Επιφυλακτικοί οι Έλληνες γονείς απέναντι στα εμβόλια

25-04-2017

Μορφή «επιδημίας» λαμβάνει το αντιεμβολιαστικό κίνημα στη χώρα μας. Η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων γονέων εκφράζουν έντονο προβληματισμό σχετικά με τα εμβόλια όταν επισκέπτονται τον παιδίατρό τους για τον…εμβολιασμό των παιδιών τους. Άλλοι θέλουν να επιλέγουν τον αριθμό των εμβολίων ή ακόμη και και τα εμβολιαστικά σχήματα. Άλλοι να επιλέγουν το χρονοδιάγραμμα των εμβολιασμών και να τον μεταθέτουν στο μέλλον και άλλοι ζητούν επιστημονικά επιχειρήματα προκείμενου να πειστούν για την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Και ένα μικρό ποσοστό γονέων δηλώνουν αντίθετοι με τον εμβολιασμό και αρνούνται να εμβολιαστεί το παιδί τους.

Την ίδια στιγμή, στοιχεία δείχνουν ότι μόλις το 50% των εργαζομένων στις δημόσιες δομές υγείας είναι εμβολιασμένοι για την ηπατίτιδα, ενώ μόλις ένας στους πέντε κάνει το αντιγριπικό εμβόλιο! Σύμφωνα με στοιχεία σχετικής έρευνας για τον αντιγριπικό εμβολιασμό ποσοστό 43% των επαγγελματιών υγείας δήλωσαν πως δεν το κάνουν γιατί δεν θεωρούν ότι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, ποσοστό 33% γιατί φοβούνται για τυχόν ανεπιθύμητες ενέργειες και ποσοστό 19% διότι θεωρούν μη αποτελεσματικό το αντιγριπικό εμβόλιο.

Τα παραπάνω ανέφεραν χθες ειδικοί επιστήμονες του ΚΕΕΛΠΝΌ με αφορμή την τρέχουσα Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμού που συντονίζεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) και στη χώρα μας από το Κέντρο.

Μάλιστα  η ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου αναφερόμενη στο αντεμβολιαστικό κίνημα το χαρακτήρισε ως πρόβλημα που συνεχώς μεγαλώνει χαρακτήρισε την επιφύλαξη των Ελλήνων γονέων απέναντι στα εμβόλια.

«Ο παιδίατρος δεν έχει δικαίωμα να διώξει, να απορρίψει το παιδί οι γονείς  του οποίου αρνούνται τον εμβολιασμό. Αυτό που οφείλει να κάνει ο παιδίατρος είναι να συζητήσει εκτενώς με τον κάθε γονιό που προσέρχεται στο ιατρείο του με διαμορφωμένες απόψεις και ερωτήσεις σχετικά με τα εμβόλια –που κατά κύριο λόγο δεν έχουν πάντα ιατρική βάση- και να του θέσει το σωστό πλαίσιο σκέψης για αυτά και για το τι έχει επιτευχθεί με τη χρήση τους» είπε η κυρία Θεοδωρίδου, προσθέτοντας μάλιστα ότι «δυστυχώς τα εμβόλια είναι θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους. Πέτυχαν να εξαλείψουν πολλές ασθένειες και πλέον δεν θεωρείται αυτονόητη η συμβολή τους στην προστασία της δημόσιας υγείας, αφού οι νεότεροι, ακόμη και επιστήμονες, δεν έχουν εικόνα για τις ασθένειες αυτές ή τις επιπλοκές τους».

Παρά την επιφυλακτικότητα πάντως των Ελλήνων, η Ελλάδα παραμένει ακόμη μια χώρα με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη πληθυσμού και ευτυχώς παρατηρητής ακόμη σε επιδημίες ιλαράς ή κοκίτη που καταγράφονται σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή της Αμερικής. Στη Ρουμανία, αναφέρθηκε ενδεικτικά, έχουν καταγραφεί 4.500 κρούσματα και 21 θάνατοι. Ενδεικτικά σε ό,τι αφορά τις ασθένειες διφθερίτιδα, τέτανο, κοκίτη το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης του παιδικού πληθυσμού ανέρχεται στο 95%, ενώ για την ιλαρά το ποσοστό κυμαίνεται από το 97% έως το 99%.