέσσερις κατηγορίες:

  • τους εκ γενετής, που χαρακτηρίζονται από ανατομικά φυσιολογικά και ψυχολογικά στίγματα
  • τους ψυχοπαθείς
  • τους από τις περιστάσεις και
  • τους εγκληματίες από πάθος.

Ο Λομπρόζο κατέληξε να πιστεύει ότι το έγκλημα είναι «προνόμιο» της ανθρώπινης φύσης, η τάση προς το έγκλημα είναι γενετικό χαρακτηριστικό και ο δυνάμει εγκληματίας -απόγονος όμοιων του- είναι δυνατόν να αναγνωριστεί από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και του κρανίου του.