«Βουλιάζουν» τα δημόσια νοσοκομεία που βρίσκονται σε περιοχές στις οποίες φιλοξενούνται πρόσφυγες. Ενδεικτικά, περισσότεροι από 15.000 πρόσφυγες αναζήτησαν ιατρική συνδρομή στα νοσοκομεία Μυτιλήνης, Κω, Λέρου και Κιλκίς από το 2014 μέχρι σήμερα. Από αυτούς, οι 2.500 απευθύνθηκαν στα συγκεκριμένα νοσοκομεία για χειρουργικά προβλήματα, ενώ σε σχεδόν 100 περιπτώσεις απαιτήθηκαν χειρουργικές παρεμβάσεις με αναισθησιολογική συνδρομή. Νοσηλεύτηκαν περίπου 1.500, εκ των οποίων οι 200 σε χειρουργικές κλινικές.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια στρογγυλού τραπεζιού, με θέμα “Χειρουργικά προβλήματα στους πρόσφυγες: η εμπειρία των νοσοκομείων Μυτιλήνης, Κω, Λέρου, Κιλκίς”, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 30ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Χειρουργικής και Διεθνούς Χειρουργικού Φόρουμ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι κύριες αιτίες προσέλευσης στα χειρουργικά Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών ήταν οι οξείες παθήσεις της κοιλίας (σκωληκοειδίτιδα, χολοκυστίτιδα, διάτρηση έλκους) και οι τραυματισμοί ως αποτέλεσμα αυτοτραυματισμού ή διαπροσωπικής βίας (ξυλοδαρμοί, τραυματισμοί από μαχαίρι ή πυροβόλο όπλο).
Στη διάρκεια του στρογγυλού τραπεζιού αναδείχθηκαν οι διαστάσεις του προβλήματος και οι πιέσεις που δέχονται οι τοπικές υγειονομικές δομές. Οι χειρουργοί που συμμετείχαν περιέγραψαν τις συνθήκες που εργάζονται ως εξαιρετικά δύσκολες, αφού μέσα στην οικονομική κρίση καλούνται να καλύψουν και το επίπονο έργο των ιατρικών αναγκών των προσφύγων, ενός πληθυσμού με ιατρικές αλλά και εθνοτικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, φτάνοντας στα όριά τους.
Σύμφωνα με τους ομιλητές υπογράμμισαν ότι το πρόβλημα της κάλυψης των χειρουργικών και γενικά των ιατρικών αναγκών των προσφύγων δεν είναι μόνο ιατρικό, αλλά και κοινωνικό, πολιτικό και ηθικό. Επιπλέον επισήμαναν ότι η αβεβαιότητα για το μέλλον και η πιθανότητα νέων κυμάτων προσφυγικών ροών απαιτούν να προετοιμαστούν οι χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα οι χώρες της πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, παίρνοντας άμεσα μέτρα όχι μόνο για την ομαλή απορρόφηση και διακίνηση των ροών, αλλά και για την ουσιαστική στήριξη και ενίσχυση των εμπλεκόμενων τοπικών υγειονομικών δομών και των υγειονομικών, που έρχονται αντιμέτωποι με τα προβλήματα υγείας των προσφύγων.