Ανοδική τάση και με αντοχή στην κρίση ο φαρμακευτικός κλάδος

07-04-2017

Ανοδική τάση παρουσιάζει τη τελευταία 10ετία η παραγωγή φαρμάκων στη χώρα μας, σύμφωνα με τον Δείκτη Βιομηχανικής Παραγωγής Φαρμακευτικών Προϊόντων και Σκευασμάτων. Μάλιστα, τα δύο τελευταία έτη σημειώθηκε θετικός ρυθμός μεταβολής (σε ετήσια βάση 2015: +7,2%, 2016: +3,9%), που υπεραντιστάθμισαν τη μείωση το 2014 (-4,7%).

Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Όπως αναφέρεται στο Δελτίο, ο φαρμακευτικός κλάδος, αν και σε μικρότερο βαθμό από άλλους, έχει επηρεασθεί από τη μακροχρόνια οικονομική ύφεση. Ωστόσο, εξακολουθεί να παρουσιάζει δυναμική ανάπτυξης και μπορεί να συμβάλλει θετικά στην ανάκαμψη της Εθνικής Οικονομίας.

Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του κλάδου είναι η αυξανόμενη χρήση γενοσήμων φαρμάκων (ποσοστό διείσδυσης γενοσήμων στην εγχώρια αγορά σε όγκο το 2015: 30%) και η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας, που θέτει τις βάσεις για την περαιτέρω διεύρυνση της θέσης του στις διεθνείς αγορές.

Η δυναμική του φαρμακευτικού κλάδου αποτυπώνεται στην ποσοστιαία συμμετοχή του στη βιομηχανική δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του κλάδου (2010=100) διαμορφώθηκε σε 3,9% της συνολικής προστιθέμενης αξίας του μεταποιητικού τομέα το 2015 από 3,8% το 2014 (Γράφημα 4)  και κατέχει σχετικά υψηλό μερίδιο συγκριτικά με τους υπόλοιπους κλάδους της μεταποίησης (8η θέση μεταξύ των 24 κλάδων της μεταποίησης για το 2015).

Η συνεισφορά του φαρμακευτικού κλάδου είναι επίσης σημαντική, όσον αφορά την απασχόληση. Οι φαρμακοβιομηχανίες στην Ελλάδα διαθέτουν υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό και εκτεταμένη τεχνογνωσία. Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ (Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα & Στοιχεία 2015-2016), στον τομέα της παραγωγής φαρμάκου στην Ελλάδα, η απασχόληση διαμορφώθηκε σε 13,1 χιλ. άτομα το 2015 και αντιστοιχούσε σε 4% της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση, ποσοστό που υπερέβη το αντίστοιχο της ΕΕ-28 (2,5%).

Δομή και Μέγεθος της Αγοράς

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι λειτουργούν περισσότερες από 100 φαρμακευτικές επιχειρήσεις (παραγωγικές: 50 και εισαγωγικές: περίπου 56 βάσει στοιχείων 2014), ενώ ορισμένες εισαγωγικές επιχειρήσεις αποτελούν θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο φαρμακευτικός κλάδος παρουσιάζει χαμηλή συγκέντρωση και έντονο ανταγωνισμό, λόγω του μεγάλου πλήθους των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται. Με βάση το κριτήριο των πωλήσεων, οι τρεις μεγαλύτερες φαρμακευτικές επιχειρήσεις συγκέντρωσαν το 2015 το 15,5% της αγοράς, οι πέντε μεγαλύτερες το 23%, ενώ οι δέκα   μεγαλύτερες το 41% της αγοράς (εκτιμήσεις ICAP).

Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς φαρμάκων εκφράζεται από τις πωλήσεις των εγχώριων φαρμακευτικών επιχειρήσεων (παραγωγικών και εισαγωγικών). Αυτές παρουσίασαν αύξηση κατά τη χρονική περίοδο 2000-2009, αλλά από το 2010 και έπειτα σταδιακά υποχώρησαν, εξαιτίας της οικονομικής ύφεσης και των μειώσεων στις τιμές των φαρμάκων (Γράφημα 6). Οι πωλήσεις διαμορφώθηκαν σε Ευρώ  4.261 εκατ. το 2015, ελαφρώς χαμηλότερες από το προηγούμενο έτος (2014: Ευρώ 4.275 εκατ.).

Από το συνολικό μέγεθος των πωλήσεων το 2015, τα Ευρώ 1.404 εκατ. αφορούσαν σε πωλήσεις φαρμάκων που διατέθηκαν απευθείας σε νοσοκομεία, ενώ το υπόλοιπο ποσό Ευρώ 2.871 εκατ. αφορούσαν σε πωλήσεις φαρμάκων σε φαρμακεία (αξία σε τιμές χονδρικής). Με βάση εκτιμήσεις της ICAP, το 2016 ο ρυθμός μεταβολής της εν λόγω αγοράς αναμένεται να είναι ελαφρά θετικός.

Γράφημα 6. Εγχώρια Αγορά Φαρμάκων

Εξαγωγικές Επιδόσεις

Η φαρμακευτική βιομηχανία αποτελεί έναν από τους πλέον δυναμικούς, ως προς την εξαγωγική δραστηριότητα, τομείς  της Ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων, οι εξαγωγές φαρμάκων κατατάσσονται  στη δεύτερη θέση στη λίστα με τα 100 κυριότερα εξαγόμενα προϊόντα της χώρας μας για το 2016 και το 2015. Τα φάρμακα κατέχουν δε, αξιόλογο μερίδιο στο σύνολο των εξαγωγών βιομηχανικών προϊόντων (2016: 6,4% και 2015: 6,5%). Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής αξίας των εξαγωγών (2015: 86%) κατευθύνονται σε χώρες της Ε.Ε. και κυρίως στη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κύπρο.

Παράγοντες που προσδιορίζουν τη Ζήτηση και τις Πωλήσεις

Οι βασικοί παράγοντες που προσδιορίζουν τη ζήτηση για φάρμακα είναι: 1) Οι δημογραφικές εξελίξεις. 2) Οι υπηρεσίες υγείας της χώρας. 3) Οι δαπάνες για φάρμακα. 4) Ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού φαρμακευτικών προϊόντων. Πιο αναλυτικά:

1) Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών προβλέπεται να αυξηθεί από 20,9% το 2015 σε 32,1% το 2050. Ως εκ τούτου, η αύξηση των ομάδων ατόμων μεγάλης ηλικίας αναμένεται να εντείνει τα επόμενα έτη τη ζήτηση για φάρμακα και παραφαρμακευτικά προϊόντα.

2) Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τη ζήτηση για φάρμακα είναι οι υπηρεσίες υγείας της χώρας. Οι ιδιωτικές υπηρεσίες παρουσιάζουν σημαντική ανάπτυξη την τελευταία δεκαετία, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ο ιδιωτικός τομέας πλέον, καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση για υπηρεσίες υγείας και φαρμακευτικού υλικού.

3) Η συνολική φαρμακευτική δαπάνη (δαπάνη για φάρμακα που χορηγούνται σε έξω-νοσοκομειακούς ασθενείς), απαρτίζεται από τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, η οποία είναι το ποσό που πληρώνουν τα ασφαλιστικά ταμεία και την ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη, που είναι το ποσό που πληρώνουν τα νοικοκυριά για αγορές φαρμακευτικών προϊόντων.

Η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αν και κινήθηκε ανοδικά το 2008 και το 2009, στο πλαίσιο της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής μειώθηκε σημαντικά και διαμορφώθηκε σε Ευρώ 2 δισ. περίπου το 2015, ήτοι σε 36% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης (Γράφημα 7). Τη χρονική περίοδο 2008-2015 σημειώθηκε μείωσή της με μέσο ετήσιο ρυθμό 11%. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της δημοσιονομικής προσαρμογής, ο προϋπολογισμός της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης1 δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των Ευρώ 1.945 εκατ. το 2016, ενώ το ίδιο ποσό θα ισχύσει το 2017 και το 2018. Ως εκ τούτου, τα επόμενα έτη αναμένεται χαμηλός ρυθμός αύξησης της αγοράς φαρμάκου στη χώρα μας.

Η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη, από το 2008 έως και το 2011, αποτελούσε μικρότερο ποσοστό της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, σε σχέση με τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη. Ωστόσο, κατά την περίοδο 2012-2015, το ποσοστό αυτό (2015: 64,3%), υπερέβη το αντίστοιχο της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης (2015: 35,7%). Και τούτο διότι η αύξηση της συμμετοχής για τους ασφαλισμένους, οδήγησε σε επιπλέον οικονομική επιβάρυνσή τους.

4) Ο Δείκτης Τιμών Παραγωγού στην εσωτερική αγορά φαρμακευτικών προϊόντων και παρασκευασμάτων, σημείωσε άνοδο τη χρονική περίοδο 2005-2009, ενώ τη χρονική περίοδο 2010-2015 κινήθηκε πτωτικά (με εξαίρεση το 2012), γεγονός που αποδίδεται στις αναπροσαρμογές των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων λόγω κρατικών παρεμβάσεων (Γράφημα 8). Ανάλογη ήταν η πορεία του Δείκτη Τιμών Παραγωγού φαρμακευτικών προϊόντων και παρασκευασμάτων στην εξωτερική αγορά, ωστόσο οι μεταβολές ήταν μικρές, έως οριακές.

Γράφημα 8. Δείκτης Τιμών Παραγωγού Φαρμακευτικών Προϊόντων και Φαρμακευτικών Παρασκευασμάτων (ετήσια μεταβολή)

Η περαιτέρω δραστηριοποίηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων στον κλάδο του φαρμάκου στην Ελλάδα και η πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα συμβάλλουν  στην ανάπτυξη του κλάδου. Το ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου τιμολόγησης των φαρμάκων, που θα διασφαλίσει την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα, θα προασπίσει τη Δημόσια Υγεία και θα δημιουργήσει ένα φιλικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον, καταλήγει το Δελτίο.