Του Βασίλη Βενιζέλου
Τα ελληνικά δικαστήρια να επιβάλουν τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία της ΕΕ, που προβλέπει τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, μετά από 24μηνο, για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Αυτή την ενθαρρυντική απάντηση στο αίτημα χιλιάδων συμβασιούχων που εργάζονται στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας της χώρας, απέστειλε σήμερα, 24.5.2019, η Επίτροπος κ. Thyssen, μετά από ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας και υποψήφιου με τη «Λαϊκή Ενότητα-Μέτωπο Ανατροπής», Νίκου Χουντή.
Στην ερώτησή του, ο Νίκος Χουντής, τόνιζε ότι, «Τα τελευταία χρόνια, λόγω της απαγόρευσης των προσλήψεων, ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας έχει μειωθεί κατά 25%, και θέσεις εργασίας που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αντί με μόνιμο προσωπικό, καλύπτονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου» και σημείωνε ότι, «στο προσωπικό που σήμερα εργάζεται με συνεχώς ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας περιλαμβάνονται:
1200 επικουρικοί εργαζόμενοι, οι οποίοι εργάζονται από 24 μήνες έως 5 συνεχόμενα έτη·
3.700 εργαζόμενοι μέσω προγραμμάτων ΟΑΕΔ, που όμως καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και έχουν υπερβεί το 24μηνο·
αδιευκρίνιστος αριθμός εργαζομένων μέσω συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε καθαριότητα, φύλαξη και εστίαση νοσοκομείων, οι οποίοι επίσης έχουν υπερβεί το 24μηνο, χρόνος που αποτελεί προϋπόθεση για την μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, βάσει εθνικής νομοθεσίας (Π.Δ. 186/2003)».
Καταλήγοντας στην ερώτησή του, ο Έλληνας ευρωβουλευτής καλούσε την Κομισιόν «να βεβαιώσει ότι, σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου πρέπει να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, ακόμη και εάν η εθνική νομοθεσία το απαγορεύει»
Στην απάντησή της, η Ευρωπαία Επίτροπος τονίζει, μεταξύ άλλων ότι, «Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου περιορίζει την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ορίζοντας ορισμένες ελάχιστες προστατευτικές διατάξεις τις οποίες πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της μέγιστης συνολικής διάρκειας των συμβάσεων αυτών.
Η διάταξη στην ελληνική νομοθεσία για τη θέσπιση μέγιστης διάρκειας 24 μηνών για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μετά την οποία ανατίθεται σύμβαση αορίστου χρόνου, εφαρμόζει τη ρήτρα 5. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με την εν λόγω διάταξη».
Η πλήρης ερώτηση και απάντηση έχουν ως εξής:
Ερώτηση με αίτημα γραπτής απάντησης E-001510/2019
προς την Επιτροπή
Άρθρο 130 του Κανονισμού
Nikolaos Chountis (GUE/NGL)
Θέμα: Παράνομες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο σύστημα υγείας της Ελλάδας
Τα τελευταία χρόνια, λόγω της απαγόρευσης των προσλήψεων, ο αριθμός των εργαζομένων στο δημόσιο σύστημα υγείας έχει μειωθεί κατά 25%, και θέσεις εργασίας που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αντί με μόνιμο προσωπικό, καλύπτονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
Πιο συγκεκριμένα, στο προσωπικό που σήμερα εργάζεται με συνεχώς ανανεούμενες συμβάσεις εργασίας περιλαμβάνονται:
1200 επικουρικοί εργαζόμενοι, οι οποίοι εργάζονται από 24 μήνες έως 5 συνεχόμενα έτη·
3.700 εργαζόμενοι μέσω προγραμμάτων ΟΑΕΔ, που όμως καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και έχουν υπερβεί το 24μηνο·
αδιευκρίνιστος αριθμός εργαζομένων μέσω συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε καθαριότητα, φύλαξη και εστίαση νοσοκομείων, οι οποίοι επίσης έχουν υπερβεί το 24μηνο, χρόνος που αποτελεί προϋπόθεση για την μετατροπή των συμβάσεων σε αορίστου χρόνου, βάσει εθνικής νομοθεσίας (Π.Δ. 186/2003).
Με δεδομένα τα ανωτέρω, την οδηγία 1999/70 περί καταχρήσεως διαδοχικών συμβάσεων εργασίας και τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου[1] [2], ερωτάται η Επιτροπή:
- Μπορεί να βεβαιώσει ότι, σε περίπτωση παραβίασης της νομοθεσίας, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου πρέπει να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, ακόμη και εάν η εθνική νομοθεσία το απαγορεύει;
- Τι μέτρα προτίθεται να λάβει, προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να μετατρέψει τις ανωτέρω συμβάσεις σε αορίστου χρόνου και να καταργήσει τον θεσμό των συμβασιούχων;
E-001510/2019
Απάντηση από την κα Thyssen
εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(24.5.2019)
Σύμφωνα με το προοίμιο της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη με την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου[3], οι υπογράφοντες κοινωνικοί εταίροι αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακής σχέσης.
Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου περιορίζει την προσφυγή σε διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ορίζοντας ορισμένες ελάχιστες προστατευτικές διατάξεις τις οποίες πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της μέγιστης συνολικής διάρκειας των συμβάσεων αυτών.
Η διάταξη στην ελληνική νομοθεσία για τη θέσπιση μέγιστης διάρκειας 24 μηνών για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μετά την οποία ανατίθεται σύμβαση αορίστου χρόνου, εφαρμόζει τη ρήτρα 5. Εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με την εν λόγω διάταξη.
Η συμφωνία πλαίσιο δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου[4]. Ωστόσο, το Δικαστήριο της ΕΕ έκρινε ότι η εν λόγω μετατροπή μπορεί να αποτελέσει επαρκές μέσο προσφυγής για κατάχρηση κατά τη ρήτρα 5.[5]
[1] Υπόθ. C-16/15, 14 Σεπτέμβριος 2016.
[2] Υπόθ. C-331/17, Οκτώβριος 2018.
[3] Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για την εφαρμογή της συμφωνίας πλαισίου για με την εργασία ορισμένου χρόνου, ΕΕ L 175 της 10.7.1999.
[4] Για παράδειγμα, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo and Others, C-22/13, C-61/13 έως C-63/13 και C- 418/13, σκέψη 80.
[5] Απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018 στην υπόθεση Sciotto, C-331/17, σκέψη 59 και εξής