ΣΦΕΕ: Τα μέτρα του πολυνομοσχεδίου φέρνουν και μέτρα “ανάγκης” στις εταιρείες

21-05-2017

Τα επικείμενα μέτρα του ψηφισμένου πολυνομοσχεδίου, φέρνουν επί πλέον δυσβάστακτες επιβαρύνσεις για τις φαρμακευτικές εταιρείες και καθιστούν αναγκαία πλέον, τη λήψη μέτρων από κάθε εταιρεία χωριστά, ανάλογα με τις δυνάμεις της που θα είναι από περιορισμό των επενδύσεων για έρευνα στην Ελλάδα,  μη εισαγωγή νέων φαρμάκων, μέχρι ενδεχομένως απολύσεις και μειώσεις προσωπικού. Αυτό ανέφερε σε συνέντευξη τύπου στο πλαίσιο της παγκόσμιας ημέρας για τις κλινικές μελέτες (20/5) ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών επιχειρήσεων Ελλάδας Πασχάλης Αποστολίδης.

Ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Πασχάλης Αποστολίδης, υπογράμμισε ότι  «η Ημέρα Κλινικών Μελετών θα μπορούσε να αποτελεί εκείνο το συμβολικό ορόσημο για την αξιοποίησή τους και στην χώρα μας, αλλά κάτι τέτοιο, δεν πρόκειται να συμβεί. Η σημερινή ημέρα, δυστυχώς για την πατρίδα μας, δεν είναι η αφετηρία ενός νέου ξεκινήματος. Δεν περιγράφει μια Ελλάδα που μπορεί. Είναι η οδυνηρή υπόμνηση μιας διαρκούς πορείας χαμένων ευκαιριών, καθότι οι αποφάσεις που έλαβε το Υπουργείο Υγείας για τη φαρμακευτική πολιτική, επιφέρουν δραματικές συνέπειες, πρωτίστως, για τους Έλληνες ασθενείς, αλλά και για το Δημόσιο Σύστημα Υγείας και τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις.  Τα νέα μέτρα συνιστούν ακραία οπισθοδρόμηση, καθώς ακυρώνουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις αναγκαίες γι’ αυτούς θεραπείες και τους μετατρέπουν σε Ευρωπαίους πολίτες μειωμένων δικαιωμάτων και προσδοκιών. Η Πολιτεία σαφώς και πρέπει να προχωρήσει στις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εκείνες οι οποίες  εξοικονομούν πόρους, προάγουν την εξωστρέφεια και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και στηρίζουν τους Έλληνες ασθενείς, όπως τους ασθενείς που είναι σήμερα κοντά μας, για να μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση σε καινοτόμα φάρμακα και θεραπείες. Και όχι στα μέτρα που ετοιμάζεται να εφαρμόσει. Δυστυχώς η κλεψύδρα αδειάζει».

 Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων και Συνδέσμων (EFPIA), κάθε χρόνο επενδύονται διεθνώς περισσότερα από €75 δις και πανευρωπαϊκά περισσότερα από €30 δις στη φαρμακευτική έρευνα, από τα οποία χώρες αντίστοιχες της Ελλάδας, προσελκύουν πολύ μεγαλύτερο κομμάτι, όπως το Βέλγιο, το οποίο προσελκύει περίπου 2,5 δισ. ευρώ τέτοιων μελετών, καλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο σχεδόν το 50% των αναγκών των πολιτών σε φάρμακα, την ώρα που στη χώρα μας επενδύονται λιγότερα από 80 εκ. ευρώ, (εκ των οποίων 20% (16 εκ. €) αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο, 15% (12 εκ. €) στα συμμετέχοντα Νοσοκομεία, 5% (4 εκ. €) και στους φορείς οικονομικής διαχείρισης ΕΛΚΕΑ/ΕΛΚΕ), καλύπτοντας μόνο το 4% των φαρμακευτικών αναγκών.

 Από την πλευρά του, ο Sr. Manager Clinical Operations & Regulatory Affairs της Pharmaserve-Lilly S.A.C.I., κ. Γιάννης Χονδρέλης, σημείωσε ότι ο φαρμακευτικός κλάδος επενδύει σημαντικά στην έρευνα και την ανάπτυξη και παρ’ όλα αυτά στην Ελλάδα, ετησίως, πραγματοποιούνται 150 νέες κλινικές δοκιμές το χρόνο κατά μέσο όρο. Επιπλέον, συμπλήρωσε ότι ο χρόνος υπογραφής μιας σύμβασης είναι υπερδιπλάσιος από τον προβλεπόμενο-στο Βέλγιο ο χρόνος έγκρισης ή απόρριψης του αιτήματος για μια κλινική μελέτη είναι περίπου 15 με 30 μέρες-, στην Ελλάδα η διαδικασία μπορεί να κρατήσει και 6 μήνες, γεγονός που συνεπάγεται μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη των Κλινικών Δοκιμών, μειωμένο συνολικό χρόνο ένταξης συμμετεχόντων ασθενών στην κλινική δοκιμή, απώλεια ανταγωνιστικότητας και αξιοπιστίας, κίνδυνο μη επιλογής της χώρας σε μελλοντικές Κλινικές μελέτες και συνεπώς, εμπόδια στην πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες και φάρμακα.

 Παράλληλα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΜRB Hellas A.Ε, κ. Δημήτρης Μαύρος, παρουσίασε τα αποτελέσματα έρευνας, με στόχο να αξιολογήσει τις αντιλήψεις των Ελλήνων για τις Κλινικές Μελέτες, να εκτιμήσει το βαθμό συμμετοχής τους σε αυτές και να αποτυπώσει την πρόθεση συμμετοχής τους στο μέλλον. Στο πλαίσιο της παρουσίασης σημειώθηκε ότι τόσο το γενικό κοινό, όσο και οι ασθενείς: α) γνωρίζουν τι είναι κλινικές μελέτες – σε ποσοστό 87% στο γενικό κοινό και 100% στους ασθενείς-, β) αντιλαμβάνονται ότι έχουν σημαντικά οφέλη για τους ασθενείς, την ελληνική οικονομία αλλά και τους επιστήμονες (σε ποσοστά έως και 83% για το γενικό κοινό, έως και 94% στους ασθενείς) και δηλώνουν ότι γ) όσο πιο ενημερωμένοι είναι, τόσο πιο θετικοί είναι να συμμετέχουν. Ταυτόχρονα, σημαντικός είναι και ο υψηλός βαθμός εμπιστοσύνης στις κλινικές μελάτες – 68% στο γενικό κοινό, 84% στους ασθενείς – που υποδηλώνει τις προοπτικές ανάπτυξης των κλινικών μελετών στη χώρα μας.